Για τον Ανέστο Δελιά έχουν γραφτεί και ακουστεί αρκετοί αστικοί μύθοι, ειδικά για τον αυτοκαταστροφικό τρόπο ζωής του, τη βιωματική τέχνη του και τον ολότελα άδοξο τρόπο που εγκατέλειψε τα εγκόσμια σε νεότατη ηλικία (Σμύρνη 1912 ή 1914 - Αθήνα 1944). Η αλήθεια είναι πως υπήρξε μια μοναδική περίπτωση αυθεντικού ρεμπέτη τραγουδοποιού που άφησε λίγα μεν, αλλά συγκλονιστικά τραγούδια και ταυτίστηκε με την περιβόητη Πειραϊκή Τετράδα.
Έχει σημασία ο θάνατος του Δελιά, καθώς υπήρξε ο μοναδικός ρεμπέτης που απεβίωσε από την ηρωίνη μέσα στην Κατοχή, και μάλιστα είχε εξοριστεί για το πάθος του αυτό στην Ίο. Ακόμη κι αν μπήκε νωρίς στη δισκογραφία και οι συνθέσεις του γνώρισαν την αποδοχή, η μεταξική λογοκρισία του '37 σταμάτησε βίαια τη μουσική του δραστηριότητα, με αποτέλεσμα την απόλυτη περιθωριοποίησή του. Ενδεικτικό είναι αυτό που είχε πει ο Μάρκος Βαμβακάρης για τον παλιό φίλο και συνοδοιπόρο του: «Άγγελος πεταμένος στα σκουπίδια».
Ο Δελιάς ήταν μουνόδουλος, ευαίσθητος σ' αυτό το θέμα, μπορούσε μια γκόμενα να τον κάνει ό,τι ήθελε! Είχε μπλέξει με μια περίφημη γκόμενα της εποχής, πουτάνα από τα Βουρλά, την Κούλα, που τη φωνάζανε Σκουλαρικού από τα κοσμήματα που φόραγε. Αυτή λένε πως για να τον κρατήσει κοντά της του έμαθε την ηρωίνη. Πουτάνα στην ψυχή, όμως, αφού του έβαζε πρέζα από τη μύτη, την ώρα που κοιμόταν δίπλα της.
Παραδόξως, υπάρχουν αρκετά βιογραφικά στοιχεία για τον Ανέστο Δελιά, το πραγματικό όνομα του οποίου ήταν Αναστάσιος Δέλιος − γνωστός όμως έμεινε και με τα ονόματα «Ανεστάκι» και «Αρτέμης», κυρίως από τις προσφωνήσεις των μουσικών συναδέλφων του στις σωζόμενες ηχογραφήσεις του. Οι οποίες σωζόμενες ηχογραφήσεις του είναι μετρημένες στα δάχτυλα, με πιο σημαντικές αυτές των τραγουδιών του «Το χαρέμι στο χαμάμ» (το τραγούδησαν οι πάντες σχεδόν και το τραγουδούν ακόμα ως «Μες στης πόλης το χαμάμ») του 1936 και «Ο πόνος του πρεζάκια», έναν χρόνο νωρίτερα, σπαραξικάρδιο και, δυστυχώς προφητικό.
Μες στης πόλης το χαμάμ
Ο Ανέστος Δελιάς γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1912. Ο δημοσιογράφος και ερευνητής του λαϊκού τραγουδιού Γιώργος Τσάμπρας παραθέτει ως χρονολογία γέννησής του το 1914 στο ένθετο του CD «Τα σκληρά τραγούδια περί απαγορευμένων ουσιών» («Δίφωνο», τεύχος 31, Απρίλιος 1998). Προερχόταν από μουσική οικογένεια, αφού θείος του ήταν ο βιολιτζής Μιχάλης Δέλιος και πατέρας του ο παπουτσής αλλά και σαντουριέρης Παναγιώτης Δέλιος, που έφερε το παρατσούκλι «Μαύρος Γάτος». Αργότερα, στην ηχογράφηση του τραγουδιού του «Το σακάκι» (1936), ως «Μαύρο Γάτο» προσφωνούν τον ίδιο τον Ανέστο.
