ΤΟ ΦΕΣΤΙΒΑΛ «WOODSTOCK ’99» που έγινε το τελευταίο καλοκαίρι του 20ού αιώνα, τέτοιες μέρες, θα αποτελούσε μια γιορτή της μουσικής και της νεανικής ελευθερίας, στο πνεύμα του θρυλικού event με το ίδιο όνομα που είχε διεξαχθεί ακριβώς πριν από τριάντα χρόνια και έκτοτε κατοικούσε (και κατοικεί) στην κατηγορία του μύθου.
Αντ’ αυτού όμως, το τετραήμερο φεστιβάλ –που, όπως και το «αυθεντικό», διοργανώθηκε στα βόρεια της πολιτείας της Νέας Υόρκης, όχι όμως στο Γούντστοκ αλλά στις παλιές εγκαταστάσεις μιας στρατιωτικής βάσης– κλιμακώθηκε με ένα όργιο βανδαλισμών, εμπρησμών, βιασμών, σεξουαλικών επιθέσεων και θανάτων ακόμα, σοκάροντας τους τηλεθεατές ανά τον κόσμο που παρακολουθούσαν σκηνές από τα έκτροπα και μεταφέροντας ένα δυσοίωνο προμήνυμα για τον επόμενο αιώνα.
Ο κυνισμός και η απληστία των διοργανωτών (που ήταν οι ίδιοι με το Γούντστοκ του ’69 και ήταν επίσης υπεύθυνοι και για το «εμβόλιμο» Woodstock του 1994, που είχε διεξαχθεί χωρίς παρατράγουδα), σε συνδυασμό με τις τραγικές υποδομές για τα 400.000 άτομα που είχαν πληρώσει εισιτήριο και είδαν από την δεύτερη μέρα τις τουαλέτες να αποσυντίθενται ξεχειλίζοντας το περιεχόμενό τους στον χώρο, την ώρα που ένα μπουκαλάκι νερό κόστιζε τέσσερα δολάρια, συντέλεσαν σημαντικά στη μετατροπή του χώρου σε κόλαση του Δάντη.
Το ντοκιμαντέρ του HBO «Woodstock 99: Peace, Love, and Rage» («Ειρήνη, Αγάπη και Οργή») που έκανε πρεμιέρα πριν από μερικές μέρες παρουσιάζει, μέσω αρχειακού υλικού και τωρινών συνεντεύξεων, με γλαφυρό και συχνά στοχαστικό ή δοκιμιακό τρόπο τη βία και το χάος εκείνων των ημερών και ειδικά τον τρόμο και τις επιθέσεις που αντιμετώπισαν πολλά κορίτσια που είχαν την ατυχή έμπνευση να παρευρεθούν στο πολυδιαφημισμένο event.
Συντέλεσε επίσης το γεγονός ότι το κοινό αποτελούνταν στην πλειοψηφία του από (λευκούς) αγριεμένους 20χρονους που έμοιαζαν ξεκομμένοι τόσο από το πνεύμα του «παλιού» Γούντστοκ όσο και από τις «εναλλακτικές» ιδέες του grunge μόλις μερικά χρόνια πριν. Η τοξική αρρενωπότητα, που λέμε σήμερα, και η καφρίλα, που λέγαμε πάντα, είχαν επανέλθει δριμύτερες.
Στο Γούντστοκ του 1999 συμμετείχαν δημοφιλείς μπάντες και καλλιτέχνες από διάφορες συνομοταξίες (από τους Red Hot Chili Peppers ως τη Sheryl Crow κι από τον Moby ως τους Metallica), τον τόνο όμως για το μεγαλύτερο μέρος του κοινού έμοιαζε να δίνει το επιθετικό, κενόδοξο και αντιδραστικό nu-metal που εκπροσωπούσαν οι Korn και κυρίως οι Limp Bizkit.
Το ντοκιμαντέρ του HBO «Woodstock 99: Peace, Love, and Rage» («Ειρήνη, Αγάπη και Οργή») που έκανε πρεμιέρα πριν από μερικές μέρες παρουσιάζει, μέσω αρχειακού υλικού και τωρινών συνεντεύξεων, με γλαφυρό και συχνά στοχαστικό ή δοκιμιακό τρόπο τη βία και το χάος εκείνων των ημερών και ειδικά τον τρόμο και τις επιθέσεις που αντιμετώπισαν πολλά κορίτσια που είχαν την ατυχή έμπνευση να παρευρεθούν στο πολυδιαφημισμένο event.
Οι σκηνές που δείχνουν έναν εξαγριωμένο όχλο νεαρών αντρών να την πέφτουν και να χουφτώνουν γυναίκες (μεθυσμένες και εξουθενωμένες από τις συνθήκες και οι ίδιες) προκαλούν ένα σοκ, όπως και οι εικόνες αγοριών που βρίσκονται ξαφνικά πρωταγωνιστές στον «Άρχοντα των μυγών», εγκαθιστώντας πάνω στις στάχτες της διοργάνωσης τη δική τους δημοκρατία τρόμου, πριν επέμβει τελικά η αστυνομία και ξεκινήσει ο επίσημος απολογισμός της καταστροφής.
Εκτός όμως από στοιχεία τρόμου και Αποκάλυψης, το ντοκιμαντέρ που γύρισε ο Γκάρετ Πράις, δημιουργός του πολύ καλού βιογραφικού ντοκιμαντέρ για την Τζάνις Τζόπλιν («Janis Joplin: Little Girl Blue» του 2015) και ενός πολύ συγκινητικού ντοκιμαντέρ για τον πρόωρα και τραγικά χαμένο ταλαντούχο ηθοποιό Άντον Γιέλτσιν («Love, Antosha», 2019), περιέχει και στοιχεία μαύρης κωμωδίας. Όπως οι σκηνές με τους πιτσιρικάδες που τσαλαβουτάνε μακάριοι και λιώμα στις «λάσπες», χωρίς να συνειδητοποιούν ότι δεν πρόκειται για λάσπες αλλά για το βδελυρό, και σκουρόχρωμο επίσης, υλικό που είχε απελευθερωθεί από τις διαλυμένες τουαλέτες και είχε πλημμυρίσει τον τόπο.
Θα πρέπει να σημειωθεί, τέλος, ότι η ταινία, χρησιμοποιώντας πλάνα από το φεστιβάλ του 1969, δείχνει ότι και τότε είχαν υπάρξει περιστατικά σεξουαλικών επιθέσεων κατά γυναικών, απλά «κουκουλώθηκαν» από το πνεύμα του χιπισμού και την ιδέα του «ελεύθερου έρωτα».