Τα τελευταία χρόνια, με την πολύτιμη και απαραίτητη συνδρομή του καιρού, κλέβουμε λίγο καλοκαίρι από το φθινόπωρο. Τουλάχιστον ο μισός Σεπτέμβρης μετρά για μήνας καλοκαιρινός. Είναι λες και προσπαθούμε να αναστείλουμε για λίγο ακόμα τη μελαγχολία και την κατήφεια που συνοδεύουν την επανέναρξη των υποχρεώσεων, ακόμα κι αν έχουμε γυρίσει στη δουλειά εβδομάδες πριν ‒ όσοι έχουμε ακόμα εν καιρώ κορωνοϊού.
Περισσότερο από πραγματική κατάσταση, είναι μια αίσθηση που μας έχει υποβληθεί από τα παιδικά μας χρόνια. Σεπτέμβρης σήμαινε επιστροφή στο σχολείο, πρωινό ξύπνημα, μαθήματα, διάβασμα και κατάκλιση νωρίς το βράδυ. Είναι, βέβαια, μια αίσθηση χαρμολύπης, γιατί η έναρξη του φθινοπώρου επαναφέρει και τη διάθεση για (επ)αναπροσδιορισμό, για διευθέτηση εκκρεμών υποθέσεων, για αλλαγές παράλληλες με την αλλαγή του καιρού. Επαναφέρει, επίσης, την ισορροπία, καθώς για ένα διάστημα η μέρα και η νύχτα διαρκούν το ίδιο.
Φθινόπωρο είναι η νωχελική τρομπέτα και η ασθενική φωνή του Τσετ Μπέικερ στις ηχογραφήσεις των '80s. Οι πρώτες γουλιές παχύρρευστης σοκολάτας που μοιάζουν να κάνουν λίγο μεγαλύτερη διαδρομή για να βρεθούν στο στομάχι. Το νοτισμένο έδαφος. Η μυρωδιά της υγρασίας. Το Liposan στα χείλη. H ζεστή μπαγκέτα από τον φούρνο. Η κουβερτούλα που δίνει μια μικρή, πρόσκαιρη ένεση ασφάλειας και ανακούφισης. Τα χειμερινά σινεμά που ανοίγουν τις πόρτες τους και περιμένουν τους ολοένα και λιγότερους τολμηρούς που θα επιχειρήσουν να ζήσουν για δυο ώρες τη ζωή ενός άλλου μέσα τους.
Φθινόπωρο είναι η εποχή που ένας γραφιάς μπορεί να γλιτώσει τη χλεύη, όταν ισορροπεί έτσι επικίνδυνα ανάμεσα στο λυρικό και το γλυκανάλατο.
Καθώς οι πρώτες βροχές και η μικρή πτώση της θερμοκρασίας μάς θύμισαν ότι μπαίνουμε σιγά σιγά στη φθινοπωρινή εποχή, στήσαμε μια λίστα με ανάλογες ταινίες, για να ενταχθούμε ομαλότερα στην πρέπουσα ψυχική διάθεση.
Καθώς οι πρώτες βροχές και η μικρή πτώση της θερμοκρασίας μάς θύμισαν ότι μπαίνουμε σιγά σιγά στη φθινοπωρινή εποχή, στήσαμε μια λίστα με ανάλογες ταινίες, για να ενταχθούμε ομαλότερα στην πρέπουσα ψυχική διάθεση. Ταινίες πρόσφορες για μια σωστή φθινοπωρινή ταινιοθεραπεία.
Mια αγάπη ολότελα δική μας
(All that Heaven allows, 1955)
του Ντάγκλας Σερκ
Από τα κεντήματα του Ντάγκλας Σέρκ μέσα στη δεκαετία, ετούτο «φωνάζει» περισσότερο φθινόπωρο, είναι λες και κάθε δέντρο στο φιλμ επιλέχθηκε ξεχωριστά έπειτα από εξονυχιστικό casting, ώστε τα φύλλα του να έχουν την απαραίτητη κιτρινίζουσα απόχρωση. Κατά τα λοιπά, θα βρεις τη συνήθη, αμίμητη «σερκική» καλλιγραφία μετά κριτικής στο ψευδεπίγραφο μοντέλο ευημερίας, ευδαιμονίας και κοινωνικής ειρήνης των αμερικανικών προαστίων σε ένα μελόδραμα από εκείνα για τα οποία η έβδομη τέχνη μπορεί να αισθάνεται περήφανη.