Στον Πειραιά έρχονται οικογενειακώς το 1920, πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Κατ' άλλους, ο επαναπατρισμός της οικογένειας Δέλιου είχε γίνει λίγα χρόνια νωρίτερα, το 1915. Γεγονός είναι, όμως, πως ο μικρός Ανέστος μπαίνει για τα καλά στη μουσική, ασχολούμενος με την κιθάρα πρώτα και αργότερα με το μπουζούκι. Για το τελευταίο υπεύθυνος ήταν ο Μάρκος, που παρότρυνε τον Ανέστο να μάθει μπουζούκι, διαβλέποντας το μεγάλο ταλέντο του στην τραγουδοποιία. Όλα αυτά γίνονται το 1930, για να ακολουθήσει, γύρω στο 1934, η ίδρυση της «Ξακουστής Τετράδας του Πειραιώς». Στη Μάντρα του Σαραντόπουλου, στην Ανάσταση του Πειραιά, οι Μ. Βαμβακάρης, Γ. Μπάτης, Σ. Παγιουμτζής και Α. Δελιάς κάνουν τις πρώτες εμφανίσεις τους, με τον τελευταίο και νεαρότερο της παρέας να παρουσιάζει τα πρώτα του τραγούδια, μεταξύ αυτών και το «Ο πόνος του πρεζάκια». Από το ίδιο μουσικό σινάφι, μεταξύ τεκέδων, ημιπαρανομίας και χρήσης του «υπόπτου οργάνου», του μπουζουκιού δηλαδή, ο Δελιάς γνωρίζει κι άλλους ρεμπέτες, σαν τον Μπαγιαντέρα, τον Στέλιο Κηρομύτη, τον Νίκο Μάθεση ή «Τρελάκια», τον Μήτσο Καρυδάκια.
Χαρακτηριστική είναι η σωζόμενη μαρτυρία του Στέλιου Κηρομύτη για τον μουσικό Ανέστο Δελιά από τη δεκαετία του 1970:
Άκου να δεις, ο Ανέστος ήταν παιδί, ένα παιδί - κορίτσι, δηλαδή σεμνό παλικαράκι, σοβαρός, γλυκομίλητος, μήτε αισχρόλογα και αυτά. Και ομορφόπαιδο. Ναι, ήταν σαν κορίτσι απάνω στο πάλκο. Έπαιζε μπουζούκι και μπαγλαμά και τον αγαπάγαμε όλοι. Ήταν και ο πιο μικρός αυτός...
Υπάρχει και η μαρτυρία του Στέλιου Βαμβακάρη, του γιου του Μάρκου, από συνέντευξη που είχε δώσει στον γράφοντα το 2007 και που ένα μικρό μέρος της μόνο είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Η Εποχή»:
— Σας είχε μιλήσει ο πατέρας σας για τον Ανέστο Δελιά;
Τον Ανέστο τον αγαπούσε πολύ ο Μάρκος, τον είχε σαν τον μικρό αδερφάκι του και ο θάνατός του τον είχε συγκλονίσει. Μας μιλούσε για χρόνια γι' αυτόν, καθώς πίστευε πως αν έμενε στο «μαυράκι», δεν θα είχε τέτοιο τέλος. Τον έφαγε το βελόνι μ' αυτόν το διάολο που ήρθε από τη Γερμανία −λέγανε− για να γεμίσει τον Περαία και να ρημάξει τη φτωχολογιά.
— Σας είχε πει πως έμπλεξε στην πρέζα κιόλας;
Ο Δελιάς ήταν μουνόδουλος, ευαίσθητος σ' αυτό το θέμα, μπορούσε μια γκόμενα να τον κάνει ό,τι ήθελε! Είχε μπλέξει με μια περίφημη γκόμενα της εποχής, πουτάνα από τα Βουρλά, την Κούλα, που τη φωνάζανε Σκουλαρικού από τα κοσμήματα που φόραγε. Αυτή λένε πως για να τον κρατήσει κοντά της του έμαθε την ηρωίνη. Πουτάνα στην ψυχή, όμως, αφού του έβαζε πρέζα από τη μύτη, την ώρα που κοιμόταν δίπλα της. Έτσι, για πλάκα, λες να 'γραψε τον στίχο «Κι απ' τη μυτιά που τράβαγα, άρχισα το βελόνι και το κορμί μου άρχισε σιγά-σιγά να λιώνει»;
Η μαρτυρία του Στέλιου Βαμβακάρη από τον Μάρκο δένει με την παλιότερη και πιο γλαφυρή μαρτυρία του Κηρομύτη:
Έτυχε λοιπόν να γνωρίσει μια γυναίκα η οποία δεν ήξερε αυτός αν είναι πρεζού.
Διότι αυτή έπινε και ηρωίνη, έπινε και κοκαΐνη.
