ΠΩΣ ΑΝΤΙΛΑΜΒΑΝΕΤΑΙ βαθύτερα ένας λαός την ιστορία του, πέρα από τα βιβλία, τη σχολική κατήχηση και την εθνικιστική ρητορεία; Θα έλεγα, κυρίως διά του ζωντανού παραδείγματος: δηλαδή όταν βλέπει τη δική του μοίρα να παίζεται ξανά στο εκάστοτε παρόν με πρωταγωνιστή έναν ξένο, αλλά οικείο λαό, ο οποίος έρχεται ξαφνικά να του θυμίσει τις δικές του εθνικές περιπέτειες πίσω στον χρόνο.
Στην περσινή 200ή επέτειο από τον πόλεμο της ανεξαρτησίας του 1821 δόθηκε μια καλή αφορμή να αναστοχαστούμε με αρκετά ψύχραιμο τρόπο τόσο την ίδια την Επανάσταση ως την κοιτίδα της γέννησης ενός νεωτερικού έθνους όσο και τη συγκρότηση και την εξελικτική διαδρομή του κράτους και των θεσμών του στους δύο αυτούς αιώνες.
Κυκλοφόρησαν εξαιρετικές εκδόσεις, γράφτηκαν εμπνευσμένα κείμενα που δεν αγνοούσαν τον πολυπαραγοντικό και αντιφατικό χαρακτήρα της Επανάστασης και γυρίστηκαν πρωτότυπα ντοκιμαντέρ που σε μεγάλο βαθμό δεν αναπαρήγαγαν τις παλιότερες κορόνες αυτοθαυμασμού ή, στο άλλο άκρο, της αυτολύπησης. Ήταν ένα μάθημα αυτογνωσίας από εκείνα που μας έκαναν συλλογικά μάλλον σοφότερους ως προς το ποιοι είμαστε και μάλλον ωριμότερους ως προς το τι μπορούμε να πετύχουμε εφόσον έχουμε πρώτα κατανοήσει τις αιτίες των κατά καιρούς αποτυχιών μας.
Το τεράστιο φιλελληνικό κίνημα που προέκυψε μετά το ξέσπασμα της Ελληνικής Επανάστασης σε όλη την Ευρώπη της εποχής και επεκτάθηκε μέχρι τις ΗΠΑ δεν είχε άλλο κίνητρο από την αγνή και απροϋπόθετη υποστήριξη ενός μικρού έθνους που μαχόταν για την ανεξαρτησία του.
Ωστόσο, όλα αυτά δεν θα μπορούσαν παρά να κινούνται στην ακαδημαϊκή σφαίρα. Ήταν εξαιρετικά χρήσιμες ερμηνείες του ιστορικού παρελθόντος μας, αλλά τους έλειπε αναγκαστικά το βιωματικό στοιχείο. Όταν μιλάμε για το παρελθόν, δεν παύουμε ποτέ να μιλάμε για κάτι νεκρό και μακρινό. Έτσι, αν κάτι έχει αξία, πιστεύω, αναφορικά με τη φετινή επέτειο του 1821, είναι το να κοιτάξουμε το παράδειγμα ενός άλλου πολέμου της ανεξαρτησίας και να δούμε όσα συντελούνται σήμερα στην Ουκρανία μετά τη ρωσική εισβολή. Διότι ο πόλεμος αυτός αναβιώνει εμπρός μας, με απόλυτα δραματικό τρόπο, τον αιματηρό αγώνα ενός νέου σε ηλικία εθνικού κράτους για ελευθερία έναντι μιας απειλητικής γειτονικής του δύναμης που πάσχει από φαντασιώσεις αυτοκρατορικού μεγαλείου.
Ο αγώνας του ουκρανικού λαού μοιάζει έτσι σε πολλά με εκείνον του ελληνικού το 1821. Είναι πράγματι κι αυτός ένας πόλεμος τόσο για την ελευθερία όσο και για την ανεξαρτησία. Οι Ουκρανοί μάχονται επίσης απέναντι σε μια αυτοκρατορική δύναμη που θέλει να τους καθυποτάξει, επιβάλλοντας μια ξενική κατοχή και εγκαθιδρύοντας ένα ανελεύθερο καθεστώς που θα στερεί βασικές ελευθερίες στον πληθυσμό.
