Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη, στην Καλαμαριά. Ο πατέρας μου ήταν από την Έδεσσα και η μητέρα μου κάπου έξω από τη Λάρισα. Η γειτονιά ήταν μικροαστική, υπό ανοικοδόμηση. Θυμάμαι τα άδεια οικόπεδα να γεμίζουνε συνέχεια με κτίρια. Το να εγκαταλείψω τη Θεσσαλονίκη ήταν μια από τις καλύτερες αποφάσεις της ζωής μου. Κάποια στιγμή νιώθεις ότι είσαι σ’ ένα μικρό δωμάτιο με χαμηλό ταβάνι.Και η Αθήνα τότε είχε ψηλότερο ταβάνι για μένα. Βέβαια, ούτε στη Θεσσαλονίκη ούτε στην Αθήνα νιώθω σαν να είμαι στην πόλη μου. Και στις δύο νιώθω τουρίστας.
Το πρώτο μου σπίτι ήταν στο Κουκάκι. Τώρα μένω στα Εξάρχεια. Δεν μου αρέσει η Αθήνα πολύ πλέον, έτσι όπως έχει διαμορφωθεί κοινωνικά και πολιτικά. Είναι ψυχικά εξουθενωτικό αυτό που συμβαίνει. Το τραγικό είναι ότι όταν ξεκίνησαν τα πρώτα συμπτώματα της κρίσης, κάπως το συζητούσαμε. Τώρα δεν συζητάμε τίποτα και σε λίγο απλώς θα περπατάμε πάνω στα πτώματα. Η αισθητική μας πτώση και το γεγονός ότι έχουμε συνηθίσει αυτά που γίνονται γύρω μας είναι κάτι το απάνθρωπο. Θα έφευγα από τα Εξάρχεια και θα έφευγα και από την Ελλάδα. Με μια καλή πρόταση από το εξωτερικό θα έφευγα «άμεσα», χωρίς πρόταση θα έφευγα «εύκολα».
Δεν ήθελα να γίνω ηθοποιός. Τραγουδιστής ήθελα να γίνω, σε post punk συγκρότημα. Τυχαία ένας φίλος μου με έγραψε σε μια ερασιτεχνική ομάδα που ήταν η Λέσχη Θεάτρου Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου, ενώ εγώ σπούδαζα πολιτικός μηχανικός στο Πολυτεχνείο. Δεν το είχα σκεφτεί ποτέ, δεν μου άρεσε καν. Οι Βlitz (Αγγελική Παπούλια, Γιώργος Βαλαής και Χρήστος Πασσαλής) γνωριστήκαμε το 2001 στο Θησείο, σε πρόβες του Μαρμαρινού για το Ρωμαίος και Ιουλιέτα. Δεν συζητήσαμε πολύ τις αρχές, απλώς μας ήρθε η ιδέα στη διάρκεια ενός ταξιδιού. Το όνομα βγαίνει από πολλά: από το Βlitzkrieg του Χίτλερ, από το κλαμπ των Nu Romantics, από τον κεραυνό στα γερμανικά. Η πρώτη παράσταση ήταν το 2006, το Motherland στο Bios. Ο μόνος τρόπος να υπάρξεις γενικά είναι να καταφέρεις να βρεις κάποιους ανθρώπους να επικοινωνήσεις. Η σωστή έκφραση είναι «να κάνεις μια συνωμοσία». Οι Blitz είναι μια τέτοιου είδους συνωμοσία.
Δεν εννοώ, όμως, μόνο επαγγελματικά, αλλά και στη ζωή σου. Είναι η υπέρτατη αξία η έννοια της συνωμοσίας.
Ήταν πολύ πιο δύσκολο να παρουσιάζουμε το λεγόμενο «επινοημένο θέατρο», όταν ξεκινήσαμε. Τώρα, και με τις άλλες ομάδες, έχει έρθει πιο πολύ στα αθηναϊκά πράγματα. Δεν είναι ότι ανακαλύψαμε την πυρίτιδα, αλλά ήταν κάτι καινούργιο εκείνο τον καιρό.
Πάντα ο στόχος ήταν να πείσουμε το κοινό. Με τα μέσα έχουμε μια σχέση αγάπης-μίσους. Δεν δίνω πάρα πολλές συνεντεύξεις. Είναι μέρος της δουλειάς μου, το αναγνωρίζω. Πρώτα απ’ όλα θέλαμε να πείσουμε εμάς, μετά το κοινό και στο τέλος τα μέσα. Αυτό που κάναμε έπιασε πρώτη φορά στην παράσταση Κατερίνη, για πολλούς λόγους. Βάζω και τον εαυτό μου μέσα, γιατί εσύ είσαι ο πρώτος που πρέπει να συγκινηθεί από αυτό που κάνεις. Σαφώς είναι τέλειο όταν αυτό έρχεται και από τον κόσμο, αλλά εσύ είσαι πρώτα. Όσο εγωιστικό και να ακούγεται, αυτή είναι η αλήθεια. Αν είσαι συγγραφέας, πρέπει να σε συγκινεί αυτό που έγραψες. Είμαι ο πρώτος θεατής που πρέπει να συγκινηθεί κι έχω αναπτύξει και τη δυνατότητα να μπορώ να το αντιμετωπίζω αυτό ψυχρά.
