Eίχα μια καλή τύχη με τα περιοδικά: Έκανα ό,τι μου ερχότανε. Δεν σκέφτηκα ποτέ να κάνω ένα περιοδικό με business νοοτροπία, να κάνω business plan ή να σκεφτώ την αγορά. Μ' άρεσε μια ιδέα, το αποφάσιζα, το έκανα. Άλλα πετύχαιναν εμπορικά, άλλα όχι.
• Γεννήθηκα το '45 στη Βουλιαγμένη. Ο πατέρας μου ξεκίνησε τη «Γυναίκα» το '50. Η «Γυναίκα» ήταν για μένα και παραμένει συναισθηματικά ολίγον σαν αδελφή μου. Ήμασταν εγώ, ο αδελφός μου και η «Γυναίκα» που μεγάλωσε, παντρεύτηκε, ζει με άλλον και συνεχίζει τη ζωή της.
• Ο πατέρας μου ήταν δημιουργός: Πέρασε πολύ δύσκολα παιδικά χρόνια στη Μικρά Ασία. Στα 15-17 του εκπαραθυρώθηκε όπως όλοι οι πρόσφυγες, βρέθηκε ξαφνικά στο μηδέν στον Πειραιά να ψάχνει πώς θα επιζήσει. Αυτό του 'δωσε πίστη στον εαυτό του. Δεν φοβόταν. Θέλησε να φτιάξει ένα γυναικείο περιοδικό επειδή αυτό του έλεγε η κρίση του ότι θα ερχότανε στο μέλλον. Το «Η Γυναίκα και το Σπίτι», όπως ήταν ο πρώτος τίτλος του, ήταν ένα περιοδικό πάρα πολύ χρήσιμο γι' αυτά που έπρεπε να μάθουν οι γυναίκες εκείνης της εποχής - μην ξεχνάς πως ήταν η δεκαετία του '50.
Ήταν ευλογία που μου έτυχε αυτή η δουλειά: Είχα ένα μεγάλο αίσθημα ευγνωμοσύνης για τον πατέρα μου που μου είχε μια έτοιμη δουλειά, πόσω μάλλον μια δουλειά που μου άρεσε.
• Πήγα στο Λύκειο Μπαρμπίκα. Δεν έμαθα απολύτως τίποτα όπως και περίπου τίποτα έμαθα από τα Οικονομικά που σπούδασα στην Ανωτάτη Εμπορική. Πέρασα υπέροχα όμως!
• Ήταν ευλογία που μου έτυχε αυτή η δουλειά: Είχα ένα μεγάλο αίσθημα ευγνωμοσύνης για τον πατέρα μου που μου είχε μια έτοιμη δουλειά, πόσω μάλλον μια δουλειά που μου άρεσε.
• Πήγαινα από μικρός στα γραφεία της «Γυναίκας», πρώτα στην οδό Σανταρόζα, μετά Πανεπιστήμιου και Ιπποκράτους γωνία. Εκεί γύρω στο '69 πήγα στο εργοστάσιο όπου γινόταν η εκτύπωση του περιοδικού. Έπρεπε να μάθω πώς βγαίνει το περιοδικό, τις μηχανές, την εκτύπωση, τους εργάτες. Ντρεπόμουνα να πάω διευθυντής στα 20. Εξάλλου ο πατέρας μου ήταν απλός άνθρωπος: Κέρδισε πολλά λεφτά κι όμως το χρήμα δεν τον καβάλησε ποτέ. Ούτε κι εμένα. Ευτυχώς. Δεν υπάρχει πιο αντιαισθητικό θέαμα από έναν άνθρωπο αλλοιωμένο από το χρήμα. Μακάρι να καταλάβει κανείς πως το χρήμα το χρειαζόμαστε τόσο ώστε να μην το χρειαζόμαστε.
• Μετά το τυπογραφείο πήγα διευθυντής στο «Μίκυ Μάους». Ήμουν 25 χρονών: Διηύθυνα 8 κορίτσια (η χαρά του διευθυντή). Έκανα τις μεταφράσεις, μου άρεσε να αλλάζω τις φούσκες και να βάζω μέσα κι ονόματα φίλων μου: o Ντόναλντ Ντακ είχε φίλο τον Κάρολο Ξιφ, που ήταν ο συμμαθητής μου Κάρολος Φιξ.
• Βρέθηκα στη «Γυναίκα» το '71. Το '70 και το '71 ήταν καταπληκτικές χρονιές. Μέχρι το καλοκαίρι του '70 ήμασταν όλοι με τη γραβάτα και τα κοντά μαλλιά, κύριοι και καθωσπρέπει, και μετά το σύστημα έπαθε μια μετάλλαξη και βρεθήκαμε όλοι μέσα σε ένα καλοκαίρι χίπις και τρελαμένοι στο Τριπ στην Πλάκα, μια ντίσκο, και στη Μύκονο με μαλλιά, γένια και δόντια καρχαρία. Για δυο χρόνια ήταν καταπληκτικά, μέχρι που πέσανε τα ναρκωτικά και όλο αυτό έγινε ένα κουρέλι.
• Είχαμε ήδη μετακομίσει στο Μαρούσι όταν ανέλαβα τη «Γυναίκα» το '74 - συνέπεσε και με την πτώση της χούντας όλο αυτό. Άλλαξαν τα δεδομένα και κρίναμε πως έπρεπε να αλλάξει πολύ και η «Γυναίκα». Είχε έτσι κι αλλιώς έρθει μια νέα φουρνιά κοριτσιών: η Όλγα Μπακομάρου, η Όλγα η Μπατή - όλοι μαζί το αλλάξαμε το περιοδικό.
