Η οδός Φυλής, στην οποία έμεινα μέχρι τα 8 μου, ήταν ένας πολύ καθαρός δρόμος με νεοκλασικά και πολυκατοικίες, όπου ζούσαν οικογένειες, ανάμεσα σε σπίτια με φωτάκια, κι εγώ, ως παιδάκι, δεν καταλάβαινα τι ήταν. Νομίζω ότι είχα ρωτήσει τι ήταν, αλλά δεν πήρα ποτέ σαφή απάντηση. Παραδίπλα υπήρχε η πλατεία Βικτωρίας, όπου παίζαμε μπάλα. Δεκαετία του '80 φεύγουμε και πάμε στην Κάντζα Παλλήνης. Αυτό σήμαινε πουρνάρια, χωματόδρομοι και ένας κεντρικός ασφαλτοστρωμένος δρόμος που για μένα, που ήμουν φιλοπερίεργος και φαντασιόπληκτος, σηματοδοτούσε μια ζωή γεμάτη εξερεύνηση.
Ξαφνικά συναντήθηκα με την απόλυτη περιπέτεια. Μόνος, ελεύθερος, μακριά από γονείς, να μπορώ να λείπω με τις ώρες, γιατί ήταν χωριό. Έκανα έναν φίλο, με τον οποίο πορεύτηκα καθ' όλη τη διάρκεια του δημοτικού. Μαζί ανακαλύπταμε σπηλιές και άλλα πράγματα, κάναμε ό,τι μπορείς να φανταστείς ότι κάνουν δυο παιδιά που είναι σαν τον Τομ Σόγιερ, ό,τι διαολιά υπάρχει μέσα σε έναν κόσμο άγνωστο, όπου γυρνάς όλη μέρα με ένα ποδήλατο. Αυτό έκανα.
• Ο πατέρας μου ήταν καθηγητής Μαθηματικών στο λύκειο. Αυτό σήμαινε μια μεγάλη απόσταση δική μου από τις θετικές επιστήμες, όχι συνειδητή. Απλώς δεν κατάφερα ποτέ να συνευρεθώ με αυτή την πλευρά των μαθημάτων. Κατά τα άλλα, η σκέψη μου είναι βαθιά μαθηματική. Μεγαλώνοντας, αποδείχτηκε ότι συνδέομαι απόλυτα με αυτήν τη λογική συνέχεια των πραγμάτων και τον ειρμό που είναι όλη η λογική των Μαθηματικών.
• Τα εφηβικά μου χρόνια συνδέονται με τις γνωστές αντιπαθητικές δραστηριότητες που έχει ένας μαθητής αλλά και με μετακίνηση, γιατί το σχολείο μου ήταν στα Γλυκά Νερά. Εκείνα τα χρόνια είχα αποφασίσει ότι θα γινόμουν σεφ. Μου φαινόταν πιο βολικό καθώς αναζητούσα τρόπο να ξεφύγω από την εκπαίδευση, απ' οτιδήποτε μπορεί να σχετίζεται με το πανεπιστήμιο και όλα αυτά τα οποία μου φαίνονταν εφιαλτικά, όπως και το σχολείο, το χειρότερο δυνατό που μπορούσε να συμβεί σε έναν άνθρωπο. Ήταν μια απόφαση που συνδεόταν με μια πολύ γνήσια επιθυμία και μια έφεση, ήξερα ότι μπορούσα να το κάνω καλά, μου άρεσε να μαγειρεύω. Επίσης, ήταν κάτι που θα με γλίτωνε από αυτήν τη διαδικασία που λέγεται «διαβάζω», δεν θα χρειαζόταν να μπω στο πανεπιστήμιο – γιατί κάτι έπρεπε να κάνω στη ζωή μου.
Έχουμε ως λαός κάποια κατάλοιπα εμφυλιοπολεμικά, μιας μεγάλης ανάγκης για ταυτότητα, θέση και πλευρά, με την έννοια «με ποιους είσαι». Ένα πολύ μεγάλο ζήτημα στην ελληνική κοινωνία και εντελώς ανεξάρτητο από το θέατρο.
