OTAN EXOYME NA κάνουμε με ραγδαίες εξελίξεις στην τεχνολογία, η αλήθεια είναι πως είναι πολύ δύσκολο να κρίνει κανείς κάτι τη στιγμή που συμβαίνει.
Το «Ghiblipocalypse», η χρήση τεχνητής νοημοσύνης με σκοπό την παραγωγή εικόνων με την αναγνωρίσιμη αισθητική του Studio Ghibli, πυροδότησε ξανά μια συζήτηση τόσο παλιά όσο η ίδια η τέχνη: ποια είναι τα όρια της αντιγραφής ενός καλλιτεχνικού έργου και ποια η σημασία της ανθρώπινης διανόησης όταν ένα μηχάνημα μπορεί να παραγάγει όμοιο αποτέλεσμα;
Έχω μπροστά μου, καθώς γράφω, ένα δοκίμιο με τον εύληπτο τίτλο «Το έργο τέχνης στην εποχή της τεχνολογικής του αναπαραγωγιμότητας». Γράφτηκε το 1936 από τον διανοητή και κριτικό Walter Benjamin. Ο Βenjamin παρατήρησε την εποχή του και είδε το εξής: η ανάπτυξη της λιθογραφίας και της φωτογραφίας ερχόταν να κλονίσει αυτό που η ανθρωπότητα γνώριζε ως τέχνη. Δημιουργεί την έννοια της «αύρας» για να μιλήσει για τα πρωτότυπα έργα. Η «αύρα» είναι μια σχεδόν μεταφυσική ιδιότητα ενός έργου, είναι το συγκείμενό του και κάτι ακόμη: ένας συνδυασμός της εποχής στην οποία δημιουργήθηκε, της αντίδρασης σ’ αυτό, της λατρείας, της επίκρισης και της μοναδικότητάς του, που προέκυπτε απ’ την αδυναμία αναπαραγωγής του με μηχανικούς τρόπους.
To «Ghiblipocalypse» φαίνεται να σφράγισε το γεγονός ότι έχουμε γυρίσει σελίδα και έχουμε νέα προβλήματα να μας απασχολήσουν, όχι ως κάτι καινούργιο αλλά ως νέες διαστάσεις του ίδιου προβλήματος.
Αυτή η αδυναμία αναπαραγωγής με μηχανή ήταν θεμελιώδης για τον τρόπο που η κοινωνία αντιλαμβανόταν μέχρι ένα χρονικό σημείο το τι σημαίνει τέχνη, γράφει ο Benjamin. Διακρίνει ποιοτικά τη μηχανική αντιγραφή από την αντιγραφή με το χέρι, αναγνωρίζει ότι η αντιγραφή στην τέχνη πάντοτε υπήρχε, ωστόσο η προσθήκη της μηχανής στη διαδικασία αυτή φέρνει προ νέας συνθήκης την ανθρωπότητα, τόσο σε σχέση με την ποιότητα του αντιγράφου όσο και σε σχέση με την ταχύτητα με την οποία το αντίγραφο μπορεί να γίνει προϊόν προς αγορά. Η «αύρα» του πρωτοτύπου χάνεται, μας λέει. Κι αυτό, προσθέτει, αντισταθμίζεται απ' το γεγονός ότι η τέχνη, κατά μία έννοια, εκδημοκρατίζεται. Κάτι χάνεις, κάτι κερδίζεις, κι αυτό που κερδίζεις είναι το αυξημένο ενδιαφέρον του κοινού για τέχνη που πριν δεν θα έβλεπε ποτέ.
Ογδόντα εννιά χρόνια χωρίζουν τη στιγμή που δημοσιεύεται το κείμενο του Benjamin από το «anime mood» της Ντόρας Μπακογιάννη. Αν κάτι έχει αλλάξει από τότε μέχρι σήμερα είναι, απ’ τη μία, η ταχύτητα με την οποία μπορεί να αναπαραχθεί ένα έργο τέχνης και, απ’ την άλλη, το δίκαιο πνευματικής ιδιοκτησίας. Το πρωτότυπο δεν έχει χάσει τη σημασία του στον καιρό που έχει μεσολαβήσει, τα prints είναι μια ξεχωριστή αγορά που την έχει αγκαλιάσει ο ίδιος ο καλλιτεχνικός κόσμος και τη χρησιμοποιεί για επιπλέον εισόδημα, οι άνθρωποι που δεν μπορούν ν’ αγοράσουν ούτε πρωτότυπο ούτε prints μπορούν να κατεβάσουν μια εικόνα απ’το ίντερνετ, να την εκτυπώσουν και να τη βάλουν στο δωμάτιό τους και κάπως έτσι προχωρούσαμε. Η αξία της δημιουργίας φαίνεται πως συμπορεύτηκε με την επιθυμία για απόκτηση ενός προϊόντος της.
