Ένα τραγούδι μου είπε ο Μουφλουζέλης το 1976 στον δίσκο που κάναμε με τον στιχουργό Άκο Δασκαλόπουλο. Ήταν το «Ο Παναής ο Κουταλιανός» από τον κύκλο τραγουδιών «Ζωγραφιές απ' τον Θεόφιλο». Τον θυμάμαι στο στούντιο να με ρωτάει όλο ευγένεια: «Το θέλετε έτσι, κύριε Νότη;» κι εγώ του απαντούσα: «Πείτε το όπως μιλάει στην ψυχή σας, κύριε Γιώργη». Λίγο μετά, πρέπει να ήταν Χριστούγεννα εκείνης της χρονιάς, είχαμε πάει από το σπίτι του και είδαμε την απόλυτη φτώχεια. Μια παράγκα κάπου στα Τουρκοβούνια, στην οποία ζούσε ο ίδιος με τον αγαπημένο μοναχογιό του, τον Σταύρο. Είχαμε πάρει μάλιστα ως δώρο στον μικρό Σταύρο ένα ωραίο παλτουδάκι. Δεν θα ξεχάσω το τηλεφώνημα που δέχτηκα την επόμενη μέρα. «Κύριε Νότη», άκουσα τον Μουφλουζέλη να κλαίει απ' την άλλη άκρη της γραμμής, «μήπως μπορείτε να φέρετε ένα άλλο, για να μη χάσει το παιδί μου τέτοιο παλτό; Αυτό του πέφτει μεγάλο...». Με εντυπωσίασε το κλάμα του, καθώς προσπαθούσε να φανεί αξιοπρεπής. Και ο Μουφλουζέλης υπήρξε αξιοπρεπής ως άνθρωπος και ως καλλιτέχνης. Μέγιστος!
Αυτή είναι μια συνομιλία που είχα πρόσφατα με τον συνθέτη και κιθαριστή Νότη Μαυρουδή για την περίπτωση του λαϊκού δημιουργού Γιώργου Μουφλουζέλη, γνωστότερο (και χιλιοτραγουδισμένο) τραγούδι του οποίου υπήρξε το κορυφαίο «Εγώ δεν έχω βγάλει το σχολείο» (το έχουν ηχογραφήσει ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης και ο Γιώργος Νταλάρας, μεταξύ άλλων, όμως η εκτέλεση του ίδιου του Μουφλουζέλη μ' αυτήν τη «ζουληγμένη», όπως θα 'λεγε και ο Σαββόπουλος, φωνή του είναι πραγματικά ασυναγώνιστη).
Εγώ δεν έχω βγάλει το σχολείο
Δεν προξενεί εντύπωση η σύμπλευση Μουφλουζέλη και Μαυρουδή στη Lyra του Αλέκου Πατσιφά, εφόσον ο τελευταίος είχε δώσει βήμα σε πολλούς παροπλισμένους ρεμπέτες και ατόφιους λαϊκούς συνθέτες, «παντρεύοντάς» τους με νεότερους συναδέλφους τους στην εταιρεία του. Για την ακρίβεια, ο Πατσιφάς γνωρίστηκε με τον Μουφλουζέλη μέσω του Ηλία Πετρόπουλου, όταν ο σημαντικός λαογράφος και συγγραφέας διοργάνωσε στο Χίλτον την εκδήλωση-αφιέρωμα στο ρεμπέτικο τραγούδι με τίτλο «Ρεμπέτικα τραγούδια-τεκμήρια» (Μάιος 1968). Εκεί ξανάπαιξε μπροστά σε κοινό τα τραγούδια του ο Μουφλουζέλης, με αποτέλεσμα να ξεκινήσει τις συνεργασίες του και με άλλους συνθέτες λόγιους ή «μορφωμένους», όπως τους έλεγε ο ίδιος, σαν τον Νίκο Μαμαγκάκη, τον Σπύρο Σαμοΐλη και τον Νότη Μαυρουδή.
