ΚI ENΩ ΤΟ NETFLIX μοστράρει στην χαοτική πασαρέλα του το τελευταίο άνισο δημιούργημα του Ράιαν Μέρφι ο οποίος έχει τσεπώσει γύρω στα 300 μύρια από το κανάλι και μέχρι τώρα μας έχει προσφέρει σειρές όπως το “The Politician” (επιεικώς μέτριο), το “Hollywood” (χάλια) το “Ratched” (ανεκδιήγητο) και τώρα το “Halston” (όχι κακό ακριβώς αλλά πάντως μία από τα ίδια, δηλαδή ο γνώριμος glossy πολτός), κυκλοφορεί στην πλατφόρμα ένα κανονικό διαμάντι και μάλιστα «για όλη την οικογένεια».
Πρόκειται για την ταινία (εντυπωσιακών) κινουμένων σχεδίων The Mitchells vs. the Machines (Οι Μίτσελ και η Εξέγερση των Μηχανών), από τους δημιουργούς αντίστοιχων εξαιρετικών computer-animated ταινιών όπως το Cloudy with a Chance of Meatballs (Βρέχει κεφτέδες), The Lego Movie και το πιο πρόσφατο Spider-Man: Into the Spider-Verse (που επίσης κατοικοεδρεύει στην πλατφόρμα όπως και οι «κεφτέδες» 1 και 2). Για όσους ακόμα δεν εμπιστεύονται τις ταινίες animation (κάθε είδους και τεχνοτροπίας) παρά τις απεριόριστες αφηγηματικές και αισθητικές δυνατότητες που προσφέρει το είδος, ειδικά με την ραγδαία ανάπτυξη της ψηφιακής τεχνολογίας, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα.
Αρχικά (προ πανδημίας) η ταινία είχε τον τίτλο “Connected” που είναι πιο αφηρημένος και πιο ελλειπτικός από το όνομα που επικράτησε μετά την αγορά της από το Netflix, συγχρόνως όμως είναι και πιο ενδεικτικός της θεματολογίας της που σε μεγάλο βαθμό έχει να κάνει με τις συνδέσεις των μελών μιας οικογένειας αλλά και των μελών μιας οικουμενικής ψηφιακής κοινότητας, δηλαδή όλων μας.
Αυτοί χάνουν, ειδικά αν είναι συνδρομητές του Netflix, ένα από τα μεγάλα ατού του οποίου τελικά είναι ακριβώς αυτό το είδος, καθιστώντας το κανάλι τον πιο σημαντικό ανταγωνιστή της Disney, είτε πρόκειται για δικές του παραγωγές είτε για αποκτήματα όπως το The Mitchells vs. the Machines, το οποίο ήταν έτοιμο να βγει στις αίθουσες λίγο πριν χτυπήσει η πανδημία αλλά κόλλησε στο καθαρτήριο μέχρι που το διέσωσε η πλατφόρμα αγοράζοντάς το. Και είναι πραγματικά κρίμα που δεν παίχτηκε στη μεγάλη οθόνη ώστε να αναδειχτούν επαρκώς οι τεχνικές αρετές της (και κάποιες φαντασμαγορικές σκηνές που μοιάζουν να καταπιέζονται στη μικρή).
Η ταινία ξεκινά ως road trip μια δυσλειτουργικής (δηλαδή φυσιολογικής) οικογένειας, γρήγορα εξελίσσεται όμως σε περιπέτεια «αποκάλυψης» καθώς τα ρομπότ που δημιούργησε ένας νεαρός τεχνο-γκουρού της Silicon Valley για να υπηρετήσουν τους ανθρώπους, στρέφονται εναντίον τους και απειλούν να μας εκτοξεύσουν όλους στο διάστημα. Αρχηγός τους μια οντότητα τεχνητής νοημοσύνης που κατοικεί σ’ ένα smartphone, έχει τη φωνή της Ολίβια Κόλμαν, λέγεται PAL (φιλαράκι) και μέχρι πρότινος ήταν αναντικατάστατη ως «ψηφιακή βοηθός» μέχρι που αντικαταστάθηκε από μηχανές φυσικού μεγέθους, τις οποίες όμως κατάφερε να θέσει υπό τον έλεγχο της για να εκδικηθεί όχι μόνο τον δημιουργό της αλλά ολόκληρη την ανθρωπότητα.
Αρχικά (προ πανδημίας) η ταινία είχε τον τίτλο “Connected” που είναι πιο αφηρημένος και πιο ελλειπτικός από το όνομα που επικράτησε μετά την αγορά της από το Netflix, συγχρόνως όμως είναι και πιο ενδεικτικός της θεματολογίας της που σε μεγάλο βαθμό έχει να κάνει με τις συνδέσεις των μελών μιας οικογένειας αλλά και των μελών μιας οικουμενικής ψηφιακής κοινότητας, δηλαδή όλων μας. Πέρα από τον φρενήρη ρυθμό, τις εξωφρενικές καταστάσεις, την ευφυέστατη σάτιρα και τα πρωτοποριακά εφέ, το ταξίδι της οικογένειας Μίτσελ και οι μάχες που καλούνται να δώσουν ο ‘λουδίτης’ μπαμπάς, η ισορροπίστρια μαμά, η μεγάλη κόρη (λίγο πριν φύγει από τα δεσμά της οικογένειας για να σπουδάσει κινηματογράφο) και ο μικρός γιος, προκειμένου να αποτρέψουν την «Αποκάλυψη των ρομπότ», αποτελούν μια απολύτως ψυχαγωγική και απαλλαγμένη από διδακτισμό παραβολή για τις ανθρώπινες σχέσεις στην εποχή της ατέρμονης διασύνδεσης.