• Παράλληλα, είχα και μια αγάπη για την ποίηση. Στο σπίτι υπήρχε μια μεγάλη βιβλιοθήκη κι αυτό που με κέντριζε να πάρω και να διαβάσω, και μάλιστα δυνατά, ήταν τα ποιήματα. Αυτό ήταν κάτι που δεν κόλλαγε με όλα τα υπόλοιπα, αλλά εμένα με συγκινούσε βαθιά. Με συγκινούσε και το τραγούδι, όχι το να τραγουδάω αλλά το να ακούω, από ελληνικά μέχρι πολύ σκληρό ροκ. Το ένα εξέφραζε όλη την εφηβεία μου και μια σχετική οργή που είχα απέναντι σε όλα, ενώ το άλλο την ποίηση. Μου άρεσε να ακούω μόνος μου τραγούδια που με συγκινούσαν με έναν τρόπο που δεν ήταν εξηγήσιμος στα 13. Εκεί έβλεπα το πολύ γρήγορο ταξίδι που μπορείς να κάνεις μέσα από μια ιστορία, με τον πιο συμπυκνωμένο και άμεσο τρόπο. Ήταν στο τραγούδι που όλη η φαντασία μου και η ανάγκη μου για έκφραση κινητοποιούνταν τόσο άμεσα, γρήγορα και αφοπλιστικά. Δηλαδή συναντιόμουν με συναισθήματα που δεν ήταν δικά μου και παρόλο που δεν ήμουν ευαίσθητο παιδί κατά τα άλλα, έκλαιγα ακούγοντας τραγούδια.
• Κάποιοι πήραν χαμπάρι το γεγονός ότι μου άρεσε να διαβάζω ποίηση και με έβαζαν να διαβάζω στις γιορτές. Τότε βρέθηκε ένας άνθρωπος, ο Βασίλης Αναστασιάδης, που είχε μια θεατρική ομάδα στο σχολείο, και μου ζήτησε να παίξω τον βασικό ρόλο σε ένα έργο που είχε γράψει και λεγόταν Κύριε μπαμπά. Έγινε η διαδικασία, έγινε η παράσταση και είπα «θα γίνω ηθοποιός»! Ζήτησα από τον πατέρα μου να βρούμε μια θεατρική ομάδα και έμαθε ότι μόλις είχε συσταθεί μια ομάδα στην Αγία Παρασκευή. Η αλήθεια είναι ότι για μία ακόμα φορά συναντήθηκα με μια λειτουργία στο πλαίσιο της οποίας μπορούσα να κάνω κάτι εύκολα. Ήταν όπως όταν έλεγα ότι θα γινόμουν μάγειρας, με την ίδια αποφασιστικότητα, για τους ίδιους λόγους, μια πραγματική καταφυγή που θα με γλίτωνε από οτιδήποτε άλλο. Είχα μια βεβαιότητα ότι μπορούσα να το κάνω αυτό, ανεξήγητη και θρασύτατη. Συγχρόνως μου άρεσε τρομερά. Το θέατρο ήταν ό,τι πιο ευχάριστο είχα κάνει στη ζωή μου με διαφορά.
• Οι γονείς μου εμένα και τον αδελφό μου δεν μας πήγαιναν ούτε θέατρο ούτε σινεμά. Δεν είχα δει ποτέ μου θέατρο, εκτός από τον Οδυσσεβάχ στα 3 μου. Βέβαια, έβλεπα άπειρα θρίλερ στην τηλεόραση. Ήμουν περισσότερο σκοτεινός παρά ευχάριστος ή κωμικός τύπος. Μια και το αποφάσισα, όμως, άρχισα να παρακολουθώ θέατρο και επιβεβαίωσα ότι μου άρεσε και να το βλέπω. Οπότε άρχισε να δρομολογείται αυτή μου η προτίμηση με μια μανία προς αυτή την κατεύθυνση. Ξαφνικά, στη Γ' Λυκείου είχα τρομερό κέφι και μια τρέλα πρωτόγνωρη. Πηγαίνω στη Σχολή του Εθνικού και ζητάω με όλη την επιθετικότητα που είχα να γίνω ακροατής. Μια κυρία μου είπε ότι δεν γίνονται αυτά. Έφυγα με κατεβασμένα τα αυτιά. Τότε τα είχα με μια κοπέλα μεγαλύτερή μου που πήγαινε ήδη σε δραματική σχολή και ήξερε έναν μαθητή του Εθνικού, από τον οποίο ζήτησα μια μεγάλη χάρη. Του είπα ότι ήθελα να πάμε μαζί στο Εθνικό, να μπούμε, κι όταν έβγαινε αυτή η κυρία και ρωτούσε ποιος είμαι να πει ότι ήμουν ένας φίλος του και ότι θέλαμε να πιούμε καφέ. Τα υπόλοιπα θα τα έκανα εγώ. Πήγαμε, όντως συνέβησαν τα πράγματα όπως τα 'παμε και ο πρώτος που συνάντησα και αναγνώρισα ήταν ο Ιάκωβος Ψαρράς. Πήγα και τον ενημέρωσα ότι είχα άδεια από τη σχολή να παρακολουθώ το μάθημά του. Χάρηκε πολύ που ένα νέο παιδί ήθελε κάτι τέτοιο κι αφού η σχολή δεν είχε πρόβλημα, δεν είχε ούτε εκείνος. Κάθισα στο μάθημά του και βγαίνοντας με είδε πάλι η κυρία. Την έπιασα και της είπα ευθέως ότι ο κύριος Ψαρράς μου έδωσε άδεια να παρακολουθώ το μάθημά του και μου είπε να την ενημερώσω. Κι έτσι έγινα ακροατής του Εθνικού Θεάτρου στα μαθήματα του Γιώργου Μιχαλακόπουλου, της Ελένης Χατζηαργύρη, κυρίως όμως του Ιάκωβου Ψαρρά. Κανονική εισβολή.