Το άλμπουμ «Το παλιό ρεμπέτικο» κυκλοφόρησε το 1972 από τη Lyra και ήταν στην ουσία ο πρώτος προσωπικός δίσκος του Μουφλουζέλη, ενός δημιουργού που δεν έγραψε πάνω από εκατό τραγούδια όλα κι όλα, τα οποία έφεραν επιρροές από τη νησιώτικη παράδοση και που αρκετά απ' αυτά είχαν κυκλοφορήσει στο παρελθόν στο όνομα άλλων. Μεγάλη αδικία αυτή, που του προξένησε πίκρα καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής του. Στον δίσκο συμπεριλήφθηκαν οι επανεκτελέσεις του «Εγώ δεν έχω βγάλει το σχολείο» και του «Βάρκα μου μπογιατισμένη», ενός γνωστού δημοτικοφανούς τραγουδιού που συχνά αναφέρεται απλά ως παραδοσιακό. Το 1974, ακόμη ένας προσωπικός δίσκος ακολουθεί με τον εύγλωττο τίτλο «Ο Μουφλουζέλης έρχεται...» – ο τίτλος ήταν έμπνευση του Πατσιφά και ενδεικτικός της πίστης που είχε στον δημιουργό. Από κει και πέρα, πάντα στη Lyra, μέχρι και το 1986 ακολούθησαν κι άλλοι δίσκοι, είτε αμιγώς προσωπικοί του είτε συμμετοχικοί, σαν το «Ρεμπέτικο Περιβόλι» (1974) των Θόδωρου Δερβενιώτη - Κώστα Βίρβου, τις «Ζωγραφιές απ' τον Θεόφιλο» (1976) των Νότη Μαυρουδή - Άκου Δασκαλόπουλου, το «Μαζί και χωριστά» (1980), με συνερμηνεύτρια των δικών του τραγουδιών τη Σοφία Διαμαντή, και το «Εδώ είμ' εγώ» (1986), με ερμηνευτή τον Θόδωρο Παπαδόπουλο και τη συμμετοχή της Ελευθερίας Αρβανιτάκη.
Λέγεται πως ο Μουφλουζέλης ήταν ένας ιδιαίτερα ευαίσθητος άνθρωπος που λάτρεψε την πρώτη του γυναίκα, την κυρία Παναγιώτα, και που όταν η δεύτερη γυναίκα του εγκατέλειψε αυτόν και το παιδί τους, ο ίδιος έγινε για τον μικρό Σταύρο πατέρας και μητέρα ταυτόχρονα, αφιερώνοντάς του κυριολεκτικά την υπόλοιπη ζωή του!
Την περίοδο της Μεταπολίτευσης ο Μουφλουζέλης συμμετείχε στην αναβίωση του ρεμπέτικου, δίνοντας συναυλίες μαζί και με τους εναπομείναντες ρεμπέτες όπως ο Ρούκουνας, ο Κηρομύτης, ο Χονδρονάκος και ο Μπαγιαντέρας. Το όνομά του άρχισε να γίνεται γνωστό σε μεγάλη ηλικία, εφόσον ήταν γεννημένος το 1912, και να χαίρει της εκτίμησης των συναδέλφων του. Τουλάχιστον, δηλαδή, σταμάτησε να γυρνά με πιατάκι τις ταβέρνες και τα κουτούκια, έχοντας πάντα δίπλα του τον μικρό γιο του, μια εικόνα που δεν απέχει πολύ απ' αυτήν του Μάρκου Βαμβακάρη, που επίσης, τέλη του '60, γυρνούσε τις ταβέρνες για τα προς το ζην με τους γιους του Στέλιο και Δομένικο.
Λέγεται πως ο Μουφλουζέλης ήταν ένας ιδιαίτερα ευαίσθητος άνθρωπος που λάτρεψε την πρώτη του γυναίκα, την κυρία Παναγιώτα (τους χώρισε ο θάνατός της μετά από 15 χρόνια μεγάλης φτώχειας αλλά και αγάπης), και που όταν η δεύτερη γυναίκα του εγκατέλειψε αυτόν και το παιδί τους, ο ίδιος έγινε για τον μικρό Σταύρο πατέρας και μητέρα ταυτόχρονα, αφιερώνοντάς του κυριολεκτικά την υπόλοιπη ζωή του!
