ΕΧΩ ΠΡΟΛΑΒΕΙ έναν κόσμο που οι πάντες έμοιαζαν να μισούν τη Γιόκο Όνο. Μπορώ να θυμηθώ ακόμα και τον Νίκο Μαστοράκη κατά την αλήστου μνήμης μεσσιανική επιστροφή του στα τηλεοπτικά πράγματα, στις αρχές της δεκαετίας του ’90, να στάζει –ως ειδικός περί την ξένη μουσική– μίσος και χολή για την «κακιά μάγισσα» που διέλυσε τους αγαπημένους του Beatles.
Ήταν η άποψη της πλειοψηφίας, παγκοσμίως και με ελάχιστες εξαιρέσεις. «Yoko Oh,no!» την αποκαλούσαν κάποιοι και αυτό ήταν το πιο ελαφρύ και κόσμιο αστείο που σερνόταν για δεκαετίες εις βάρος της, ενώ το μικρό της όνομα με το οποίο ήταν οικουμενικά γνωστή (δείγμα κορυφαίου επιπέδου διασημότητας, έστω και με αρνητική χροιά) έγινε το ανεπίσημο προσωνύμιο κάθε «πανούργας» γυναίκας που «κλέβει» έναν άντρα από τον κύκλο ή τους φίλους του μέσω κάποιας σαγηνευτικής πλύσης εγκεφάλου.
«Yes, I’m a Witch», απαντούσε σκωπτικά η ίδια, μέσω του τίτλου ενός από τα παλιότερα τραγούδια της.
Πριν από δυο εβδομάδες η Γιόκο Όνο έκλεισε αισίως τα 90 και ανήμερα των γενεθλίων της μαζεύτηκαν καμιά πενηνταριά καλλιτέχνες στο Σέντραλ Παρκ για να εορτάσουν το γεγονός σε ένα νοσταλγικό art happening που θύμιζε κάτι από ‘60s. Το τιμώμενο πρόσωπο όμως δεν μπόρεσε να παρευρεθεί.
Ακόμα όμως κι όταν είχε γίνει πλέον γνωστή η σημασία της ως πρωτοπόρου της conceptual και performance art πριν καν γνωριστεί με τον Τζον Λένον (όταν συγχρωτιζόταν και συνεργαζόταν στη σκηνή της Νέας Υόρκης με τοτέμ της μουσικής και εικαστικής πρωτοπορίας όπως ο John Cage, ο La Monte Young, ο Nam June Paik, ο Jonas Mekas, ο Merce Cunningham και ο Andy Warhol), ακόμα κι όταν είχε επανεκτιμηθεί η μουσική της συνεισφορά (με ή χωρίς τον Λένον) από τις νεότερες γενιές μουσικών και κοινού, αρχικά από κάποιους επιφανείς εκπροσώπους του post-punk και του new wave, και ακολούθως από την αφρόκρεμα του ευρύτερου εναλλακτικού φάσματος, έμοιαζε να την ακολουθεί η (βουβή έστω) αποδοκιμασία, η καχυποψία και ο μισογυνισμός μιας μεγάλης μερίδας του κοινού.
Πριν από δυο εβδομάδες η Γιόκο Όνο έκλεισε αισίως τα 90 και ανήμερα των γενεθλίων της μαζεύτηκαν καμιά πενηνταριά καλλιτέχνες στο Σέντραλ Παρκ για να εορτάσουν το γεγονός σε ένα νοσταλγικό art happening που θύμιζε κάτι από ‘60s.
Το τιμώμενο πρόσωπο όμως δεν μπόρεσε να παρευρεθεί. Η τελευταία της δημόσια εμφάνιση ήταν το 2019 στην ετήσια Πορεία των Γυναικών στο Μανχάταν, όπου συμμετείχε καθισμένη σε αναπηρικό αμαξίδιο. Δύο χρόνια πριν είχε δηλώσει ότι πάσχει από κάποια ασθένεια, χωρίς να την προσδιορίσει.
Σε μια ιαπωνική διάλεκτο, το τόσο κακοποιημένο κατά καιρούς μικρό της όνομα σημαίνει «παιδί του ωκεανού» και αυτός ήταν ο τίτλος (Ocean Child) ενός πολύ ωραίου μουσικού πρότζεκτ που κυκλοφόρησε πέρσι με νέες ερμηνείες κομματιών της (αντίστοιχοι «φόροι τιμής» στη μουσική της έχουν γίνει και στο παρελθόν) από καλλιτέχνες όπως οι Flaming Lips, οι Yo La Tengo, οι U.S. Girls και η Sharon Van Etten.
Στην πραγματικότητα βέβαια δεν ήταν «παιδί του ωκεανού», αλλά παιδί του πολέμου που έζησε τους τρομακτικούς και αδυσώπητους συμμαχικούς βομβαρδισμούς του Τόκιο. Πριν από δέκα χρόνια, σε μια συνέντευξή της στον Guardian, γύρισε το μυαλό της πίσω σ’ εκείνες τις τρομακτικά καθοριστικές μέρες:
«Όταν υποχρεωθήκαμε να φύγουμε από το σπίτι μας αναζητώντας καταφύγιο από τους βομβαρδισμούς, ο αδελφός μου ήταν πολύ δυστυχισμένος και φοβισμένος και πεινούσε πολύ, επειδή ήταν δύσκολο να βρούμε φαγητό. Οπότε του είπα, θα φτιάξουμε το δικό μας μενού. Τι θα ήθελες πιο πολύ να φας; "Παγωτό", μου είπε. "Ωραία", του είπα εγώ, "ας φανταστούμε ότι τρώμε παγωτό για δείπνο". Αυτό κάναμε και σιγά-σιγά άρχισε να χαμογελά. Τότε ήταν που συνειδητοποίησα ότι μπορεί κανείς να είναι ευτυχισμένος μέσω της φαντασίας και μόνο. Απολαύσαμε λοιπόν το φανταστικό δείπνο μας, και αυτό ήταν το πρώτο μου έργο τέχνης ίσως».
Ocean Child - There's No Goodbye Between Us (Yo La Tengo)