Γνωρίζουμε, άλλωστε, από άλλες νεωτερικές επαναστάσεις και πολέμους ανεξαρτησίας της παγκόσμιας ιστορίας ότι ενώ ο αγώνας για ελευθερία μπορεί να συνεγείρει με μοναδικό τρόπο τους ανθρώπους, έχει επίσης τη δύναμη να συγκροτεί και νέες ταυτότητες. Και μέσα από αυτόν τον πόλεμο για την υπεράσπιση της ανεξαρτησίας τους οι Ουκρανοί γίνονται ένα ακόμα πιο συμπαγές έθνος, πιστεύοντας πλέον πολύ περισσότερο σε μια εθνική ταυτότητα απολύτως διακριτή από εκείνη των Ρώσων που ουδέποτε τους αναγνώρισαν ως κάτι ξεχωριστό και αυτοτελές.
Όπως και η άλλοτε παρακμάζουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία που στηριζόταν σε μια περίκλειστη και απομονωμένη από τον κόσμο θεοκρατικού τύπου εξουσία, οι ρωσικές ευρασιατικές φαντασιώσεις του Πούτιν, με τις τσαρικού τύπου αντιλήψεις που παραπέμπουν ευθέως σε τυραννικό καθεστώς (σε στενή συμμαχία και με τη ρωσική Εκκλησία), μοιάζουν σήμερα εντελώς οπισθοδρομικές και εκτός εποχής, αναβιώνοντας έναν ξεπεσμένο ανατολικό δεσποτισμό.
Ακριβώς γι’ αυτό είναι που το ουκρανικό δράμα έχει κινητοποιήσει το διεθνές ενδιαφέρον – και σε αυτό μοιάζει επίσης με την ελληνική περίπτωση. Το τεράστιο φιλελληνικό κίνημα που προέκυψε μετά το ξέσπασμα της Ελληνικής Επανάστασης σε όλη την Ευρώπη της εποχής και επεκτάθηκε μέχρι τις ΗΠΑ δεν είχε άλλο κίνητρο από την αγνή και απροϋπόθετη υποστήριξη ενός μικρού έθνους που μαχόταν για την ανεξαρτησία του ενάντια σε μια γιγάντια και τυραννική αυτοκρατορία.
Κι αν τότε οι διάφορες συντηρητικές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις άργησαν να συντονιστούν με το κοινό αίσθημα, σήμερα, αντιθέτως, σύσσωμη η Ευρώπη στέκεται με αποφασιστικότητα και χωρίς παλινωδίες απέναντι στον ρωσικό επεκτατισμό. Το ίδιο και οι ευρωπαϊκές κοινωνίες όπου οι φιλοπουτινικές φωνές είναι σχετικά περιορισμένες και κυρίως απονομιμοποιημένες.
Με βάση τις συγκρίσεις με την Επανάσταση του 1821, θα περίμενε κανείς ότι η ελληνική κοινωνία θα ήταν κι εκείνη σύμπασα στοιχισμένη με την ουκρανική πλευρά. Με τον Δαυίδ, όχι με τον Γολιάθ ‒ διότι κι αυτή Δαυίδ ήταν το ’21. Αντιθέτως, οι έρευνες κοινής γνώμης δείχνουν ότι ίσως και πάνω από τους μισούς Έλληνες προτιμούν μια πολιτική ίσων αποστάσεων σε αυτόν τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, και τούτο αφορά εξίσου την αριστερή και τη δεξιά παράταξη. Δεν θέλουν να είναι ούτε με τον θύτη ούτε και με το θύμα.