Το κοινωνικό και το πολιτικό στοιχείο παίζουν δραματικό ρόλο στις παραστάσεις μας. Πότε, όμως, με τρόπο ευθύ, γιατί δεν έχουμε τις απαντήσεις. Δεν ξέρουμε πώς να σώσουμε τον κόσμο. Επηρεάζεσαι, όμως, θέλοντας και μη. Υπό το βάρος των γεγονότων οτιδήποτε κάνεις αφορά την κρίση. Γι’ αυτό χρειάζεται να είσαι προσεκτικός. Οποιοσδήποτε θεατής θα ψάξει να βρει τι έχεις να πεις σε σχέση με την κρίση. Τώρα, και ο Δον Κιχώτης που ανεβάζουμε συνδιαλέγεται αναγκαστικά με την κρίση. Ξέραμε ότι είναι πολύ δύσκολος και θέλαμε να κάνουμε κάτι πάρα πολύ δύσκολο. Ο Δον Κιχώτης είναι μια διασημότητα που τον έχουν προσεγγίσει με πάρα πολλούς τρόπους.
Κατά βάθος, όλοι τον συμπαθούμε αυτό τον ήρωα, και όχι μόνο γιατί είναι ο τρελός του χωριού. Ξέρεις, ένα από τα βασικά ερωτήματα των ανθρώπων πριν πεθάνουν είναι «γιατί έκανα πάντα αυτό που μου έλεγαν οι άλλοι». Ο Δον Κιχώτης έκανε αυτό που ήθελε εκείνος. Έζησε τη ζωή του όπως ήθελε. Και αυτό είναι τρομερά συγκινητικό. Οι άνθρωποι που θαυμάζω αυτό έχουν κάνει: έζησαν τη ζωή τους όπως νόμιζαν ότι τους άξιζε.
Δεν έχω καταλάβει γιατί δεν εξάγουμε θέατρο. Το να δείξεις τη δουλειά σου είναι μια συνθήκη που πρέπει να κυνηγήσεις. Εμείς το έχουμε κάνει αρκετά, στέλνοντας DVD και γράμματα. Γι’ αυτό χρειάζεται μια συστηματοποίηση της δουλειάς και όχι να τα περιμένεις όλα από το υπουργείο Πολιτισμού, που ασχολείται περισσότερο με τη συντήρηση του αρχαίου πολιτισμού, παρά με τη συντήρηση του νέου. Εγώ δεν περιμένω τίποτε από το κράτος.
Δεν νιώθω πια νέος, αλλά πάντα έχω τη χαρά και την ελπίδα ότι ο καλύτερος Έλληνας συγγραφέας είναι 22 χρόνων και μένει στο Κουκάκι ή ότι ο καλύτερος σκηνοθέτης είναι ένα κορίτσι 17 χρόνων που μένει στην Τήνο. Δεν με νοιάζει η κόντρα η δική μας με τις παλαιότερες γενιές, ούτε οι δυσκολίες που μπορεί να συναντήσω στη δουλειά μου. Με νοιάζει, όμως, άνθρωποι ταλαντούχοι που έχουν χαρακτήρα να μην καταπλακωθούν από την ελληνική πραγματικότητα επειδή δεν βρήκαν δύο τρεις ανθρώπους να μοιραστούν τη δουλειά τους. Πρέπει να υποδέχεσαι το νέο μετά βαΐων και κλάδων κανονικότατα. Σε αυτό το σημείο υπάρχει αγένεια πολιτιστικά.
Ναι, νομίζω ότι καλώς πάθαμε ό,τι πάθαμε. Είναι δεδομένο ότι οι τεχνοκράτες ανά τον κόσμο παίζουν το παιχνιδάκι τους. Είναι δεδομένο, επίσης, ότι το ελληνικό κράτος έπασχε επί χρόνια. Στην Ελλάδα η διαφθορά ξεκινάει από την πενθήμερη και τα ταξιδιωτικά γραφεία. Βέβαια, δεν μπορώ να το πω αυτό ακριβώς τη στιγμή που άνθρωποι πεθαίνουν ή χάνουν τις δουλειές τους και πέφτουν σε κατάθλιψη. Δεν αξίζει σε κανέναν μια τέτοια εξέλιξη, αλλά δεν ξέρω ποιος ήλπιζε σε κάτι πολύ καλύτερο. Αν δεν αλλάξει η σχέση των πολιτών μεταξύ τους, του πολίτη με την πόλη του και του πολίτη με το κράτος, δεν θα αλλάξει τίποτα, ποτέ. Δεν γίνεται να κλέβω τους συμμαθητές μου για να έχω καλό δωμάτιο στη Ρόδο… Είναι ευχολόγια όλα αυτά, αλλά πρέπει να επιστρέψουμε στα βασικά.
Από μικρός ονειρεύομαι μια επανάσταση που θα φέρει τα πάνω κάτω. Τώρα που μεγάλωσα βρίσκομαι σε μεγάλη σύγχυση. Δεν θέλω να γίνει η Γαλλική Επανάσταση και να έρθει ο Ναπολέοντας, δεν θέλω να γίνει η Οκτωβριανή Επανάσταση και να έρθει ο Στάλιν.
Ελπίζω, μετά από δέκα χρόνια, να μη θυμόμαστε αυτές τις μέρες ως μια παραδείσια κατάσταση. Νομίζω ότι αυτή η περίοδος θα μείνει στη μνήμη μας ως αυτή που οι νέοι περνούσαν πολύ χειρότερα από τους μπαμπάδες τους. Πιστεύω ότι, ενώ υπάρχει πρόοδος, οι άνθρωποι ζούνε περισσότερο τη στιγμή που τα πράγματα χαλάνε πιο πολύ. Υπάρχει φοβερά μεγάλη αντίφαση μέσα στο μυαλό μου. Θα ήθελα να γκρεμιστούν όλα, αλλά να έχω την απάντηση για το μετά. Συμφωνώ, όμως, με αυτό που έλεγε ο Ναπολέοντας: «Πρώτα κάνουμε επίθεση και μετά βλέπουμε».
σχόλια