ΟΣΟ ΟΙΚΕΙΑ ΜΠΟΡΕΙ να μας ήταν από την περιρρέουσα ηθογραφία η φράση «θα σου ρίξω βιτριόλι» (απειλή που εξαιρετικά σπάνια μετουσιωνόταν σε αποτρόπαια πράξη, είτε στις παλιές ελληνικές ταινίες είτε στην πραγματικότητα) τόσο απόκοσμη και αλλόκοτη και απίστευτη μοιάζει η εικόνα της Ιωάννας Παλιοσπύρου με το καπέλο και την προστατευτική μάσκα που στοιχειώνει την τρέχουσα επικαιρότητα. Η Ιωάννα σκέτο – δεν χρειάζεται επίθετο, όλοι ξέρουμε ποια είναι όταν αναφέρεται μόνο το μικρό της όνομα στις επικεφαλίδες των ειδήσεων – όπως η Σπυριδούλα κάποτε ή η Ελένη από το Κωσταλέξι. Θύματα φρικώδους και αδιανόητης βίας, αντικείμενα τιμωρητικής μανίας, επιζώσες από την κόλαση.
Με τι τίμημα όμως… ειδικά στην περίπτωση της γυναίκας που δέχτηκε την επίθεση με το βιτριόλι, με όλες τις φριχτές συνέπειες για ζωή της που διαβάζουμε (αν αντέχουμε) στις καταθέσεις των εμπειρογνωμόνων. Η απόλυτη σωματικοποίηση του πόνου και της φρίκης και της απόπειρας να σε σβήσουν ως προσωπικότητα και ως πρόσωπο, κυριολεκτικά, με τον πιο άγριο, «απάνθρωπο» (υπάρχει τίποτα απάνθρωπο στ’ αλήθεια; υπάρχει κάτι «ασύλληπτο» που να μην έχει συμβεί ανάμεσα στους ανθρώπους;) και βασανιστικό τρόπο.
Η Ιωάννα σκέτο – δεν χρειάζεται επίθετο, όλοι ξέρουμε ποια είναι όταν αναφέρεται μόνο το μικρό της όνομα στις επικεφαλίδες των ειδήσεων – όπως η Σπυριδούλα κάποτε ή η Ελένη από το Κωσταλέξι.
Ένας τρόπος εξορκισμού αυτής της φρίκης είναι η αισθητικοποίησή της, η καταφυγή σε αναλογίες με την μυθοπλασία και την τέχνη. Και η αλήθεια είναι ότι ενώ η ιδέα και μόνο του τι πέρασε και τι περνάει αυτή η γυναίκα μουδιάζει το μυαλό, σε γεμίζει φρίκη και σε ταπεινώνει, η εικόνα της Ιωάννας με την μάσκα και το καπέλο καθώς προσέρχεται στο δικαστήριο, αντανακλά κάτι λεπτό, γενναίο, ιδιαίτερο, υπερβατικό. Σαν τον Αόρατο Άνθρωπο της λογοτεχνίας και του σινεμά που φασκιώνει κομψά και επιμελημένα την ανυπαρξία του ως άτομο με σάρκα και οστά.
Ή σαν την ηρωίδα της εξαίσιας ταινίας «Μάτια χωρίς πρόσωπο» (Les yeux sans visage ή Eyes Without a Face αγγλιστί) του 1960, σε σκηνοθεσία του Ζορζ Φρανζί – ένα αριστούργημα του φανταστικού σινεμά και του λυρικού, ατμοσφαιρικού τρόμου, και σίγουρα το πιο δαντελένιο και μελαγχολικό γκραν γκινιόλ που έγινε ποτέ. Και αυτό που κάνει αξέχαστη για πάντα την ταινία σε όποιον την δει (η πρώτη φορά για μένα ήταν σε πολύ τρυφερή ηλικία από την μικρή οθόνη της «Κινηματογραφικής Λέσχης») είναι κυρίως αυτή η λευκή μάσκα, σαν απόκοσμο εκμαγείο, που φορά η Εντίθ Σκομπ, η τραγική Κριστιάν της ταινίας, ένα κορίτσι που κρύβει από όλους, ακόμα κι από τον εαυτό της, το παραμορφωμένο της πρόσωπο. Σκιαχτική σαν φάντασμα, ευάλωτη σαν παιδί, εύθραυστη σαν πορσελάνινη κούκλα, είναι σα να ζει σ’ ένα καθαρτήριο ανάμεσα στην ύπαρξη και την ανυπαρξία, ανάμεσα στην πραγματικότητα και το όνειρο, ανάμεσα στην κατάρα και την αγιοσύνη.