Άκρα της καύλας σιωπή στην πόλη βασιλεύει.
Νοίκια, ΔΕΗ, λογαριασμοί, ευρώ δεν περισσεύει.
Όχι όμως για τον Δυτικό, που εδώ μεταναστεύει.
Στέκει ο λόκαλ ο καλός παράμερα και κλαίει.
«Έρμο δυάρι σκοτεινό, τι σ’ έχω γω στο χέρι;
Νοίκι μου μού ’γινες βαρύ, και ο τουρίστας ξέρει».
Ο Δεκέμβρης με τον Έρωτα κρυώνουν και πεινάνε,
κι όσα είναι τα airbnb, φώτα λαμποκοπάνε.
Ερμού κι η λαοθάλασσα φέρνουν μεγάλο κύμα,
άμα σπρώξεις κανέναν τους, θα παίξουνε το θύμα.
Βλέπουν πως τρέχεις για δουλειά μέσα στις διακοπές τους,
είσαι άλλο ένα σουβενίρ, εσύ και ο φραπές τους.
Τρέχει ο μαγαζάτορας, τρέχει η αστυνομία
να κάνουν το καλύτερο για την οικονομία.
«Ας μην περνούσες από δω», «ας ήσουν καθωσπρέπει»,
η Αθήνα έχει πρόστιμο, ο στόχος είναι η τσέπη.
Τριάντα οι Απρίληδες, τη νιότη μας βαραίνουν,
τριάντα και τα χρόνια για τη σύνταξη, δεν βγαίνουν.
Ανάθεμα τα τα μετρό, Εξάρχεια, Κυψέλη,
μας ’διώξαν τους αρκούδους μας, μαγάρισαν το μέλι
που γλύκαινε τη γλώσσα μας μες στον βαρύ χειμώνα.
Τις μέλισσες κυνήγησαν με κλομπ και δακρυγόνα.
Πολύτεκνοι και άτεκνοι, μόνοι και παντρεμένοι,
ένα πρωί ξυπνήσαμε όλοι εξευγενισμένοι.
«Όποιος νοικιάζει σήμερα, χίλιες φορές πεθαίνει».
Κλαίει η Αθήνα και θρηνεί τον άλλοτε εαυτό της.
«Εμένα που με βλέπετε, ήμουν μεγάλη ντάνα,
είχα αξιοθέατα αρχαία μες στη φύση,
είχα παρκάκια λαϊκά, για λαϊκό γαμήσι,
φτηνά τσιγάρα και ποτά και προσιτά ενοίκια
και ψωνιστήρια μπόλικα.
Τώρα, για να με βρίζετε, θα ’χετε κάποια δίκια».
Κοίτα πώς παρελαύνουν από την Αδριανού στην Πλάκα.
Θα πλήρωναν μια σέλφι στους αστέγους του Μουστάκα.
Δεν θέλουν να μας βλέπουν καν, η πόλη τούς ανήκει.
Η πόλη που μας έδιωξε για ένα μεγάλο νοίκι.
«Εγώ κανέναν δήμαρχο δεν ήθελα νταβά μου,
εσείς μου τους ψηφίζατε να φτιάξουν τα στραβά μου
και όλο με στολίζανε σαν κέρδιζαν καρέκλα,
μα ύστερα το ρίχνανε στη μάσα και στη ρέκλα».
Οι δήμαρχοί σου ανέραστοι, αυτό κι αν είναι κρίμα,
ογδονταένας κάλπικοι και μία δημαρχίνα.
«Παιδιά μου, να τσεκάρετε τις τελευταίες τάσεις,
η Αθήνα έχει την πρωτιά, τρέχα να την προφτάσεις.
Τα like, οι καρδούλες σας και οι κοινοποιήσεις
σάς έκαναν πελάτες μου χωρίς δικαίωμα χρήσης.
Άμα τολμάτε σβήστε για έναν μήνα τις οθόνες,
να δείτε την Αθήνα σας και άλλες πόλεις μόνες».
Άκρα της καύλας σιωπή στην πόλη βασιλεύει.
Η πόλη μας άλλαξε και εμάς, με τόσες φωταψίες,
είχαμε μάθει στα φιλιά, όχι στις χειραψίες.
Τα λέγαμε στις κολλητές, τώρα στις συνεδρίες,
άγνωστοι από τα σόσιαλ, γνωστοί από τις πλατείες.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.