«Ο μήνας της ανθοφορίας τελείωσε. Τα φρούτα μαζεύτηκαν/Φαγώθηκαν ή σάπισαν. Είμαι ολόκληρη στόμα. Οκτώβρης, ο μήνας της αποθήκευσης./[...] Αυτό το υπόστεγο, μουχλιασμένο σαν στομάχι μούμιας:/Παλιά εργαλεία, χερούλια και σκουριασμένοι χαυλιόδοντες./[…] Είμαι σαν στο σπίτι μου εδώ, ανάμεσα στα νεκρά κεφάλια.[…] Άσε με να καθίσω μέσα σ’ ένα ανθοδοχείο/Οι αράχνες δεν θα το προσέξουν./Η καρδιά μου κομμένο γεράνι. […] Ω η ομορφιά της συνήθειας!/Οι πορτοκαλιές κολοκύθες δεν έχουν μάτια./Τούτοι οι διάδρομοι γεμάτοι γυναίκες που νομίζουν πως είναι πουλιά.» (Ποίημα Γενεθλίων). Γράφει κάθε ξημέρωμα όταν τα παιδιά κοιμούνται. Και ένα πρωινό (Φεβρουάριος 1963) ανοίγει το παράθυρο του δωματίου τους, αφήνει ψωμί και τις κούπες με το γάλα τους δίπλα στις ψηλές κούνιες, μολονότι ο μικρός γιος της ο Νικ ήταν μόλις δεκατριών μηνών και, άρα, πολύ μικρός για να φάει μονάχος.«Στην αγκαλιά σου σαν αρκουδάκι, ο νέος σου γιος/Μόνο λίγες βδομάδες στην αθωότητά του./Η Μητέρα και το βρέφος, όπως σε Άγια Εικόνα./Και δίπλα σου, χαμογελώντας σου,/Η κόρη σου, ούτε δυο ετών./Σαν ασφόδελος στρέφεις το κεφάλι σου σ΄ εκείνη/ Λέγοντάς της κάτι. Τα λόγια σου χάθηκαν στη φωτογραφική μηχανή. (Τεντ Χιουζ, Γράμματα γενεθλίων, μτφ. Γ. Αντιόχου). Υστέρα, παραχώνει πετσέτες και πανιά κάτω από τις πόρτες του υπνοδωματίου και της κουζίνας και στερεώνει κολλητική ταινία στις γωνιές της πόρτας. Όλα έγιναν πολύ σχολαστικά. Δίπλωσε ένα πανί για να ακουμπά το κεφάλι, άνοιξε όλους τους διακόπτες του γκαζιού κι έχωσε το κεφάλι της στο φούρνο. Ήταν φανερό ότι τούτη η απόπειρα αυτοκτονίας δεν είχε σκοπό να αποτύχει. «Η γυναίκα έχει τελειοποιηθεί. Το νεκρό κορμί της ντυμένο με το χαμόγελο της εκπλήρωσης. Η ψευδαίσθηση μιας ελληνικής αναγκαιότητας ρέει στις πτυχές της τηβέννου της. Τα εκτεθειμένα της πόδια φαίνονται να λένε: ως εδώ φτάσαμε, αρκεί.» γράφει μερικές μέρες πριν. Γεννημένη στη Βοστώνη το 1932, από εξόριστο πατέρα γερμανό ναζιστή και μητέρα εβραϊκής καταγωγής, η Πλαθ μεγαλώνει σε ένα μεσοαστικό περιβάλλον μητριαρχικής κυριαρχίας και πειθαρχίας και εκδίδει το πρώτο της ποίημα στην άγουρη ηλικία των οκτώ ετών. Εκείνη την περίοδο θα χάσει τον πατέρα της. Σιγά-σιγά χτίζει την φιγούρα μιας υποδειγματικής κόρης συλλέγοντας άριστα και διακρίσεις. Φοιτεί στο Smith College και το καλοκαίρι του τρίτου έτους («το παράξενο και αποπνικτικό καλοκαίρι που οι Ρόζενμπεργκ πέθαναν στην ηλεκτρική καρέκλα») επισκέπτεται τη Νέα Υόρκη έχοντας κερδίσει στον διαγωνισμό του περιοδικού «Mademoiselle». Μια απόρριψη από το Harvard μαζί με μια υπερβάλλουσα ευαισθησία θα την οδηγήσουν στην πρώτη απόπειρα αυτοκτονίας. Η θεραπεία της εποχής περιλαμβάνει απανωτά ηλεκτροσόκ, ωστόσο θα