Ήταν μια Αθήνα ειδυλλιακή. Μια ήσυχη, πανέμορφη πόλη με μονοκατοικίες, αυλές, δέντρα, υπέροχα νεοκλασικά και αμέτρητους χωματόδρομους. Σε έναν χωματόδρομο του Κολωνακίου, στην οδό Τσακάλωφ 26, σε ένα τετραώροφο σπίτι του 19ου αιώνα, γεννήθηκε και μεγάλωσε η Μελίνα Μερκούρη. Το σπίτι της μητέρας της Ειρήνης Λάππα, και των δύο θείων της. Ήταν δεν ήταν τεσσάρων χρονών, όταν μετά από ένα κατσάδιασμα της μάνα της κι ένα σκαμπίλι που έφαγε, μάζεψε λιγοστά πράγματα σε ένα μικρό ντορβά και κίνησε να πάει στου παππού της Σπύρου Μερκούρη. Τον δήμαρχο της Αθήνας, αγαπητό σε όλους τους Αθηναίους, που εκείνα τα χρόνια, μέσα της δεκαετίας του ’20, αριθμούσαν λιγότερους από 300.000.
Η Μελίνα, λοιπόν, από μικρό παιδάκι απέδειξε τον ατίθασο χαρακτήρα της αλλά και το ανεξάρτητο πνεύμα της. Κάτι που της το καλλιέργησε η απόλυτη σχέση του παππού της μαζί της, ο οποίος, έχοντας χάσει μια κόρη σε νεανική ηλικία, έβλεπε στο πρόσωπο της χαρισματικής εγγονής, πρωτότοκης κόρης του γιου του Σταμάτη, την αγαπημένη δική του κόρη που χάθηκε μικρή. Ανέβαιναν στην άμαξα για βόλτα και καθώς διέσχιζαν τη γοητευτική πρωτεύουσα εκείνης της χαρισάμενης εποχής, της εμφυσούσε μια παθιασμένη αγάπη για την Αθήνα. Στο σπίτι του στην οδό Κανάρη 9 οι πόρτες ήταν πάντα ανοιχτές για τους πάντες. Πολιτικοί, φίλοι, ακαδημαϊκοί, πλούσιοι, φτωχοί, άντρες, γυναίκες, παιδιά, όλοι όσοι ήθελαν κάτι από τον δήμαρχο περνούσαν το κατώφλι του χωρίς ειδική άδεια. Και στο τεράστιο στρογγυλό τραπέζι της σάλας ήταν καλοδεχούμενοι όσοι βρίσκονταν την ώρα του φαγητού εκεί. Δεξιά του Μερκούρη καθόταν πάντα η πολυαγαπημένη του εγγονή. Έτσι, δίπλα του και μέσα σ’ εκείνο το σπίτι, η Μελίνα έμαθε να συναναστρέφεται κάθε λογής ανθρώπους, από τους πιο ισχυρούς μέχρι τους πιο ταπεινούς. Κι αυτό την ακολούθησε σε όλη της τη ζωή. Ίσως, μάλιστα, αυτό να ήταν και το πραγματικό, το μεγαλύτερό της ταλέντο. Το απίστευτο επικοινωνιακό της χάρισμα, η ικανότητα να συνομιλεί και να συναναστρέφεται τόσο αντιφατικούς μεταξύ τους ανθρώπους, νιώθοντας όμως το ίδιο άνετα, την ίδια εξοικείωση, είτε βρισκόταν μέσα σε παλάτι είτε στις φτωχογειτονιές του Πειραιά, όταν ώριμη πια εκπροσώπησε ως βουλευτής την πιο υποβαθμισμένη περιοχή του λιμανιού.
Από τις χειρότερες μαθήτριες στο σχολείο, περνούσε τις τάξεις με χίλια ζόρια, συχνά με το σπρώξιμο του παππού. Έβρισκε το μάθημα τρομερά πληκτικό και της ήταν αδύνατον να αφοσιωθεί στη διδασκαλία και στο διάβασμα. Αντιθέτως, ονειροπολούσε. Ονειρευόταν ότι μια μέρα θα γινόταν ηθοποιός κι έτσι διάβαζε πολύ θέατρο, όπως και πολλή ιστορία.
Γιατί από την παιδική ηλικία και μέχρι την ωριμότητά της λες και μεσολάβησε μια ολόκληρη περίοδος προετοιμασίας και εκπαίδευσής της στον ανθρώπινο πολιτισμό, που εν τέλει, στον κολοφώνα της πολιτικής της καριέρας, θα απέδιδε σημαντικούς καρπούς.