• Εκεί πάνω έτυχε να δω ένα ντοκιμαντέρ για τον Κουν με σκηνές από μαθήματα στο Υπόγειο, που μου έμοιαζε πολύ πιο σκοτεινό από το καθαρό Εθνικό. Τότε ακόμα, τη δεκαετία του '90, το δίπολο Εθνικό - Τέχνης ήταν πολύ έντονο. Αμέσως μετά είδα και την πρώτη μου παράσταση στο Υπόγειο και είπα: «Εγώ εδώ θέλω να έρθω». Έδωσα στο Εθνικό, πέρασα τις πρώτες εξετάσεις, αλλά δεν έδωσα καν στις δεύτερες. Πήγα στο Τέχνης και ήταν δύο χρόνια συγκλονιστικά, κυρίως ως προς τη σχέση μου με το ίδιο το θέατρο. Τελειώνοντας το πρώτο έτος έπαιξα στην Επίδαυρο στους Όρνιθες, ενώ ήδη από τα μισά της χρονιάς δούλευα στο Τέχνης, σιδερώνοντας κοστούμια του Τσαρούχη και διάφορα άλλα άσχετα με την υποκριτική, αλλά τόσο σχετικά με αυτό που αντιλαμβάνομαι εγώ ως «κόσμο»: να μπαινοβγαίνω στις αποθήκες, να βρίσκω αντικείμενα, μια εξερεύνηση μέσα σε κόσμους τρομερούς. Την επόμενη χρονιά πήρα πρωταγωνιστικό ρόλο στο έργο του Καμπανέλλη Μια συνάντηση κάπου αλλού.
• Βλέπω παραστάσεις του Λευτέρη Βογιατζή και παθαίνω ολοκληρωτική ταραχή. Δεν νομίζω να έχω πάθει έκτοτε τόσο μεγάλη πλάκα βλέποντας ένα θέαμα. Όταν, λοιπόν, ήταν να παίξω στον Καμπανέλλη, ζήτησα να καλέσουν στην πρεμιέρα τον Λευτέρη. Μου λένε «δεν έρχεται σε πρεμιέρες» κι εγώ επιμένω: «Εσείς καλέστε τον και αν έρθει, ήρθε». Και ήρθε. Μιλήσαμε λίγο στο πλαίσιο του τυπικού. Το ίδιο διάστημα ετοίμαζε με πολύμηνες πρόβες τη Νύχτα της κουκουβάγιας και στο τέλος του Μαΐου την ανεβάζει για 20 μέρες. Είναι sold out, αλλά εγώ βρίσκω τρόπο, αγοράζω εισιτήριο και πηγαίνω. Πάω στο καμαρίνι του να του δώσω συγχαρητήρια και μου λέει: «Κάτσε, περίμενέ με λίγο, πάω να δώσω παρατηρήσεις στους ηθοποιούς». Περνάνε 45 λεπτά κι έρχεται και μου λέει: «Ο Γεράσιμος Γεννατάς, που παίζει δύο ρόλους στην παράσταση, θα φύγει του χρόνου στο Εθνικό. Θέλεις να τους κάνεις εσύ;». Κι έτσι έφυγα από το Θέατρο Τέχνης, γιατί δεν επιτρεπόταν να παίζεις σε παραστάσεις εκτός του θεάτρου. Όλα αυτά χάρη σε ένα μεγάλο βέλος. Ήμουν πολύ αποφασισμένος. Δεν αισθανόμουν θρασύς, ούτε καν ότι είχα το θάρρος να τα κάνω αυτά, αλλά είχα τεράστια ανάγκη, ήθελα πάρα πάρα πολύ να το κάνω, το ήθελα σαν τρελός.