• Βρέθηκα με τον Πέτρο Κωστόπουλο το '85. Τα είχε φτιάξει με την τότε γυναίκα μου Λάουρα Ντε Νίγκρις. Είχαμε ανοιχτό γάμο, κάναμε κι οι δυο ό,τι θέλαμε. Μου άρεσαν πολύ οι γυναίκες, αλλά συνέπεσε και να ερωτεύομαι και να μου αρέσουν και οι σχέσεις. Δεν νομίζω ότι συμβαίνει μόνο σε μένα αυτό. Τώρα πια λέω να με φυλάει ο Θεός να μη μου τύχει κάνας έρωτας. Μπορείς να είσαι ο πιο λογικός άνθρωπος και ο πιο αξιοπρεπής και με τον έρωτα να γίνεις ρεμάλι, να μπεις στη ζούγκλα και να μην ξέρεις πώς θα βγεις.
Ήξερα ότι το «Κλικ» θα είχε επιτυχία. Όταν βγάζεις περιοδικά πρέπει να βλέπεις τι συμβαίνει κοινωνικά. Το '85, λοιπόν, που κέρδισε ο Ανδρέας για δεύτερη φορά, ήταν φανερό ότι ένα πλήθος κόσμου αριστερόστροφο και αποκλεισμένο από τα πράγματα, που θεωρούσε το μπλου τζιν και τη Μέριλιν Μονρόε ταξικό εχθρό, θα έμπαινε στο παιχνίδι, άρα θα χρειαζόταν να μάθει κάποια βασικά πράγματα: Πού πηγαίνετε και πώς φέρεστε.
• Ήξερα ότι το «Κλικ» θα είχε επιτυχία. Όταν βγάζεις περιοδικά πρέπει να βλέπεις τι συμβαίνει κοινωνικά. Το '85, λοιπόν, που κέρδισε ο Ανδρέας για δεύτερη φορά, ήταν φανερό ότι ένα πλήθος κόσμου αριστερόστροφο και αποκλεισμένο από τα πράγματα, που θεωρούσε το μπλου τζιν και τη Μέριλιν Μονρόε ταξικό εχθρό, θα έμπαινε στο παιχνίδι, άρα θα χρειαζόταν να μάθει κάποια βασικά πράγματα: Πού πηγαίνετε και πώς φέρεστε.
• Μετά έγινε αυτό που έγινε και με τους χίπις το '72: Το lifestyle, που στην αρχή ήταν πολύ σωστά τοποθετημένο κοινωνικά και πολιτικά, μεταλλάχτηκε, όπως μεταλλάχτηκε κι ο όλος ο κόσμος που μπήκε στο lifestyle: Ξέπεσε στην επιφάνεια, στους διάσημους χάριν της διασημότητας. Οι χίπις με τα ναρκωτικά καταστράφηκαν γιατί έπεσαν πολύ βαθιά, το lifestyle καταστράφηκε γιατί πήγε πολύ ρηχά.
• Είναι μια τραγωδία η γυμνή γκόμενα στο εξώφυλλο, μια τραγωδία που πρέπει να την υφίστασαι, όλα τα περιοδικά πρέπει να υφίστανται τον εαυτό τους από ένα σημείο και μετά - άλλη τραγωδία κι αυτή!
• Το «Κλικ» έπεσε θύμα διαφόρων συμπτώσεων που δεν έχει σημασία να τις αναπτύξουμε. Μέχρι το '95 που έφυγε ο Κωστόπουλος είχα πλέον φτιάξει το Κλικ Radio, την «Diva» και το «Men» και το «ΝPQ».
• Μετά το 2000 έμεινα σε αυτή τη δουλειά αναγκαστικά, χωρίς να έχω καμία απολύτως όρεξη να μείνω σε αυτόν το χώρο. Όταν είσαι μπλεγμένος ως εκδότης είναι σχεδόν αδύνατον να απεμπλακείς. Όλα αυτά μέχρι που επήλθε μια ωραία και μεγάλη καταστροφή, όπου χάθηκαν πάρα πολλά. Ήταν μια καταστροφή πέραν της δικής μου αντοχής: και ψυχολογική και οικονομική. Πονάει όταν κουτουλάς πάνω στην πραγματικότητα.
• Αν με νοιάζει τώρα που έχω λιγότερα λεφτά; Όχι! Μα το Θεό, όχι. Περνάω μια χαρά. Όταν έχασα τα λεφτά μου, όταν έπεφτα, βέβαια άλλαξε η συμπεριφορά των άλλων. Όχι, δεν με εξέπληξε αυτό, καθόλου. Ξέρω πώς λειτουργεί αυτό το πράγμα.
• Δεν έχω καταλάβει πώς ξανάρχισα να ασχολούμαι με το «Κλικ» στο διαδίκτυο. Βρέθηκα να το κάνω. Μάλλον γιατί έτσι όπως είναι τώρα τα πράγματα δεν απαιτεί καμία οργάνωση: oύτε να προσλάβω ανθρώπους ούτε να οραματιστώ κάτι ούτε να φτιάξω μια κατάσταση.
• Το μόνο που με απασχολεί από τα 14 μου είναι ο χρόνος κι ο θάνατος. Στην πορεία της ζωής διαπίστωσα πως μπορώ να είμαι ευτυχής με τον εαυτό μου μόνο αν ό,τι κάνω το κάνω καλά. Δεν με χαρακτηρίζουν όλα αυτά. Για τους άλλους θεωρούμαι εκδότης, για τον εαυτό μου όχι. Απλώς έκανα και αυτήν τη δουλειά. Προτιμώ να μείνω ελεύθερος και από το επίθετό μου και από την ιδιότητά μου.
• Αν θα 'θελα να ξαναβγάλω περιοδικό; Χάρτινο; Με κανένα τρόπο! Αποκλείεται!