ΜETA AΠΟ ΤΗΝ ΕΞΟΥΘΕΝΩΤΙΚΗ λιτανεία φρίκης που συνόδεψε για καιρό την άγρια γυναικοκτονία στα Γλυκά Νερά, η αιφνίδια εξιχνίαση της «κλοπής της Πινακοθήκης» μοιάζει σχεδόν με ψυχαγωγικό αντιπερισπασμό για το κοινό. Η κλοπή χωρίς βία – ακόμα και μια τόσο διακεκριμένη κλοπή με τόσο πολύτιμη λεία – είναι άλλο εντελώς πράγμα από μια στυγερή δολοφονία, από μια οποιαδήποτε δολοφονία, από έναν βιασμό, από μια εγκληματική πράξη με ανθρώπινα θύματα. Ανήκει σε άλλο κινηματογραφικό είδος, πιο ελαφρύ και σαφώς πιο ανώδυνο για τις ευαισθησίες του θεατή.
Και η συγκεκριμένη υπόθεση κατορθώνει να συνδυάζει στοιχεία από ταινία ληστείας (heist), από φαρσοκωμωδία (τα ελλιπή σε σημείο φαιδρότητας μέτρα προστασίας όταν συντελέστηκε η κλοπή, το βιντεάκι της Ελληνικής Αστυνομίας με την ανεύρεση των πολύτιμων έργων στην ρεματιά, σαν παρωδία Twin Peaks, η χθεσινή σκηνή με τον πίνακα του Πικάσο που γλιστρά και πέφτει και στη συνέχεια γίνεται λούπα, gif και meme στα social media), ακόμα κι από ρομαντική κομεντί: «Κάποια στιγμή εκμυστηρεύτηκα σε μια κοπέλα που είχα σχέση στην Αγγλία ότι είχα τους πίνακες αλλά δεν έδωσε βάση στα λεγόμενα μου», δήλωσε στην απολογία του ο 49χρονος δράστης. Ο οποίος έδρασε μόνος (όπως λέει) και επίσης είναι Έλληνας γέννημα-θρέμμα, αντί για «το δίδυμο των αλλοδαπών φαντομάδων» που μας έλεγαν ότι αναζητούσε η αστυνομία.
Η όλη ιστορία μοιάζει με ταινία χαμηλού προϋπολογισμού και βήτα διαλογής που η πλοκή της μπάζει από παντού και κάποια στιγμή η παραγωγή ξέμεινε από χρήματα, περιέχει όμως αρκετές συμπαθητικές και ευφάνταστες ιδέες ώστε να αναδειχθεί σε cult αντικείμενο που περιβάλλεται με στοργή από μερίδα των θεατών.
Κάπου είδα να γίνεται λόγος ακόμα και για την «κατάρα της Ντόρα Μάαρ» (της μούσας αλλά και νεμέσεως ίσως του Πικάσο η οποία ‘απεικονίζεται’ στον ένα από τους δύο πίνακες που είχαν κλαπεί), αλλά κι αυτό δεν ήταν αρκετό για να απαλύνει την λούμπεν υφή αυτής της υπόθεσης. Ο δράστης μπορεί να ήταν φιλότεχνος και ενδεχομένως μποέμ, δεν ήταν όμως και ο Αρσέν Λουπέν αλλά ένας ταπεινός ελαιοχρωματιστής, γεγονός που θύμισε σε πολλούς την γνωστή ατάκα με τον καλλιτεχνίζοντα μπογιατζή ο οποίος δηλώνει ως επαγγελματική ιδιότητα «ζωγράφος μεγάλων επιφανειών» (όλοι σχεδόν γνωρίζουμε μια τέτοια περίπτωση). Πολυτεχνίτης κι ερημοσπίτης μάλλον παρά απατεώνας και τζέντλεμαν.
«Δεν θυμάμαι πόσες βραδιές καθόμουν κρυμμένος στα φυτά και παρατηρούσα τους φύλακες…», δήλωσε ο (φερόμενος ως) δράστης στην εξομολόγησή του, η οποία παρουσιάζει ενδιαφέρον και θα μπορούσε να αποτελέσει ένα πρώτης τάξεως σενάριο για μια κινηματογραφική αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο, για ένα υπαρξιακό νουάρ (‘του φτωχού’) με πολιτικοκοινωνικές προεκτάσεις. «Πίστεψα ότι ένα από αυτά τα έργα μπορεί να γίνει δικό μου», συνεχίζει ο μεταμελημένος ληστής στην προανακριτική του απολογία. «Αυτές οι σκέψεις με βασάνιζαν δύο χρόνια περίπου και με οδήγησαν να κάνω το μεγαλύτερο λάθος της ζωής μου…Πήγα στο Μοναστηράκι, αγόρασα μαύρες αρβύλες, υφασμάτινα γάντια, μαύρο παντελόνι, ένα μαύρο μπλουζάκι, μια μαύρη κουκούλα που άφηνε ακάλυπτα μόνο τα μάτια και ένα μαύρο σάκο…».
Η όλη ιστορία μοιάζει με ταινία χαμηλού προϋπολογισμού και βήτα διαλογής που η πλοκή της μπάζει από παντού και κάποια στιγμή η παραγωγή ξέμεινε από χρήματα, περιέχει όμως αρκετές συμπαθητικές και ευφάνταστες ιδέες ώστε να αναδειχθεί σε cult αντικείμενο που περιβάλλεται με στοργή από μερίδα των θεατών. Ή σαν όνειρο καλοκαιρινής σιέστας που δεν βγάζει και πολύ νόημα, τουλάχιστον όμως δεν ξυπνάς με βαρύ κεφάλι αλλά με μια, όχι δυσάρεστη, αίσθηση θυμηδίας.