ΜΕ ΤΙΣ ΠΡΩΤΕΣ ΨΥΧΡΕΣ και το φάσμα της σταδιακής ματαίωσης των εξωτερικών χώρων συνεύρεσης και ψυχαγωγίας να υπερίπταται πάνω από την πόλη, σκάει ξανά πιο έντονη η πραγματικότητα της πανδημίας, η οποία διανύει εδώ και καιρό την ύστερη φάση της, ιδέα δεν έχουμε όμως πόσο ακόμα μπορεί να διαρκέσει.
Ήδη ακούστηκε από ειδικούς επιστήμονες και από εκπροσώπους των αρχών, η παροιμιώδης από πέρσι φράση «να σώσουμε τα Χριστούγεννα». Άντε πάλι τα ίδια. Τα κεφάλια μέσα, το πάμε συντηρητικά μέχρι τις γιορτές, μέτρα, ημίμετρα, αντιδράσεις, νουθεσίες, ευχές και κατάρες, κλέφτες κι αστυνόμοι. Με τη μόνιμη πλέον επωδό: «Τι σας ζητάνε ρε γίδια; Εμβολιαστείτε επιτέλους μπας και ξεμπερδέψουμε κάποτε».
Κάπως έτσι θα πάει κι αυτό το επεισόδιο, που δεν θα είναι το τελευταίο. Τα γυρίσματα αυτής της πολύκροτης σειράς συνεχίζονται και από την παραγωγή δεν έχει ανακοινωθεί ημερομηνία για το φινάλε.
Κι εμείς όμως, οι «καλοί» της υπόθεσης, οι εμβολιασμένοι, δεν νιώθουμε και τόσο ακμαίοι πια, καθώς περιμένουμε την έξτρα δόση. Η αλήθεια είναι ότι ο «πλήρης» εμβολιασμός έχει χάσει κάτι από το VIP στάτους που είχε αποκτήσει εκεί γύρω στην αρχή του καλοκαιριού όταν επιδείκνυες το πιστοποιητικό και άνοιγαν διάπλατα οι πόρτες των εστιατορίων και των μπαρ για να περάσεις από τους πρώτους μέσα, και μάλιστα χωρίς την υποχρέωση της μάσκας. Όνειρα θερινής νυκτός.
Νοσταλγία υπήρχε ακόμα και τις μέρες της απομόνωσης, μια παράδοξη, προληπτική νοσταλγία όχι για το παρελθόν, αλλά για το παρόν, την ώρα που συνέβαινε. Ήταν σα να νοσταλγούμε ήδη αυτό που ζούσαμε τότε, παρά τον ζόφο και τον φόβο που το συνόδευε, επειδή ξέραμε ότι είναι κάτι ξεχωριστό και θα το θυμόμαστε για πάντα.
Κι ενώ πολύς κόσμος βαρυγκομά με την προοπτική νέων απαγορεύσεων, περιορισμών και «μικρομεσαίων» λοκντάουν σαν αυτό που μπήκε από χθες η συμπρωτεύουσα, φαίνονται να πληθαίνουν οι νοσταλγοί εκείνου του πρώτου, ολοκληρωτικού λοκντάουν στα πρώιμα στάδια της πανδημίας, όταν ήμασταν υπνωτισμένοι από τις απόκοσμες αναθυμιάσεις πρωτοφανών και εξωπραγματικών περιστάσεων.
Ενάμιση χρόνο μετά από εκείνη την περίοδο της απομόνωσης και της νεκρικής γαλήνης –που μοιάζει συγχρόνως πιο μακρινή και πιο πρόσφατη απ’ ό,τι είναι, σα να ανήκε σε διαφορετική χρονική τάξη, σα να προήλθε από «αλλού»– η συνθήκη, όπως εξελίσσεται, μοιάζει με ενοχλητική ρουτίνα, που την έχουμε συνηθίσει όμως και συχνά την ξεχνάμε μέσα στην ημέρα. Εκείνες τις μέρες δεν την ξεχνούσαμε ποτέ, είχε εισχωρήσει βαθιά στην υφή κάθε δραστηριότητας και κάθε τελετουργίας της καθημερινότητας.
Διαβάζω σ’ ένα σχετικό άρθρο του Atlantic που δημοσιεύτηκε πριν από λίγες μέρες, ότι το TikTok –το μέσο που προκαλεί τρόμο στους μεγάλους, ειδικά στους μεσήλικες, και είναι αυτό που περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο σύστημα δικτύωσης ορίζει το σύγχρονο χάσμα γενεών– είναι πλημμυρισμένο από βίντεο που αποτελούν νοσταλγικό φόρο τιμής σ’ εκείνη την πρώιμη και «αθώα», μέσα στην άγνοια και την σύγχυσή της, φάση της πανδημίας. Νοσταλγία όμως υπήρχε ακόμα και τις μέρες εκείνες, μια παράδοξη, προληπτική νοσταλγία όχι για το παρελθόν, αλλά για το παρόν, την ώρα που συνέβαινε.
Ήταν σα να νοσταλγούμε ήδη αυτό που ζούσαμε τότε, παρά τον ζόφο και τον φόβο που το συνόδευε, επειδή ξέραμε ότι είναι κάτι ξεχωριστό και θα το θυμόμαστε για πάντα. Πιστεύαμε επίσης ότι η εμπειρία θα μας έκανε όλους καλύτερους ανθρώπους, ότι θα αποφοιτούσαμε από την δοκιμασία με πολύ πιο ανεπτυγμένα τα ένστικτα ενσυναίσθησης, συμπόνιας και ταπεινοφροσύνης.
Κατά περίπτωση μπορεί και να ισχύει, συνολικά όμως δεν διαφαίνεται κάτι τέτοιο από την καθημερινή επικαιρότητα.