«Σχετικώς με την φουστανέλα, από τα νεανικά μου χρόνια είχα την εντύπωση πως κάτι δεν πήγαινε καλά…» γράφει με δυσοίωνο και αμυδρώς αινιγματικό ύφος ο Ηλίας Πετρόπουλος στο βιβλίο του Η Φουστανέλα (1987), απαρχή του οποίου, όπως σημειώνει στην εισαγωγή, ήταν ένα κείμενο του που είχε απορριφθεί κατά την δεκαετία του ’60 από «κάποιο ψευτοδημοκρατικό περιοδικό της Αθήνας» και ως θέμα είχε «όλο αυτό το θέατρο που τότε ακόμα λεγόταν ανακτορική φρουρά».
«Όταν πήρα την απόφαση να γράψω το σχετικό αρθράκι», συνεχίζει, «κατέφυγα πρωτίστως στην Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια όπου εδιάβασα πως η φουστανέλα είναι "το εθνικόν ένδυμα των Ελλήνων" και πως η φουστανέλα επίσης "φέρεται και υπό των Αλβανών" και πως η "ευζωνική" είναι βραχυτέρα της "αρβανίτικης" φουστανέλας. Τέτοιες αντιφατικές κοτσάνες μόνο οι νεοέλληνες καταφέρνουν να σκαρώνουν…».
Δεν είναι το πιο σημαντικό του βιβλίο, ούτε και το πιο εμπεριστατωμένο ίσως. Όπως όμως συνέβη και με οποιοδήποτε αντικείμενο καταπιάστηκε ο ακαταπόνητος λαογράφος, ερευνητής, λόγιος, κριτικός και προβοκάτορας, που η πατρίδα του τον τιμωρούσε διαρκώς επειδή είχε το θράσος να επιμένει να ασκεί με σπάνια αίσθηση επαγγελματισμού και προσήλωσης το πολύτιμο –για την πολιτισμική κληρονομιά της ίδιας κυρίως– έργο του, έτσι και η μελέτη αυτή εξαντλεί κάθε σχετική πηγή που μπορούσε να βρεθεί, ξετυλίγοντας όλη την ιστορία και όλες τις εκδοχές του «παραδοσιακού» μας ενδύματος. Ασχέτως αν ο πρωταρχικός στόχος του συγγραφέα ήταν να καταδείξει απλώς (πάντα όμως με τον γνώριμο καυστικό τρόπο του, ανάμεσα σε χρονογράφημα και σε πολεμική) πόσο στεγνά οικειοποιηθήκαμε μια «ξένη» φορεσιά.
Λέγεται (στη Βικιπαιδεία) ότι ο Όθωνας όχι μόνο φορούσε συχνά τη φουστανέλα μετά την εξορία του στα πάτρια εδάφη της Βαυαρίας, αλλά και ετάφη φορώντας την, σύμφωνα με τις τελευταίες επιθυμίες του.
«Η φουστανέλα ακολούθησε την τύχη της γλώσσας» πιστεύει. «Δηλαδή, όπως τα μοραΐτικα κατέκτησαν την Αθήνα (εκτοπίζοντας την ιδιωματική προφορά των γκάγκαρων), έτσι κι η φουστανέλα έλαβε, στη νέα πρωτεύουσα, τίτλους τιμής. Πολύ περισσότερο που την υιοθέτησε ο ίδιος ο Όθων, που, ο δυστυχής, τριάντα χρόνια μετά την εκδίωξή του, επόζαρε στον Λύτρα με φουστανέλα. Μα, η ιστορία της γλώσσας μας, και της φουστανέλας, είναι αρκούντως διαφανής, γιατί πίσω τους είναι κρυμμένοι οι αρβανίτες. Ας μην το ξεχνάμε: τα φωνητικώς ωραιότερα ελληνικά τα μιλούσαν οι μάγκες, και, οι σημαντικότεροι κουτσαβάκηδες ήσανε αρβανίτες».
Μερικές σελίδες αργότερα, ανάμεσα στις εκατοντάδες εικόνες (πίνακες, λιθογραφίες, σχέδια, φωτογραφίες, γελοιογραφίες, καρικατούρες) φουστανελοφόρων κάθε είδους, εποχής και συνομοταξίας, εμφανίζεται και το γνωστό πορτρέτο του ‘Όθωνα προς το τέλος της ζωής του από τον Νικόλαο Γύζη, όπου ο έκπτωτος βασιλιάς «επιμένει ο δυστυχής να φοράει την φουστανέλα του», όπως γράφει ο Πετρόπουλος, επιτρέποντας στον εαυτό του μια σπάνια συναισθηματική, τρυφερή σχεδόν, προσέγγιση.
Λέγεται (στη Βικιπαιδεία) ότι ο Όθωνας όχι μόνο φορούσε συχνά τη φουστανέλα μετά την εξορία του στα πάτρια εδάφη της Βαυαρίας, αλλά και ετάφη φορώντας την, σύμφωνα με τις τελευταίες επιθυμίες του.
Ο Ηλίας Πετρόπουλος είχε ζητήσει να πεταχτούν οι στάχτες του στους υπονόμους του Παρισιού (όπως και έγινε), εκεί όπου πέρασε το δεύτερο μισό της ζωής του, από τη στιγμή που αποφάσισε να ρίξει μαύρη πέτρα πίσω του. Αντιθέτως, οι στάχτες της Μαρίας Κάλλας μεταφέρθηκαν, σύμφωνα υποτίθεται με την επιθυμία της ίδιας, από το Παρίσι στην πατρίδα της/μας με οριστικό προορισμό τα νερά του Αιγαίου. Τελικά κατέληξαν στη θάλασσα ανοιχτά της Βουλιαγμένης (που, τεχνικά, είναι Αιγαίο ή έστω Σαρωνικός), όπου ρίχτηκαν με πάσα επισημότητα από τη γέφυρα πυραυλακάτου του Πολεμικού Ναυτικού.
Μπορεί να χαθεί κανείς σε διάφορους τέτοιους συνειρμικούς συσχετισμούς με αφορμή το γενικό ταρατζούμ της φετινής διακοσιοστής επετείου του 1821. Μιας επετείου που, όπως έχει επισημανθεί, μοιάζει να την κυνηγά μια κακοδαιμονία στο χειρότερο δυνατό timing. Στα 100 χρόνια από την ελληνική επανάσταση συντελείτο ήδη η μικρασιατική καταστροφή, στα 150 βρισκόμασταν στην ακμή της απριλιανής χούντας και τώρα, στα 200, ζούμε… αυτό που ζούμε, εσωτερικώς και διεθνώς, πείτε το όπως θέλετε.
Τουλάχιστον δεν είμαστε μόνοι μας σ’ αυτό, αν μπορεί να είναι αυτό παρηγοριά. Χρόνια μας πολλά, σε κάθε περίπτωση, και ποτέ δεν είναι αργά να γίνουμε καλύτεροι. Απλά παίρνει λίγο χρόνο. Γύρω στα διακόσια χρόνια (όσο δηλαδή η μέχρι τώρα ύπαρξή μας ως εθνικό κράτος) υπολόγιζε ο Ηλίας Πετρόπουλος ότι παίρνουν οι σπόροι μιας ιδανικής παιδείας για να βγάλουν καρπούς, ελπίζει κανείς όμως να μπορεί να συμβεί και πιο σύντομα, καθότι δεν έχουμε πλέον τέτοιες χρονικές πολυτέλειες.