αναρρώσει για να επιστρέψει δριμύτερη και να αποφοιτήσει «summa cum laude» από το Smith. Περιπέτεια την οποία θα περιγράψει αργότερα στην αυτοβιογραφική νουβέλα «Γυάλινος κώδων» (The Bell Jar), που πρωτοδημοσιεύεται με ψευδώνυμο (Victoria Lucas) για να μη διαβαστεί από τη μητέρα της, μόλις ένα μήνα πριν τον θάνατό της. Ο Γυάλινος Κώδων, ένα γυάλινο δοχείο σε σχήμα κουδουνιού με συμπιεσμένο αέρα, χρησιμοποιείται ως εργαλείο εργαστηρίου για την απόδειξη πως για τη μετάδοση του ήχου απαραίτητη είναι η μεσολάβηση του αέρα. Αποκομμένος κανείς από τον έξω κόσμο και ασφυκτιώντας εσώκλειστος στη γυάλα σαν πειραματόζωο, είναι καταδικασμένος να βλέπει από τη διαφάνεια την πραγματικότητα, αδυνώντας ωστόσο να συμμετάσχει σε αυτήν, καθώς τόσο η δική του φωνή όσο και οι φωνές των άλλων εμποδίζονται όλες από το γυαλί. «Έπιασα τις σελίδες του βιβλίου και τις ξεφύλλισα αργά μπροστά μου. Λέξεις αμυδρά οικείες μα όλες κάπως διαστρεβλωμένες, σαν πρόσωπα μπροστά σε παραμορφωμένο καθρέφτη, πέρασαν χωρίς ν' αφήσουν το παραμικρό αποτύπωμα στη γυάλινη επιφάνεια του μυαλού μου» (σελ. 157), σκέφτεται η νεαρή ηρωίδα Έστερ καθώς διαβάζει το Finnegans Wake, το τελευταίο έργο του Τζέιμς Τζόις, κατά τα πρώτα στάδια της άυπνης θλίψης της.«Γι’ αυτόν που βρίσκεται μέσα στον γυάλινο κώδωνα, άδειος κι ακινητοποιημένος σαν νεκρό μωρό, ο ίδιος ο κόσμος είναι το κακό όνειρο» (Ο γυάλινος κώδων, μετάφραση Ελένη Ηλιοπούλου, εκδόσεις Μελάνι, Οκτώβριος 2007). Οι λέξεις της μέσα από το ποιητικό παιχνίδισμά τους μεταμορφώνονται σ’ έναν πραγματικό «γυάλινο κώδωνα». Γράφει χαρακτηριστικά προς το τέλος του βιβλίου: «Πώς ήξερα ότι κάποια μέρα -στο κολέγιο, στην Ευρώπη, κάπου οπουδήποτε- ο γυάλινος κώδων, με τις ασφυκτικές του παραμορφώσεις, δεν θα μ' έκλεινε ξανά μέσα του;» (σελ. 299). Το 1955 φοιτεί στο Κέιμπριτζ, όπου γνωρίζει τον βρετανό ποιητή Τεντ Χιουζ, τον μοναδικό άντρα που συνάντησε και αισθάνθηκε πως «αξίζει να τον ανταγωνιστ[εί] και να εί[ν]αι ίση του». «Οταν μου φίλησε τον λαιμό, τον δάγκωσα για ώρα και με δύναμη στο μάγουλο και όταν βγήκαμε από το δωμάτιο αίμα έτρεχε στο πρόσωπό του» έγραψε σχετικά. Παντρεύονται, ζουν στη Βρετανία και μετά στη Βοστώνη, όπου η Πλαθ παρακολουθεί σεμινάρια ποίησης από τον Robert Lowell. Επηρεασμένη βαθιά από την εξομολογητική ποίηση του Lowell αλλά και του Theodore Roethke, θα χρησιμοποιήσει στα έργα της τον ίδιο της τον εαυτό χωρίς ωστόσο να αντιγράφει. O Lowell πρώτος χρησιμοποιήσει τον εαυτό του ως μέσο για να εκφράσει την εσωτερικότητα που του έτρωγε τα σωθικά και να εκπληρώσει την επιθυμία του για ένα πνευματικό αγκυροβόλιο με στόχο να διδάξει. Ο Roethke ξεγυμνώνει τον εαυτό του ώστε να βρει την απαρχή της πρωτόγονης