Διότι η κοκαΐνη έχει το ιδίωμα να σ' έχει ξύπνιο και η ηρωίνη να σε κοιμίζει.
Έπινε λοιπόν κι απ' τα δυο αυτή για να μη φαίνεται, και να μη κοιμάται και την καταλαβαίνεις.
Και τα φτιάχνει μαζί του.
Ωραία κοπέλα αυτή, να πούμε, ήθελε να τον κάνει οπαδό της.
Και πώς να τόνε κάνει;
Δεν είχε την τόλμη να του πει πιες.
Και με τι τρόπο το έκανε πρεζάκια;
Στον ύπνο.
Στον ύπνο που κοιμότανε, του έκανε ένα γιάφ- γιούφ, έτσι να πούμε, μ' ένα χαρτάκι, τόκανε σα σωληνάκι, και του τη φύσαγε στον ύπνο στη μύτη την ώρα που έκανε α.....α και έπαιρνε ανάσα.
Και έτσι, αφού τον έκανε πρεζάκια να πούμε, και έγινε θύμα της ηρωίνης, τότες εκδηλώθηκε και αυτή, ότι πίνει και γίνανε αντάμα.
Στο σημείο αυτό δανείζομαι τα λόγια του ερευνητή του ρεμπέτικου, Παναγιώτη Κουνάδη, από το ένθετο σημείωμα στη δισκογραφική έκδοση του Γιώργου Νταλάρα ''Τραγούδια με ουσίες...'' (Universal, 2008):
Τα τραγούδια των Ελλήνων που έχουν ως θέμα τις ''ουσίες'', νόμιμες και απαγορευμένες, ξεπερνούν τα δύο χιλιάδες και πέρασαν στη δισκογραφία από τις αρχές του 20ου αιώνα, στη Σμύρνη, στην Κωνσταντινούπολη, στη μακρινή Αμερική (Νέα Υόρκη, Σικάγο) και, τέλος, στην Ελλάδα, ιδιαίτερα από το 1924 και μετά, όταν άρχισαν και εδώ οι μαζικές ηχογραφήσεις (...) Από τη μέχρι τώρα έρευνα στις θεματικές των λαϊκών τραγουδιών άλλων χωρών του κόσμου, αποδεικνύεται ότι τα ''περί των ουσιών'' τραγούδια των Ελλήνων, ιδιαίτερα των απαγορευμένων, αποτελούν παγκοσμίως την πλουσιότερη αστική λαογραφία.
Ο πόνος του πρεζάκια - 1936
Ο Ανέστος Δελιάς, λοιπόν, μπαίνει με τα μπούνια στην ηρωίνη και «τραβάει κουπί» την ίδια στιγμή που τα τραγούδια του αρχίζουν ν' ακούγονται και να δισκογραφούνται: «Αθηναίισσα», «Κουτσαβάκι», «Μες στης πόλης το χαμάμ», «Πάρε ένα γυαλί και κόψε τον λαιμό σου» − τραγούδια από τον κόσμο του λούμπεν προλεταριάτου που, όπως ήταν φυσικό, ο Μεταξάς θέλησε να πατάξει, μαζί με τους δημιουργούς τους. Μέχρι την επιβολή της δικτατορίας, η ποινή φυλάκισης για τη χρήση χασίς κυμαινόταν από δύο εβδομάδες μέχρι έναν μήνα, ανάλογα με την ποσότητα την ώρα της σύλληψης. Από κει κι ύστερα, η ποινή αυξήθηκε, ενώ οι χρήστες ηρωίνης, σαν τον Δελιά, αντιμετωπίζονταν ως λεπροί και στέλνονταν στην εξορία, στο νησί της Ίου συγκεκριμένα, όπου και παρέμεναν για έναν ολόκληρο χρόνο εν είδει αποτοξίνωσης. Έτσι, το 1938 ο Δελιάς εξορίζεται στην Ίο και με τις προσπάθειες του επίσης εξόριστου ρεμπέτη Μιχάλη Γενίτσαρη καταφέρνει να αποτοξινωθεί. Επιστρέφει στον κόσμο της μουσικής με κατεστραμμένη τη σωματική και πνευματική του υγεία, απηυδησμένος από τη λογοκρισία του έργου του, αλλά βρίσκει το κουράγιο και φεύγει για λίγο καιρό στη Θεσσαλονίκη, στο σχήμα της Νταίζης Σταυροπούλου, της ερμηνεύτριας του Τσιτσάνη. Με τον γυρισμό του στον Πειραιά επανεμφανίζεται η Κούλα η Σκουλαρικού στο διάβα του και ξανακυλάει στην πρέζα, έχοντας πλήρως περιθωριοποιηθεί. Και πάλι ο λόγος στον Στέλιο Κηρομύτη από εκείνη την ανατριχιαστική μαρτυρία του:
Τον Ανέστο, τον μαζέψαμε εμείς δυο τρεις φορές, τον έκανα, του πήρα ρούχα, τούκανα μπουζούκι, τον ετράβηξα μαζί μου κανένα χρόνο, κι απάνω πούχε στρώσει,, έρχεται αυτή, έμαθε ότι έπαιζε μαζί μου- εκεί- που γύρισα από την Αλβανία φαντάρος και τούφερνε κρυφά απ' την αυλή (σ.σ. Η Κούλα η Σκουλαρικού).