Μια ζωή που ξεκίνησε στη Μυτιλήνη το 1912, όπως είπαμε, μέσα σε μια πάμφτωχη οικογένεια με άλλα τρία αδέρφια, πλούσια όμως σε μουσικούς ρυθμούς και ερεθίσματα. Μία τάξη του δημοτικού μπόρεσε να τελειώσει, αφού ο πατέρας του τον έβαλε να δουλέψει στην οικοδομή σε συνθήκες που δεν είχαν καμία σχέση με τις σημερινές. «Στη ζωή μου μαρτύρησα από παιδί... Ούτε στον εχτρό σου», ήταν δικά του λόγια για τα δύσκολα παιδικά του χρόνια.
Σύντομα μαγεύεται από τη σύζευξη του ρεμπέτικου με την παράδοση, τα ζεϊμπέκικα και τις τραχιές φωνές των ρεμπετών του Πειραιά. Αυτοδίδακτος στο μπουζούκι, μαθαίνει ακόμη μπαγλαμά και τζουρά. Στα 22 του μαζί με έναν κιθαρίστα φίλο του γυρνάνε τις Κυκλάδες και δίνουν παραστάσεις με δημοτικά και ρεμπέτικα τραγούδια. Το 1933, μην έχοντας άλλη επαγγελματική προοπτική, διορίζεται στη Χωροφυλακή της Σάμου, αλλά μάλλον δεν είναι... καλός στα καθήκοντά του. Του είναι δύσκολο, σύμφωνα με τον ίδιο, να κυνηγάει φτωχούς ανθρώπους για μικροπταίσματα. Κι έτσι απολύεται, αρχίζοντας να πηγαινοέρχεται τακτικά στον Πειραιά και να συναντιέται με τους άλλους ρεμπέτες.
Μέχρι το 1958 που εγκαθίσταται μόνιμα στην πρωτεύουσα, ο Μουφλουζέλης γνωρίζει τον Βαμβακάρη, τον Δελιά, τον Μπάτη. Με τον τελευταίο μάλιστα γίνονται πολύ φίλοι και δανείζεται μελωδίες του, κάτι που ποτέ δεν έκρυψε αναφορικά με την πατρότητα κάποιων πρώτων τραγουδιών του, όπως το «Πάρε, κόρη, το λουτρό σου», που ήταν στην ουσία συνδημιουργία και των δύο συνθετών. Δεν κρατάει όμως επαφές με τους ρεμπέτες. Το ζήτημα των ναρκωτικών τον απωθούσε κι έτσι, μετά τον χαμό της αγαπημένης συζύγου του, ξεκόβει οριστικά απ' την παρέα του Πειραιά. Ο Μουφλουζέλης ήταν του αλκοόλ, του ποτού, ποτέ δεν είχε σχέση με ναρκωτικές ουσίες και γι' αυτό ίσως δεν άφησε και κανένα χασικλίδικο τραγούδι. Παρ' όλα αυτά, μέχρι το τέλος μνημόνευε τους γνήσιους ρεμπέτες με τα τραγούδια τους, διαφωνώντας με την «αστικοποίηση» των τραγουδιών του Τσιτσάνη, λόγου χάριν, ή τον «εξηλεκτρισμό» αυτών του Γιάννη Παπαϊωάννου.