φύσης του ανθρώπου και να ξεκινήσει έτσι το εσωτερικό ταξίδι προς τον ίδιο ως μέρος της φυσικής τάξης πραγμάτων. Η Σύλβια Πλαθ, ωστόσο, δεν χρησιμοποιεί τον εαυτό της ούτε για να ανακαλύψει το παρελθόν ούτε για να διδάξει το μέλλον, αλλά για να μπορέσει απλώς να αντιμετωπίσει τη σκληρότητα της ζωής στο παρόν και να υπερνικήσει τον θάνατο. Το ζευγάρι Χιουζ-Πλαθ θα διδάξει στα κολέγια Amherst και Smith, αλλά τελικά αποφασίζει να επιστρέψει στο Λονδίνο για να αφοσιωθεί στην ποίηση. Το 1960 γεννιέται το πρώτο τους παιδί σχεδόν παράλληλα με την κυκλοφορία της πρώτης ποιητικής συλλογής της Πλαθ «The Colossus». Είναι δύσκολο για αυτήν να αγνοεί τις δυσκολίες της οικογενειακής ζωής, η ανεξαρτησία και η μητρότητα σαρώνουν την ήδη ασταθή ισορροπία της και η ιδιοφυΐα της γίνεται από χάρισμα κατάρα. Στα 30 της έχει ήδη δύο παιδιά μα μόνο ένα βιβλίο δημοσιευμένο. Το 1962 ο Χιουζ την εγκαταλείπει για μια άλλη γυναίκα και εκείνη επιστρέφει συντετριμμένη στο Λονδίνο. Ο χειμώνας είναι δριμύς, η απουσία του συζύγου τής φέρνει πιο έντονα στον νου τον γερμανό πατέρα που δεν έζησε. «Μπαμπά, έπρεπε να σε σκοτώσω / πέθανες πριν προλάβω». Καθημερινά οδηγείται πιο κοντά στην αυτοκαταστροφή, και τα γραφτά της αν και οδυνηρά, λάμπουν. Σύντροφος, επιμελητής, δεσμοφύλακας, ελεγκτής της; Όπως και αν έχει, η ύπαρξη και το έργο της Πλαθ συνυφαίνονται άρρηκτα με τον ποιητή. Ελεγκτής της λογοτεχνικής της κληρονομιάς, ακόμη και μετά θάνατον, ο Χιουζ θα δημοσιεύσει επιλεκτικά τις συλλογές «Ariel», «The Collected poems» και θα εξαφανίσει πολλές σελίδες από τα ημερολόγια της ποιήτριας. Ίσως δεν είναι τυχαίο ότι και η επόμενη γυναίκα του θα δώσει τέρμα στη ζωή της με τον ίδιο τρόπο. Όσο για τον ίδιο, επί 35 χρόνια θα σιωπά, θα λαμβάνει διακρίσεις και βραβεία, και το 1998, λίγο πριν τον θάνατό του θα εκδώσει το πιο προσωπικό βιβλίο του, τις «Γενέθλιες επιστολές». «Να ‘σαι, με όλη σου την αθωότητα/Καθισμένη ανάμεσα στους ασφόδελούς σου/Σαν σε φωτογραφία στημένη με τον τίτλο «Αθωότητα». θα γράψει για χάρη της. «Ξέρεις τι είναι ένα ποίημα, Έστερ;» ρωτάει η Πλάθ το alter ego της στον Γυάλινο Κώδικα. «Ένας σβόλος χώμα. Τότε, πάνω που θ’ άρχιζε να χαμογελάει και να κορδώνεται, εγώ θα έλεγα: Το ίδιο και τα πτώματα που πετσοκόβεις. Το ίδιο και οι άνθρωποι που νομίζεις ότι θεραπεύεις. Είναι χώμα και τίποτε άλλο. Θαρρώ ότι ένα καλό ποίημα ζει περισσότερο απ’ ό,τι εκατό απ’ αυτούς τους ανθρώπους μαζί» (σελ. 74). Για να συνεχίσει «Πήρα μια βαθιά ανάσα κι αφουγκράστηκα τον παλιό κομπασμό της καρδιάς μου. Υπάρχω, υπάρχω, υπάρχω» (σελ. 301-302). Τρεις φορές επαναλάβετε παρακαλώ κάθε πρωί μπροστά στον καθρέφτη για να θυμάστε την ύπαρξη του βίου σας". Victory Call.
