ΕΝΩ ΣΙΓΟΥΡΑ ΦΑΙΝΕΤΑΙ υπερβολική η σύγχρονη τάση συστηματικής, ενδελεχούς, ιατροδικαστικής σχεδόν «αναψηλάφησης» διάσημων και διαχρονικά δημοφιλών βιβλίων, προκειμένου να εντοπιστούν και να απαλειφθούν όροι, λέξεις και φράσεις που υποδηλώνουν μια παρωχημένη και ρατσιστική αντίληψη του κόσμου, όπως εσχάτως συνέβη με κάποια σημεία στα βιβλία του Ρόαλντ Νταλ, του Ίαν Φλέμινγκ ή της Άγκαθα Κρίστι, ακόμα πιο υπερβολικές μού φαίνονται οι έντονες και κραυγαλέες αντιδράσεις σ’ αυτό το φαινόμενο.
Σίγουρα μοιάζει (και είναι) γελοίο το να επιστρατεύονται «ειδικοί ευαισθησίας» και συμβουλευτικές εταιρείες με ονομασίες όπως «Συμπεριληπτικά Μυαλά» (Inclusive Minds) για να «καθαρίσουν» τις επίμαχες λέξεις βιβλίων που γράφτηκαν σε άλλες εποχές, δεν είναι καινούργια όμως ούτε δείγμα ειδεχθούς λογοκρισίας απαραίτητα αυτή η διαδικασία.
Στελεχικού ή επιχειρηματικού τύπου παράνοια ίσως, αλλά όχι η αυγή ενός νέου φασισμού όπως κάποιοι το παρουσιάζουν, την ώρα μάλιστα που άλλα, πιο σύγχρονης ευαισθησίας βιβλία οδηγούνται στην πυρά από τοπικούς φορείς στην Αμερική για τον αντίθετο λόγο.
Είναι σωστό δηλαδή ένα παιδί, ενώ δέχεται πλέον (και πολύ ορθώς) από παντού μηνύματα κατά του ρατσισμού και υπέρ της συμπερίληψης και της ορατότητας, να βλέπει συγχρόνως σ’ ένα κλασικό βιβλίο παιδικής λογοτεχνίας τη λέξη «νέγρος» σαν να μην τρέχει τίποτα;
Πάντα γίνονταν τέτοιες αλλαγές, ειδικά σε παιδικά βιβλία (όπως του Νταλ), και οι λόγοι είναι προφανείς. Είναι σωστό δηλαδή ένα παιδί, ενώ δέχεται πλέον (και πολύ ορθώς) από παντού μηνύματα κατά του ρατσισμού και υπέρ της συμπερίληψης και της ορατότητας, να βλέπει συγχρόνως σ’ ένα κλασικό βιβλίο παιδικής λογοτεχνίας τη λέξη «νέγρος» (ή «αραπάκος», ή «σχιστομάτης», ή «κίτρινος σατανάς» που βλέπαμε διαρκώς στα πολεμικά κόμικς που διαβάζαμε μικροί) σαν να μην τρέχει τίποτα; Από τον Τομ Σόγιερ και τον Χάκλμπερι Φιν του Μαρκ Τουέιν μέχρι τον Τεντέν στο Κογκό, έχουν γίνει στο παρελθόν (και πολύ πριν από τη δήθεν μάστιγα της πολιτικής ορθότητας) σημαντικές επεμβάσεις.
«Μια μέρα κάθισε και παίδεψε το κεφάλι του. Το ’βαλε κάτω και το παίδεψε, το ’πλεξε όπως είδε να κάνουν οι γύφτοι με το καλάθι». Έτσι ξεκινάει το Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα, το πιο κλασικό ίσως ελληνικό παιδικό μυθιστόρημα για γενιές και γενιές μικρών αναγνωστών.
Προφανώς δεν υπάρχει καμιά ρατσιστική διάθεση εκ μέρους του Λουντέμη (ίσα-ίσα, ο «γύφτος» Μπίθρος είναι ο πιο στοργικός υποστηρικτής του μικρού ήρωα του βιβλίου, οι μαχαλάδες είναι γεμάτοι αγάπη), αν όμως, λέω αν, λόγου χάρη (θεωρητικά μιλώντας, δεν θα πρότεινα καμία επέμβαση), έλεγε «τσιγγάνοι», ας πούμε, αντί για «γύφτοι» (ένας όρος που χρησιμοποιείται σε μεγάλο βαθμό υποτιμητικά και υβριστικά και το γνωρίζουν ήδη αυτό τα παιδιά), σε μια αναθεωρημένη έκδοση, θα χαλούσε ο κόσμος; Θα χανόταν η ιστορική αξία του βιβλίου ή η αντανάκλαση στο σήμερα του χρόνου και του τόπου που γράφτηκε (στοιχεία που έτσι κι αλλιώς δεν αφορούν έναν μικρό αναγνώστη); Δεν νομίζω.
Ακόμα και στην ενήλικη λογοτεχνία, που είναι πολύ πιο πολύπλοκο το ζήτημα, έχουν γίνει κατά καιρούς διάφορες αλλαγές σε τίτλους ή φράσεις πολύ γνωστών βιβλίων. Στην περίπτωση της Άγκαθα Κρίστι, μάλιστα, από παλιά. Και στα αγγλικά αλλά και στα ελληνικά οι Δέκα μικροί νέγροι έγιναν πρώτα Δέκα μικροί ινδιάνοι για να καταλήξει εδώ και πολλά χρόνια ο τίτλος του πιο δημοφιλούς μυθιστορήματος της Κρίστι να είναι Και δεν έμεινε κανένας (And then there were none), όπως συμβαίνει με την πιο πρόσφατη έκδοση (Ψυχογιός, 2018) του βιβλίου στα ελληνικά.
Δεν αλλάζει κάτι στην πλοκή και στο πνεύμα του έργου, εκτός αν θεωρήσει κανείς ότι ο τελευταίος τίτλος εμπεριέχει spoiler (όντως δεν μένει κανείς, σχεδόν, στο τέλος). Δεν πρόκειται για εκτραχηλισμό της πολιτικής ορθότητας αλλά για στοιχειώδη ευαισθησία και για στοιχειώδη λογική.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.