Αδυσώπητη η σκηνή με την τηλεόραση, όπου με ένα ειρωνικό πλάνο ο Σερκ συμπυκνώνει την απομόνωση της ηρωίδας του αλλά και μιας γενιάς που μεγάλωνε μπροστά στη μικρή οθόνη.
An autumn afternoon
(1962)
του Γιασουχίρο Όζου
Σινεμά φαινομενικά απλό, μα ενδελεχούς προμελέτης, ειδικά ως προς τη σύνθεση του κάδρου – τα αντικείμενα στο φιλμ λένε τη δική τους ιστορία. Το κύκνειο άσμα του Γιασουχίρο Όζου είναι τοποθετημένο στη μεταπολεμική Ιαπωνία, μια χώρα που αλλάζει ήθη και έθιμα υπό την επιρροή του αμερικανικού επιχειρηματικού και κοινωνικού μοντέλου, μια χώρα ευρισκόμενη στην καρδιά του φθινοπώρου της, αν θέλεις. Πρόκειται, όμως, για ιστορία που, παρά τα ηθογραφικά της στοιχεία, υπερβαίνει τον χώρο και τον χρόνο στον οποίο εκτυλίσσεται, καθώς πραγματεύεται έναν φόβο πανανθρώπινο, καθολικά οικείο: εκείνον της μοναξιάς.
Θα χρειαστείς ένα ποτήρι σάκε μετά το πέρας της προβολής.
Το Κεντρί
(The Sting, 1973)
του Τζορτζ Ρόι Χιλ
Μήνα Σεπτέμβρη στήνουν μια περίτεχνη πλεκτάνη για να αποσπάσουν χρήματα από τον μαφιόζο του Ρόμπερτ Σο οι Πολ Νιούμαν και Ρόμπερτ Ρέντφορντ στο «Κεντρί». Ενδεδειγμένη φθινοπωρινή προβολή το καθιστούν επίσης η καστανέρυθρη όψη του και ο περιβάλλων χώρος μιας Αμερικής χτυπημένης από το κραχ του '29. Ίσως όχι απαραίτητα ο τόνος του, καθώς πρόκειται για έναν από τους ευφορικότερους τίτλους του αμερικανικού σινεμά, με περίσσευμα φινέτσας, ragtime ήχους κι ένα σενάριο από εκείνα που ζήλεψε κάθε ταινία «απάτης» που το ακολούθησε. Επτά Όσκαρ, ανάμεσά τους και εκείνο της καλύτερης ταινίας.
Φθινοπωρινή Σονάτα
(Autumn Sonata, 1978)
του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν
Σε μία από τις σκληρότερες ταινίες του Μπέργκμαν πρώην διάσημη πιανίστρια επισκέπτεται τη συνεσταλμένη κόρη της μετά από πολυετή απουσία. Μέσα σε μια νύχτα ακούγονται λόγια αδιανόητης ωμότητας με εκείνα που δεν λέγονται, μα εννοούνται, με τα βλέμματα να μοιάζουν ακόμα πιο τρομακτικά, σε μια αντιπαράθεση γονέα και τέκνου καταδικασμένη να επαναλαμβάνεται κυκλικά, να αναπαράγεται αυτούσια στο διηνεκές, παρά τις όποιες πρόσκαιρες ανακωχές.
Μετρημένες στα δάχτυλα οι φορές που έχεις δει στο πανί τέτοιο ξεγύμνωμα σαν αυτό της Ίνγκριντ Μπέργκμαν εδώ, δεν ξέρεις πού τελειώνει η ερμηνεία και πού ξεκινά η εξομολόγηση, ίσως μόνο με την εμφάνιση του Μπράντο στο «Τελευταίο ταγκό στο Παρίσι» μπορεί να συγκριθεί.