• Συγκρούστηκα πολύ με τον Λευτέρη όμως. Είχα πολύ έντονο χαρακτήρα και με φόρα και δεν μπορούσα να δεχτώ καμία καταπίεση. Μπορούσα να δεχτώ να δουλεύω σαν σκύλος, αλλά την έννοια της προσωπικής επέμβασης στον ψυχισμό δεν μπορώ να τη δεχτώ ως τρόπο. Είχε πάρα πολύ χρήσιμα πράγματα, θα συνέχιζα να βλέπω παραστάσεις του, αλλά δεν θα ξαναδούλευα μαζί του. Τσακωθήκαμε πάρα πολύ άσχημα, δεν μιλάγαμε για τρεις μήνες. Δεν μου μίλαγε ούτε επάνω στη σκηνή –αυτό ήταν το ζητούμενό μου– ούτε έξω από αυτήν. Προς τιμήν του, όμως –γιατί ήταν πολύ σημαντική περίπτωση, δεν είναι απλό να μιλήσει κανείς για τον Λευτέρη–, το ίδιο καλοκαίρι μού έκλεισε ο ίδιος ένα σεμινάριο, με δικά του έξοδα, κι εγώ από αντίδραση δεν πήγα. Μου έκανε πρόταση έκτοτε τέσσερις φορές. Δεν πήγα ποτέ.
• Η πρώτη μου επαφή με την τηλεόραση έγινε μετά από τεράστια επιμονή του Κώστα Φαλελάκη και του Μηνά Χατζησάββα που έπαιζαν στον «Κόκκινο Κύκλο» του Πάνου Κοκκινόπουλου. Με ψήνει ο Κώστας να συναντήσω τον Κοκκινόπουλο και μου δίνει να παίξω ένα επεισόδιο βασισμένο στην υπόθεση Σεχίδη. Αυτό συνάντησε το «σκοτεινό» μου κομμάτι. Πρώτη φορά με κάμερες, με τόσους ανθρώπους, και είπα «είμαι ευτυχισμένος».
• Έκτοτε, δεν υπάρχει τίποτα που να μην έχω κάνει – μόνο επιθεώρηση. Αν υπήρχε, θα την είχα κάνει και με μεγάλο ζήλο, γιατί με ενδιαφέρει πολύ. Κυρίαρχο για μένα ήταν πάντα η συνάντηση με το αντικείμενο και όχι υπό όρους. Μου προτείνεις αυτό και μου αρέσει; Δεν υπάρχει τίποτε άλλο που να πρέπει να εξετάσουμε. Μοιάζει όλο σωστό, αλλά δεν μου αρέσει; Δεν το κάνω.
• Έχουμε ως λαός κάποια κατάλοιπα εμφυλιοπολεμικά, μιας μεγάλης ανάγκης για ταυτότητα, θέση και πλευρά με την έννοια «με ποιους είσαι». Ένα πολύ μεγάλο ζήτημα στην ελληνική κοινωνία και εντελώς ανεξάρτητο από το θέατρο. Το οποίο, όμως, όπως όλα τα μεγάλα ζητήματα που βασανίζουν μια κοινωνία, επηρεάζει βαθιά και το θέατρο, ακόμα και το δίπολο Τέχνης - Εθνικό ή αυτό που λέμε «εμπορικό» και «μη εμπορικό». Αυτό εμένα από πολύ νωρίς, ήδη από την εφηβεία μου, ήταν πολύ καθαρό ότι δεν μπορούσε επ' ουδενί να με εκφράζει. Δεν αντέχω, πνίγομαι στην ιδέα ότι πρέπει να επιλέξω μία πλευρά. Ότι πρέπει δηλαδή να αποφασίσει κάποιος άλλος για μένα –γιατί επιλέγοντας πλευρά σημαίνει ότι πας σε κάτι που ήδη υφίσταται– σε ποιους δρόμους θα κινούμαι. Ο μόνος δρόμος που έβλεπα, και συνεχίζω να βλέπω ακόμα και τώρα, είναι το πού σου κάνει κέφι, πού πραγματικά αισθάνεσαι καλά τη στιγμή που επιλέγεις κάτι. Αυτός, λοιπόν, μπορεί, κατά τη γνώμη μου, να είναι ένας πολύ απλός τρόπος για να μη φθείρεται κανείς. Δηλαδή, το να κάνεις κάτι τολμηρό, εντελώς διαφορετικό από αυτό στο οποίο είσαι μαθημένος, επειδή παρακινήθηκες από τη γνήσια επιθυμία σου και το βλέπω στο αποτέλεσμα που βγάζεις ότι σ' αρέσει, νομίζω πως αθωώνει πλήρως οποιαδήποτε δεύτερη σκέψη. Για μένα από πολύ νωρίς, από τότε που μπήκα στην τηλεόραση, στα 22, ήδη έπαψε να υφίσταται και αυτός ο φραγμός, κατάλοιπο μιας σχολής, που επίσης οφείλεται σε αυτή την εμφυλιοπολεμική διάσταση του διλήμματος «τηλεόραση ή θέατρο».
