ΕΧΟΥΝ ΠΑΝΤΑ ΜΙΑ ΓΟΗΤΕΙΑ οι πρώην μεγάλοι σταρ, εκείνοι που εκπίπτουν από την λάμψη της πρώτης γραμμής χωρίς να εξαφανιστούν, που δεν βρίσκονται εδώ και πολλά χρόνια στον αφρό της διασημότητας αλλά μέσα από τα σαράντα κύματα μιας μακράς και ακατάστατης καριέρας αναδύονται κάθε τόσο στην επιφάνεια για να υπενθυμίσουν την ύπαρξη και την αξία τους σ’ ένα κοινό που πάσχει από διάσπαση προσοχής κι από βραχυπρόθεσμη μνήμη.
Ο Γουίλιαμ Χαρτ ήταν πάντα μια ιδιάζουσα περίπτωση. Ακόμα και στην εποχή που ήταν σταρ πρώτης γραμμής είχε κανείς την αίσθηση πως αυτός ο ψυχρός, παθογενής, preppy (ή ‘waspy’, σύμφωνα πάντα με την αμερικανική ταξονομία) ναρκισσισμός που αντανακλαστικά εξέπεμπε (στην «Έξαψη», στην «Μεγάλη Ανατριχίλα» και αλλού) ίσως να ταίριαζε πιο πολύ σ' έναν ιδανικό "κακό", αντίληψη που επιβεβαιώθηκε πανηγυρικά πολλά χρόνια αργότερα με τον φοβερό ρόλο του πλημμυρισμένου από ανόσια συμπλέγματα μαφιόζου, στην «Ιστορία της Βίας» του Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ. Ούτε και ο συναισθηματισμός φαινόταν να του ταιριάζει παρότι αυτή η προσέγγιση του χάρισε το Όσκαρ, για την ερμηνεία του στο «Φιλί της Γυναίκας Αράχνης».
Παρότι ήταν προφανώς ένας ευφυής νέος, λέγεται επίσης ότι δεν μπορούσε να σταματήσει να κάνει κήρυγμα στους άλλους ή να υπερίπταται συχνά σε νέφη αοριστίας. Ο Τύπος δεν τον συμπαθούσε και ποτέ πραγματικά δεν κέρδισε την αγάπη του μεγάλου κοινού…
Με την γενεαλογία αυτής της ιδιωματικής παγωμάρας που τον χαρακτήριζε ξεκινά το λήμμα William Hurt το οποίο είχε γράψει πριν από πολλά χρόνια στην υπερβατική, κλασική πλέον βίβλο του σινεμά με τίτλο The New Biographical Dictionary of Film, ο επιφανής ιστορικός και συγγραφέας David Thomson:
Τον καιρό που ο Γουίλιαμ Χαρτ είχε ανακηρυχτεί ως ο ιδανικός άνδρας πρωταγωνιστής για τα 80s, συχνά ο χαρακτήρας που υποδυόταν είχε τα στερεοτυπικά χαρακτηριστικά μιας μεγαλοαστικής / προνομιακής / WASP [White Anglo Saxon Protestant] προέλευσης, γεγονός δικαιολογημένο μέχρι έναν βαθμό. Ο πατέρας του ήταν στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ και ο μικρός είχε ζήσει στην Αφρική και στον Ειρηνικό στο πλαίσιο διπλωματικών επιχειρήσεων. Μετά τον χωρισμό των γονιών του, έγινε πατριός του ο Χένρι Λους ο Τρίτος, γιος του μεγιστάνα του αμερικανικού περιοδικού τύπου, Χένρι Λους [Time, Life, Fortune]. Ο μικρός πήγε στα πιο επιφανή ελίτ σχολεία. Ήταν ψηλός, ξανθός και όμορφος. Πιο πολύ όμως διέκρινε κανείς πάνω του το wasp [σφήκα] παρά το WASP στοιχείο. Παρότι ήταν προφανώς ένας ευφυής νέος, λέγεται επίσης ότι δεν μπορούσε να σταματήσει να κάνει κήρυγμα στους άλλους ή να υπερίπταται συχνά σε νέφη αοριστίας. Ο Τύπος δεν τον συμπαθούσε και ποτέ πραγματικά δεν κέρδισε την αγάπη του μεγάλου κοινού…
Αξίζουν όμως λίγη αγάπη – ειδικά όταν διαθέτουν το χάρισμα και την στόφα – κι εκείνες οι αφ’ υψηλού προσωπικότητες που δεν κανακεύουν τους θεατές ούτε επιχειρούν να τους πείσουν ότι και οι ίδιοι κατά βάθος είναι απλοί άνθρωποι σαν κι αυτούς. Δεν φταίει ο Γουίλιαμ Χαρτ αν η εμφάνιση, η έκφραση και ο τρόπος του έπειθαν απολύτως ως δομικά στοιχεία ενσάρκωσης ενός γοητευτικού, κατηφή και πικρόχολου διανοούμενου (ή κάποιου που σκέφτεται πολύ και μέχρι στιγμής σπανίως του έχει βγει αυτό σε καλό). Ίσως γι’ αυτό τον θυμάμαι με χαμόγελο (και με μια κάποια συγκίνηση) σ’ έναν μικρό, «περαστικό», «τιμής ένεκεν» ρόλο σε μια μαύρη κωμωδία ή φαρσοκωμωδία της συμφοράς (με την κακή και με την καλή έννοια), το «I Love You to Death» (Σ’ αγαπώ μέχρι θανάτου) του 1990, όπου παρέα με τον (επίσης «περαστικό» και «φευγάτο» στην ταινία) Κιάνου Ριβς υποδύονται δύο μακρυμάλλικα ρεμάλια, καμένα από τα drugs, που μέσα στην διαρκή θολούρα τους αναλαμβάνουν να επιτελέσουν έναν φόνο, με κωμικοτραγικά – κωμικά κυρίως – αποτελέσματα.