Mεσάνυχτα... και κάτι
(Round Midnight, 1986)
του Μπερτράν Ταβερνιέ
Η μουσική υπόκρουση της φθινοπωρινής εποχής είναι αναμφίβολα τζαζ, συνεπώς απαραίτητη η ένταξη μιας ταινίας σχετικής θεματολογίας στο φιλμικό διαιτολόγιο. Ο «γιατρός» συνιστά «Round Midnight», μια έξοχη, μελαγχολική δημιουργία, όπου ο θρυλικός Ντέξτερ Γκόρντον υποδύεται έναν σαξοφωνίστα, βασισμένο σε μεγάλο ποσοστό στον πιανίστα Μπαντ Πάουελ. Δεν πρόκειται όμως για ένα τυπικό «άτυπο» βιογραφικό φιλμ. Η ταινία θα μπορούσε κάλλιστα να μιλά για τη ζωή οποιουδήποτε μουσικού της τζαζ, με την αυτοκαταστροφή, την αυτοεξορία, την παυσίπονη λειτουργία της μουσικής και όλα όσα τη συνοδεύουν συνήθως. Πολλοί φίλοι και επαγγελματίες της τζαζ θεωρούν το «Round Midnight» την καλύτερη ταινία που έγινε ποτέ επί του θέματος.
Σεπτέμβρης
(September, 1987)
του Γούντι Άλεν
Έξι άνθρωποι σε ένα σπίτι, έξι πάθη που σιγόκαιγαν όλο το καλοκαίρι και λαχταρούν να εκτονωθούν, μήπως και οι εκφραστές τους προλάβουν το «φθινόπωρο της δυσφορίας τους», στο κατανυκτικό, για τα δεδομένα του Άλεν, δράμα δωματίου.
Ο Άλεν υφαίνει ένα τσεχοφικό ερωτικό γαϊτανάκι σε ένα φιλμ μεταβατικών και απολογητικών διαθέσεων, ταιριαστών με τον μήνα του τίτλου. Όπως είναι γνωστό, ο διοπτροφόρος δημιουργός ξαναγύρισε τον «Σεπτέμβρη» από την αρχή με διαφορετικό καστ επειδή δεν του άρεσε το αρχικό αποτέλεσμα, όντας σε σύμπνοια, θαρρείς, με τους ανικανοποίητους ήρωές του. Έκτακτοι και οι έξι ηθοποιοί που επελέγησαν τελικά, με καλύτερο όλων τον Βρετανό καρατερίστα Ντένολμ Έλιοτ, στον οποίο ο Άλεν χαρίζει δύο συγκινητικές στιγμές.
Όταν ο Χάρι γνώρισε τη Σάλι
(When Harry met Sally, 1989)
του Ρομπ Ράινερ
Αν στο άκουσμα φθινοπωρινής ταινίας η πρώτη εικόνα που σου ήρθε στο μυαλό είναι εκείνη του Μπίλι Κρίσταλ και της Μεγκ Ράιαν να βηματίζουν στο φθινοπωρινό Σέντραλ Πάρκ, δεν είσαι ο μόνος, το ίδιο συνέβη και στον υπογράφοντα, αλλά και σε εκατομμύρια θεατές ανά την υφήλιο που ερωτεύτηκαν και παραμένουν ερωτευμένοι με το φιλμ. Μεταφέροντας επιτυχώς τη screwball δυναμική κλασικών χολιγουντιανών δημιουργιών στα '80s και με εμφανή δάνεια από το γουντιαλενικό εγχειρίδιο, αλλά πιο προσιτούς ήρωες –φάνηκε και στα εισιτήρια‒, οι Νόρα Έφρον και Ρομπ Ράινερ χτύπησαν διάνα με μια ρομαντική κομεντί που οι φαν του είδους εκτιμούν όσο λίγες.