• Γι' αυτό στέκομαι στην παράσταση Τα μωρά τα φέρνει ο πελαργός. Γιατί ήταν η πρώτη μου συνάντηση με αυτό τον κόσμο, με την Καβογιάννη, την Κωνσταντίνου, τον Κόκλα, τον Αντωνόπουλο, με το δίδυμο Ρέππα-Παπαθανασίου. Συναντιέμαι με την κωμωδία και παίρνω και βραβείο. Ένα θαύμα, με την έννοια ότι παίζεις πινγκ-πονγκ με το κοινό. Αργότερα, το Σώσε, που ονομάσαμε Σαρδέλες με σαρδάμ με τον Αντώνη Καλογρίδη, ένα από τα σημαντικότερα έργα που έχουν γραφτεί στον χώρο της κωμωδίας, όλη η απελπισία αυτών των υπάρξεων στην πιο κωμική τους εκδοχή.
• Στην Άλκηστη η Κατερίνα Ευαγγελάτου έκανε μια τρομερή ανάγνωση του έργου με τον πιο αδυσώπητο τρόπο. Γι' αυτό προκύπτει και μεγάλη δόση κωμωδίας, πικρής και σκληρής, γιατί ακριβώς έχουν διαβαστεί πολύ σωστά όλα αυτά που περιλαμβάνει το κείμενο. Δύο άντρες που τσακώνονται πάνω από το πτώμα μιας γυναίκας λέγοντας «φταις εσύ, δεν φταίω εγώ» και τελειώνουν βρίζοντας ο ένας τον άλλον, «στ' ανάθεμα να πας». Μοιάζει με διασκευή, αλλά είναι κατά λέξη μετάφραση. Είναι τόσο σύγχρονο έργο! Ένας συγγραφέας που μπαίνει μέσα σε όλα τα πράγματα και τσαλαπατάει σε όλα τα είδη, αυτό είναι ο Ευριπίδης. Δεν θεωρώ ότι το μετατρέψαμε σε κωμωδία, γιατί έχει και πάρα πολλά σκοτεινά σημεία η παράσταση. Και πολύ δραματικά και πολύ δύσκολα ψυχικά. Αλλά φωτίστηκε όλη αυτή η αντιφατικότητα μεταξύ γελοίου και τραγικού.
• Εκτός από την ανάγκη μου να συναντηθώ με όσα τελικά συναντήθηκα, ποτέ δεν έβλεπα κάτι που να θέλω να συμβεί στο μέλλον. Κανένα από τα πράγματα που έκανα δεν ήταν αποτέλεσμα στόχου πραγματικού. Είχαν να κάνουν με τη σύνδεσή μου με αυτήν τη δουλειά, στην οποία αναγνωρίζω τον εαυτό μου όσο πουθενά αλλού. Μέσα σε αυτό τον πλαστό κόσμο αισθάνομαι βολικότερα απ' οπουδήποτε αλλού. Αυτό είναι πάντοτε πάνω από οποιονδήποτε μικρό στόχο μπορεί να βάλει κανείς κι εγώ δεν έχω καν στόχους. Η ανάγκη μου ήταν πάντα να μπορώ να συναντηθώ με αυτόν το χώρο στο πιο ευρύ του φάσμα, χωρίς εμπόδια.
Ιnfo:
Ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος πρωταγωνιστεί στην «Άλκηστη» του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία Κατερίνας Ευαγγελάτου (11 Σεπτεμβρίου στην Ελευσίνα, στο Παλαιό Ελαιουργείο, και 18 Σεπτεμβρίου στο Θέατρο Βράχων) καθώς και στον «Αμύντα» του Γεωργίου Μόρμορη, σε σκηνοθεσία Σπύρου Α. Ευαγγελάτου και αναβίωση αυτής από την Κατερίνα Ευαγγελάτου (26 Σεπτεμβρίου, Ωδείο Ηρώδου Αττικού).