Από τις χειρότερες μαθήτριες στο σχολείο, περνούσε τις τάξεις με χίλια ζόρια, συχνά με το σπρώξιμο του παππού. Έβρισκε το μάθημα τρομερά πληκτικό και της ήταν αδύνατον να αφοσιωθεί στη διδασκαλία και στο διάβασμα. Αντιθέτως, ονειροπολούσε. Ονειρευόταν ότι μια μέρα θα γινόταν ηθοποιός κι έτσι διάβαζε πολύ θέατρο, όπως και πολλή ιστορία. Μορφωνόταν με τον δικό της τρόπο για όλα εκείνα που την ενδιέφεραν και δεν την έκαναν να πλήττει. Ήταν, όμως, αδύνατον να πειστεί η οικογένειά της των πολιτικών να την αφήσει να ανέβει στο σανίδι. Άλλες ήταν οι προσδοκίες της τάξης τους, τόσο από την πλευρά της μάνας Λάππα, με αδέλφια έναν ναύαρχο κι έναν διπλωμάτη, όσο και από την άλλη, των Μερκούρηδων, με τον πατέρα φιλοβασιλικό βουλευτή που βρισκόταν στην εξορία επειδή αντιτάχθηκε στην δικτατορία του Μεταξά. Στο μεταξύ, οι γονείς είχαν χωρίσει, αλλά κοινή συναινέσει.
Μέχρι που εμφανίστηκε ως από μηχανής θεός ένας άντρας. Ο Παναγής Χαροκόπος ήταν καμιά δεκαπενταριά χρόνια μεγαλύτερός της, πράγμα φυσιολογικό εκείνη την εποχή, οικονομικά πανίσχυρος και ως απόφοιτος του Κέμπριτζ ιδιαίτερα καλλιεργημένος και ελεύθερο πνεύμα. Ταυτόχρονα, τρομερά ερωτευμένος μαζί της. Το πρώτο πράγμα που του ζήτησε για να τον παντρευτεί (γιατί ήταν δική της η απόφαση) ήταν να την αφήσει να παίξει στο θέατρο. Εκείνος συμφώνησε, και μάλιστα με μεγάλη του χαρά! Όχι μόνο αυτό, αλλά της πρότεινε να ζήσουν στο εξωτερικό, αν ήθελε να κάνει καριέρα υψηλών στόχων. Στο Παρίσι ή στο Λονδίνο, όπου ήθελε! Εκείνη ήθελε την Αθήνα, την πόλη που λάτρευε. Παντρεύτηκαν κρυφά, χωρίς τη συγκατάθεση της οικογένειάς της, σ’ ένα χωριό κοντά στην Καλαμάτα. Εγκαταστάθηκε μαζί του σε ένα από τα πολυτελέστερα ρετιρέ της πόλης, Ακαδημίας 4, και με τη συνδρομή του φίλου της Δημήτρη Χορν μπήκε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου.
Η οικία του ζεύγους Χαροκόπου, χάρη στη Μελίνα, έγινε ένα ανοιχτό για όλους σπίτι, σαν εκείνο του Σπύρου Μερκούρη. Μπαινόβγαιναν οι πάντες –με σχετική δυσφορία από την πλευρά του οικοδεσπότη, η αλήθεια είναι– και εκεί λάμβαναν χώρα μερικά από τα ωραιότερα γλέντια και τις πλέον ενδιαφέρουσες συζητήσεις της Αθήνας. Ηθοποιοί, σκηνοθέτες, διανοούμενοι, κοσμικοί και μη παρέλασαν από κει, όπου μπορούσε κανείς να πει και ν’ ακούσει τα πλέον αδιανόητα και εξωφρενικά θέματα ταμπού, που σε κανένα μεγαλοαστικό σαλόνι δεν συζητιόντουσαν. Όταν ξέσπασε ο πόλεμος και ο Χαροκόπος έσπευσε να υπηρετήσει ως αξιωματικός του Ναυτικού στην Κέρκυρα, από τον Οκτώβριο του 1940 μέχρι τον Απρίλιο του 1941 –εποχή μεγάλης δόξας και εθνικής ανάτασης χάρη στις νίκες στο αλβανικό μέτωπο, μέχρι που η Αθήνα έπεσε στα χέρια των Γερμανών–, η Μελίνα πέρασε μαζί με φίλους, φίλες, τον μικρότερο αδελφό της Σπύρο και πλήθος θεατρανθρώπων μέσα στο σπίτι εκείνο μία από τις πλέον συναρπαστικές περιόδους. Μετά ακολούθησε η σκοτεινή Κατοχή.