Τα απομεινάρια μιας μέρας
(The remains of the day, 1993)
του Τζέιμς Άιβορι
Η κορυφαία δημιουργία του Τζέιμς Άιβορι διατρέχει διαφορετικές εποχές και χρονικές περιόδους, θεματικά όμως αφιερώνεται στο φθινόπωρο μιας ζωής. Εκείνης του κυρίου Στίβενς, μπάτλερ σε βρετανική έπαυλη, τον οποίο ο κριτικός Ηλίας Δημόπουλος περιέγραψε σε σχετικό κείμενό του ως έναν ήρωα που «τον προσπέρασε η Ιστορία». Ακόμα χειρότερα, για μένα είναι ένας ήρωας που τον προσπέρασε (και) η δική του ιστορία. Και μεγαλύτερη αμαρτία από μια ζωή χαμένη ίσως και να μην υπάρχει.
Υποδειγματική διασκευή του μυθιστορήματος του νομπελίστα, πια, Καζούο Ισιγκούρο, με τον Άντονι Χόπκινς στον κεντρικό ρόλο του ανθρώπου που δεν ήταν εκεί. Πρόκειται περί κτηνώδους μινιμαλιστικής ερμηνείας (sic) ‒ στέκεται στο δωμάτιο και γίνεται ένα με την ταπετσαρία, περπατά και νομίζεις πως δεν ακούς ποτέ τα βήματά του.
Σκοτεινό Χωριό
(The Village, 2004)
του Μ. Νάιτ Σιάμαλαν
Αδικημένη από το προωθητικό υλικό της, που την παρουσίαζε ως μία από τις τρομακτικότερες ταινίες που γυρίστηκαν ποτέ, η ρομαντική φαντασία του Μ. Νάιτ Σιάμαλαν είναι από τις λυρικότερες στουντιακές ταινίες της πρόσφατης μνήμης, λειτουργεί θαυμάσια ως αλληγορία για τη μετά το χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 εποχή και έχει υποπλοκές που ανταμείβουν τις επαναληπτικές προβολές –π.χ. ο ανεκπλήρωτος έρωτας ανάμεσα στον Γουίλιαμ Χαρτ και τη Σιγκούρνεϊ Γουίβερ, που κοινωνείται ως επί το πλείστον με βλέμματα‒, αλλά έχει και μια αχρείαστη ψευδο-ανατροπή μεταξύ της αποκάλυψης του μυστικού που αλλάζει εντελώς την ταινία και του σοκαριστικού φινάλε.
Δυστυχώς, μετά από αυτή την ταινία, μόνο στα επιμέρους βρίσκεις εκείνα που θαύμαζες κάποτε στον Σιάμαλαν και πολλές φορές ακόμα κι αυτό το κάνει δύσκολο.
Coco
(2017)
των Λι Άνκριτς και Άντριαν Μολίνα
Τη λίστα με τους δέκα τρόπους για να κάνεις τους ενήλικες να ξεπατωθούν στο κλάμα σαν μικρά παιδιά την έχουν συντάξει εξ ολοκλήρου οι άνθρωποι της Pixar. Από το μοντάζ μιας ζωής στην εισαγωγή του «Up» και τον αποχαιρετισμό του Άντι στα παιχνίδια του στο «Toy Story 3» ως την ουσιαστική εκπλήρωση της ευχής του πιτσιρικά στο φετινό «Onward» –που, φαντάσου, είναι και minor Pixar‒, η κραταιά δημιουργική ομάδα στον χώρο του animation τσιγκλάει συστηματικά, για να μην πω σαδιστικά, τους δακρυγόνους αδένες μας κι εμείς, σαν γνήσιοι μαζοχιστές, απαιτούμε να συνεχίσει να το κάνει.
Στην «Coco» οι Άνκριτς και Μολίνα στήνουν μια παραμυθένια αφήγηση γύρω από τη μεξικάνικη γιορτή της Μέρας των Νεκρών» –γιορτάζεται κάθε χρόνο 31 Οκτώβρη με 2 Νοέμβρη, όπως θα ξέρετε ενδεχομένως και λόγω των σχετικών events σε μεξικάνικα ρεστοράν‒ και πάνω που νομίζεις πως αυτήν τη φορά τούς ξέφυγες, έρχονται στο φινάλε να σου θυμίσουν ότι όσο και να μεγαλώσεις, θα είσαι πάντα το παιδί κάποιου. Ε, κι εκεί αρχίζουν τα αναφιλητά.