ΠΟΛΛΑ ΕΧΟΥΝ ΕΙΠΩΘΕΙ γι’ αυτή την ελληνική ιδιαιτερότητα. Έχει να κάνει ασφαλώς με έναν διάχυτο αντινατοϊσμό και αντιδυτικισμό πολλών δεκαετιών ήδη από τη δεκαετία του ’50 και τον τότε κυπριακό αντι-αποικιακό αγώνα που έφθασε στο απόγειό του με την προβληματική αμερικανική στάση στην τουρκική εισβολή του 1974 και μεταλλάχθηκε κατά τη Μεταπολίτευση στην παπανδρεϊκή ρητορική του ισαποστακισμού περί «συμμαχίας των αδεσμεύτων».
Στη δεξιά εκδοχή της, από την άλλη, συνδέεται περισσότερο με την υποτιθέμενη διαχρονική χριστιανορθόδοξη συμμαχία με το «ξανθό γένος» που σήμερα προωθείται μέσω φιλορωσικών μοναστηριών στη χώρα μας και έχει απήχηση σε πλήθος πιστών. Αμφότερες αυτές οι εκδοχές ενδέχεται να συναντιούνται και στη λατρεία μονοπρόσωπων καθεστώτων, όπου δήθεν «πεφωτισμένοι» αυταρχικοί ηγέτες φαντάζουν ως λυτρωτές απέναντι στις παρηκμασμένες δυτικές δημοκρατίες του καπιταλισμού και της αδικίας.
Υπάρχει όμως και μια εκδοχή που ίσως να είναι και η ισχυρότερη, και αφορά όντως μια λογική ίσων αποστάσεων, χωρίς να είναι αναγκαστικά φιλοπουτινική και φιλοαυταρχική. Κι αυτή έχει επίσης μακρά παράδοση στη χώρα. Συνδέεται με εκείνη την αντίληψη, ήδη από τους Βαλκανικούς Πολέμους, περί μιας «μικρής Ελλάδας» που οφείλει να στέκεται μονίμως στο περιθώριο των εξελίξεων και να μην παίρνει θέση για τίποτε. Αυτό ακριβώς που πρότειναν π.χ. οι φιλοβασιλικοί να κάνει η Ελλάδα στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, να μείνει ουδέτερη. Κλεισμένη στο καβούκι της, δεν πρέπει ποτέ να κινητοποιείται για τίποτα πέραν των μικροσυμφερόντων της, και για εκείνα πάλι μόνο αν της χτυπάνε εκβιαστικά την πόρτα της.
Προφανώς εδώ δεν μιλάμε υπέρ κανενός μεγαλοϊδεατισμού που μόνο κινδύνους θα επέσυρε αν τυχόν τον ακολουθούσε μια κυβέρνηση. Μιλάμε όμως εναντίον ενός εθνικού μιζεραμπιλισμού της κακομοιριάς και της εσωστρέφειας που θεωρεί «εθνικό κίνδυνο» ακόμα και την αποστολή περιορισμένου στρατιωτικού υλικού σε έναν λαό που αγωνίζεται για την ελευθερία του. Και που (τι αντίφαση!) είναι σίγουρο ότι αν τυχόν βρισκόταν στη θέση του, θα είχε την απαίτηση να τον συντρέξουν όλοι στο όνομα της «δικαιοσύνης».
Όπως ξανά στο πρόσφατο παρελθόν, οι υπονομευτές του παρόντος και του μέλλοντός μας δυστυχώς δεν είναι μόνο εκτός αλλά και εντός των τειχών. Αυτός είναι ο λόγος που δεν πρέπει μόνο να νικήσουν η ειρήνη και το διεθνές δίκαιο έναντι της ιμπεριαλιστικής στρατιωτικής επέμβασης στην Ουκρανία αλλά και η δημοκρατία απέναντι στην τυραννία. Και μαζί να δικαιωθεί εκείνη η άποψη που θέλει την Ελλάδα όχι τον φτωχό συγγενή της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ αλλά έναν ενεργό συνδιαμορφωτή των εξελίξεων μιας ηπείρου όπου τόσο συχνά κομπορρημονούμε ότι γεννήθηκαν οι αξίες της.
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.