To «Ghiblipocalypse» φαίνεται να σφράγισε το γεγονός ότι έχουμε γυρίσει σελίδα και έχουμε νέα προβλήματα να μας απασχολήσουν, όχι ως κάτι καινούργιο αλλά ως νέες διαστάσεις του ίδιου προβλήματος. Το πρώτο πρόβλημα είναι με ποιο δικαίωμα ένα μοντέλο τεχνητής νοημοσύνης εκπαιδεύεται με το πνευματικό έργο κάποιου άλλου. Το δεύτερο πρόβλημα είναι πώς θα ρυθμιστεί η αγοραπωλησία έργων που παράγονται από μοντέλα τεχνητής νοημοσύνης με το «στυλ» ορισμένων ζωγράφων.
Μπορώ εγώ, για παράδειγμα, να συνδυάσω την τεχνητή νοημοσύνη και το 3D printing για να αναπαραγάγω το έργο της Agnes Martin ή άλλων παρόμοιων ζωγράφων τα έργα των οποίων, ως τώρα, λόγω της ιδιαίτερης τεχνικής τους, δεν μπορούσαν να αναπαραχθούν ως ακριβή αντίτυπα;
Μπορώ να βρω φωτογραφίες της Μαρίνας Σάττι, να τις κάνω «ghiblify», να τις τυπώσω σε μπλουζάκια και να τις πουλήσω; Μπορώ να ισχυριστώ ότι η «εντολή» που θα δώσω σε κάποιο μοντέλο είναι «δικό μου πνευματικό έργο» και ότι κάνω κάτι «πρωτότυπο»; Μπορώ να πάρω μια ταινία της χρυσής εποχής του Χόλιγουντ με την Γκρέτα Γκάρμπο, να την κάνω «ghiblify» –ή οτιδήποτε άλλο, να την κάνω, ας πούμε, «Disneyesque»– και να τη διαθέσω έναντι αντιτίμου; Kι αν τη διαθέσω δωρεάν, αλλάζει κάτι;
Ωστόσο, και για να επανέλθω στην ιδέα του «εκδημοκρατισμού» της μηχανικής αναπαραγωγής, η αλήθεια είναι ότι όλο αυτό που έγινε με το «ghiblification» έκανε viral ένα συγκεκριμένο είδος απεικόνισης που είναι ολότελα συνδυασμένο με το όνομα του Χαγιάο Μιγιαζάκι. Καλό ή κακό για το Studio Ghibli; Εξαρτάται. Θα μπορούσαμε να σκεφτούμε ότι το virality αυτό κάνει το στούντιο δημοφιλέστερο από ποτέ, ότι θα φέρει νέο κοινό, ότι συστήνει τις ταινίες στο παιδικό κοινό που χρησιμοποιεί το TikTok. Απ’την άλλη, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι προσβάλλεται η μοναδικότητα των εικόνων, εικόνων που περήφανα έχουν παραχθεί διά χειρός καλλιτεχνών, κομμάτι της ταυτότητας των οποίων είναι το μεγάλο χρονικό διάστημα που παίρνει η παραγωγή τους.
Πιστεύω ότι στο θέμα που έχει ανοίξει σημαντικότερο απ’ όλα είναι να συνειδητοποιήσουμε την έκταση που μπορεί δυνητικά να έχει η «μηχανική εκμάθηση». Τώρα ήταν ένα γιαπωνέζικο στούντιο άνιμε, αύριο μπορεί να ζητήσω σε κάποιο μοντέλο να μου φτιάξει podcast για την Oprah Winfrey στο στυλ και με τη φωνή του Άρη Δημοκίδη ή να μου γράψει ένα ερωτικό μυθιστόρημα με το ύφος της Ζυράννας Ζατέλλη. Είναι όλα προς χρήση; Κι αν όχι, πώς είναι δυνατόν να ελέγξουμε τη χρήση απ’ τη στιγμή που τα εργαλεία είναι διαθέσιμα;
Ένα πράγμα μου φαίνεται δεδομένο: η νομική συμβουλευτική σε σχέση με τη χρήση της τεχνητής νοημοσύνης στην τέχνη μοιάζει να είναι ο τοπ αναδυόμενος κλάδος του δικαίου.