Πάρε κόρη το λουτρό σου
Πρώτο του τραγούδι ήταν το «Ανεβαίνω σκαλοπάτια», που όμως κυκλοφόρησε σε δισκάκι χωρίς το όνομά του. Άνθρωπος ήπιων τόνων, που απ' τη μία ίσως ποτέ να μη διεκδίκησε αυτό που δικαιωματικά του ανήκε, απ' την άλλη όμως δεν δίσταζε, με αφοπλιστική ειλικρίνεια, να ομολογεί πως τα τραγούδια ουσιαστικά είναι δάνεια από επώνυμες ή παραδοσιακές συνθέσεις. Γι' αυτό και η συμβολή του Πατσιφά στη φανέρωση της προσωπικότητάς του τη δεκαετία του 1970 υπήρξε αναμφισβήτητα καθοριστική στο έργο του! Ο ίδιος θα δήλωνε χαρακτηριστικά «ένιωσα πολύ καλά τι είναι να είσαι φουκαράς, να παίρνεις καμιά δεκάρα και να κάνεις τουμπεκί» αναφορικά με την εκμετάλλευσή του από τις εταιρείες. Σχετίστηκε επίσης με τον Απόστολο Καλδάρα και τη στιχουργό Ευτυχία Παπαγιανοπούλου – οι τρεις τους συνδέθηκαν με μεγάλη αλληλοεκτίμηση και φιλία. Μάλιστα, το τραγούδι «Ανεβαίνω σκαλοπάτια» ο Μουφλουζέλης το 'χε δώσει στον Καλδάρα και το τραγούδησε ο Καζαντζίδης και ενώ αρχικά βγήκε χωρίς το δικό του όνομα, ο έντιμος Καλδάρας απέστειλε διορθωτικό, αποδίδοντάς του τους στίχους. Κάτι που δεν συνέβη με το «Εγώ δεν έχω βγάλει το σχολείο» για τη φωνή του Μπιθικώτση, εφόσον με το έτσι θέλω ο Μπάμπης Μπακάλης είχε μπει ως συνδημιουργός. Πέραν του Πατσιφά επίσης, αυτού του διανοούμενου εταιρειάρχη, καλλιτέχνες που του φέρθηκαν καλά ήταν ο Νταλάρας και ο Χρήστος Νικολόπουλος – ελάχιστοι γνωρίζουν ότι στο θρυλικό «Ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας» του Μάνου Λοΐζου για την ταινία του Δαμιανού, τζουρά έπαιξε ο Μουφλουζέλης με τον Νικολόπουλο στο μπουζούκι. Ανατρέχω σε ένα παλιότερο αφιέρωμα μου στο «Ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας» για το LIFO.gr, όπου δίνονται στοιχεία για τη συμμετοχή του.
Η βιογραφία του Γιώργου Μουφλουζέλη κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Δωδώνη το 1978, έτσι όπως την υπαγόρευσε στον «γραμματικό» του, τον σκηνοθέτη-σεναριογράφο Φώτη Μεσθεναίο. Όταν τη διετία 1983-84 παιζόταν στην κρατική τηλεόραση το σίριαλ «Το μινόρε της αυγής» του Μεσθεναίου, ήταν εν πολλοίς βασισμένο στη βιογραφία του Μουφλουζέλη μέσα από τη φωτογραφική μνήμη του. Διότι αυτή ακριβώς η φωτογραφική μνήμη ήταν άλλο ένα προτέρημά του. Λέγεται ότι όλοι οι ερευνητές και μελετητές του ρεμπέτικου από τη δεκαετία του 1960, με βασικότερο τον Ηλία Πετρόπουλο, σ' αυτόν προσέτρεχαν για να τους θυμίσει πρόσωπα, καταστάσεις και τραγούδια.
Ο Γιώργος Μουφλουζέλης έφυγε από τη ζωή παραπονεμένος, αλλά όχι ξεχασμένος, ούτε όμως και χορτασμένος. Πρόλαβε να δει να γίνεται ένας θόρυβος γύρω από το όνομα και το έργο του, όπως και τον μοναχογιό του να μεγαλώνει σωστά. Υπήρξε μια φωνή βαριά και «λούμπεν» στο αυτί, ασύμβατη ενδεχομένως με τη φυσική του ευγένεια. Αριστερός μέχρι το τέλος, έχει πάρει σήμερα τη θέση που του αξίζει στο πάνθεον των αυθεντικών λαϊκών δημιουργών που αγωνίστηκαν καθ' όλη τη διάρκεια του βίου τους για την επιβίωση με ένα και μόνο όπλο, τη μουσική και τα τραγούδια. Ήταν ένας λαϊκός φιλόσοφος, σύμφωνα με τον Σταύρο Μουφλουζέλη. Πέθανε σε ηλικία 79 ετών και το ημερολόγιο έδειχνε 4 Αυγούστου του 1991.
Βάρκα μου μπογιατισμένη
* Χρησιμοποιήθηκαν στοιχεία και φωτογραφίες από ένα μεγάλο αφιέρωμα της ιστοσελίδας «Η Κλίκα» στον Γιώργο Μουφλουζέλη (Ιανουάριος 2010), από την ιστοσελίδα επίσης «discdogs» και από μία τηλεφωνική συνομιλία του γράφοντα με τον συνθέτη Νότη Μαυρουδή.