Η Sylvia Plath παίρνει συνέντευξη από την Elizabeth Bowen για το περιοδικό Mademoiselle (καλοκαίρι του 1953). Φωτ. Lilly Library, Smith College.
Η Sylvia Plath στον κοιτώνα της στο Smith College. Αριστ. : στο Παρίσι το 1956.
Η Sylvia Plath διαβάζει το ποιημά της A Birthday Present. Μουσική των Cure (από την σπάνια κασέτα τους "Lost Wishes").
Yorkshire, 1957.
Στο εξοχικό της Betsy Powley Wallingford (1947). East Colrain, Massachusetts (αρχείο Betsy Powley Wallingford).
Με την Marcia Brown. Francestown, New Hampshire. Φεβρουάριος του 1951.
Αριστερά : το υπνοδωμάτιο της Sylvia Plath.
Η Sylvia Plath με την Elizabeth Cantor. Nauset Beach, Cape Cod, 1952.
Ted Hughes, Sylvia Plath, την πρώτη χρονιά του γάμου τους, το 1956. Rare Book Room, Smith College.
Αριστ. : Το σπίτι της Sylvia Plath και του Ted Hughes. Court Green, North Tawton, Devon. Δεξιά : στο Παρίσι αμέσως μετά το ταξίδι του μέλιτος που έκαναν στο Benidorm της Ισπανίας το 1956. Rare Boom Room, Smith College.
Concord, Massachusetts, Δεκέμβριος του 1959. Faber Books.
Με την κόρη της Frieda.
Η Sylvia με τα δυο παιδιά της, τη Frieda και τον Nicholas, το 1962. Φωτ. Siv Arb.
Με την Frieda και τον Nicholas.
Η Assia Wevill. Πάνω δεξιά : η Assia Wevill με την κόρη της Shura και τον Ted. Αυτοκτόνησε μαζί με την κόρη της το 1969, έξι χρόνια μετά την Sylvia Plath.
Ο Ted Hughes με την Frieda και τον Nicholas μετά τον θάνατο της Sylvia Plath.
Ο Nicholas με τον πατέρα του, στην κηδεία του πατέρα του και στην Αλάσκα, έξω από το Institute of Arctic Biology όπου εργαζόταν. Αυτοκτόνησε το 2009.
Η ποιήτρια και ζωγράφος Frieda Hughes, κόρη της Sylvia Plath και του Ted Hughes, φωτογραφημένη στη Νέα Υόρκη για το Life από τον Ted Thai (Οκτώβρης του 1998).
Το Νοέμβρη του 2011, η Mayor Gallery του Λονδίνου παρουσίασε για πρώτη φορά 44 σχέδια της Sylvia Plath από το 1955, την εποχή που σπούδαζε ζωγραφική στο Smith College. Τα σχέδια παραχωρήθηκαν από την Frieda Hughes. Της τα είχε αφήσει ο πατέρας της λίγο πριν πεθάνει.
Φωτ. Thinmac, Brittney, Sarah Ann Loreth.
Halloween. Robin, Genie, "Sylvia Plath".
Sylvia (2003), αγγλική ταινία της Christine Jeffs με την Gwyneth Paltrow και τον Daniel Craig.
Sylvia.
23 Fitzroy Road, London. Το σπίτι όπου, στις 11 Φεβρουαρίου του 1963, η Sylvia Plath έβαλε τέλος στη ζωή της.
σχόλια