Τούφερνε πρέζα.
Κι από τότε, δεν τον εζύγωνε κανείς, ήταν ρακένδυτος.
Πούλαγε τα ρούχα του.
Μόλις τούκανα κουστούμι καινούριο παλτό, μπουζούκι, τα πούλησε να αγοράσει ναρκωτικά.
Μια μέρα τον βρήκανε σε ένα καροτσάκι στο Βαρβάκειο.
Κοκάλωσε.
Είχε μελανιάσει, όλος πρήστηκε.
Και να καταλάβεις, εγώ τρεις φορές τον είχα κλείσει στο δωμάτιο, τον εφύλαγα.
Ο Γενίτσαρης τον είχε κλεισμένο.
Ο συγχωρεμένος ο Στράτος τον είχε μπάσει στο σπίτι του και τον εφυλάγανε .
Αλλά δεν μπορέσαμε να τόνε σώσουμε και πήγε έτσι
Ο τραγικός επίλογος μπαίνει το 1944, μέσα στην Κατοχή. Ο Ανέστος Δελιάς βρίσκεται νεκρός στο δρόμο, σκιά του αλλοτινού εαυτού του, πεταμένος σαν ψόφιο σκυλί, κρατώντας στα χέρια του το μπουζουκάκι του. Άλλοι λένε πως αυτό συνέβη στη Δραπετσώνα, που τότε λεγόταν Κρεμμυδαρού, και άλλοι έξω από έναν τεκέ στο Μεταξουργείο της Αθήνας. Υπήρξε η πρώτη rock' n' roll βουτιά στο θάνατο στα χρονικά του ελληνικού τραγουδιού, πολλά χρόνια πριν την έλευση του rock' n' roll και του συναδέλφου του, Παύλου Σιδηρόπουλου. Και κάτι ακόμη: Όταν πριν μερικά χρόνια η Μελίνα Σιδηροπούλου μου είχε ζητήσει να ασχοληθώ δημοσιογραφικά με την επίσημη ιστοσελίδα στη μνήμη του αδερφού της, θυμάμαι πως είχα ανασύρει ένα χειρόγραφο κείμενο του Παύλου Σιδηρόπουλου: Τα περισσότερα τραγούδια - έγραφε - που έγιναν τα μετέπειτα ''Μπλουζ του Πρίγκιπα'' βασίζονταν στην αυτοκαταστροφική αναρχική κοσμοθεωρία του Ανέστου Δελιά περί τέχνης, ζωής και θανάτου. Μία κοσμοθεωρία που σίγουρα έκοψε νωρίς το νήμα της ζωής ενός ταλαντούχου μουσικού, στερώντας από το ρεμπέτικο τραγούδι ποιος ξέρει πόσα άλλα ακατέργαστα αυτοαναφορικά και αυτοβιογραφικά διαμάντια! Σαν τον αθάνατο ''Πόνο του πρεζάκια'':
Τίποτα δεν μ' απόμεινε στον κόσμο για να κάνω, αφού η πρέζα μ' έκανε στο δρόμο να πεθάνω...
Κι έτσι ακριβώς πέθανε ο Ανέστος Δελιάς στις 31 Ιουλίου του 1944.
* Χρησιμοποιήθηκαν αποσπάσματα από μία ανάρτηση στο blog ''Το καπηλειό στα Μουδανιά'', από κείμενα των Παναγιώτη Κουνάδη - Γιώργου Τσάμπρα και από μία συνέντευξη του Στέλιου Βαμβακάρη στον Αντώνη Μποσκοΐτη (Νοέμβριος 2007)