ΣΤΗΝ ΑΡΙΣΤΕΡΗ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ, οι κοινωνικές ανάγκες έχουν ηθική προτεραιότητα έναντι των πολιτικών μηχανισμών. Για τα αριστερά κόμματα η κοινωνία ήταν κυρίως οι αγώνες των τάξεων και αργότερα και τα δικαιώματα, κοινωνικά, ατομικά ή αυτά των μειονοτήτων. Στην περίοδο της δικής μας εποχής των μνημονίων, αυτή η κοινωνία-λαός βρήκε στον Αλέξη Τσίπρα και τον ΣΥΡΙΖΑ ένα όχημα πρόσβασης στην κυβέρνηση και μια μορφή δικαίωσης. Φυσικά ο Τσίπρας ήταν πολιτικό στέλεχος που βγήκε από μια κομματική ιστορία, πρώτα στον Συνασπισμό και έπειτα, με ρόλο ιδρυτικό, στον ΣΥΡΙΖΑ. Μιλούσε και ήξερε την κληρονομημένη γλώσσα, αν και ο ρόλος του και αυτό που διαμόρφωνε με την παρουσία του ήταν κάτι άλλο. Έτσι, παρά την κομματική πλαισίωση της ζωής του Αλέξη Τσίπρα, αναδύθηκε και πολλαπλασιάστηκε ένας λαός που είχε αναφορά κατά βάση σε ένα πρόσωπο και εμπνεόταν από τη σχέση του με τον «Αλέξη». Αυτός ο λαός ήταν συριζαίοι αλλά με τρόπο διαφορετικό από τον τρόπο των κλασικών κομματικών συναισθημάτων.
Ο Στέφανος Κασσελάκης χρησιμοποιεί επιδερμικά συναισθήματα και συνθήματα που αποθέωσε ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ στη ριζοσπαστική του φάση. Τι λέει; Ότι ο εχθρός είναι οι κακές ελίτ, η παλιά πολιτική τάξη, οι σάπιοι και διεφθαρμένοι θεσμοί. Τώρα απλώς έχει προστεθεί και η αναφορά στην αποτελεσματικότητα και στη διαχειριστική ικανότητα, δάνειο από τον αντίπαλο και τον λόγο του.
Η κοινωνική γείωση του ΣΥΡΙΖΑ υπήρξε έτσι μια εκδοχή πλατύτερης εκλογικής βάσης που χωρούσε αποσκιρτήσαντες λαϊκοδεξιούς, ανδρεϊκούς νοσταλγούς, άτυπους εθνικιστές, πρώην σημιτικούς και πολλά άλλα. Δεν έγινε σχέση με κοινωνικές οργανώσεις και πραγματικά κινήματα όσο με ατομικούς ψηφοφόρους, κοινά των κοινωνικών μέσων και ένα τμήμα των διανοούμενων στρωμάτων. Αφού ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ πρόβαλε με ενθουσιασμό την άποψη πως είναι το κόμμα της κοινωνίας η οποία αγανακτεί με τα μνημόνια και εμπιστεύεται τον Αλέξη Τσίπρα για τη διακυβέρνηση, αφέθηκε να γίνει ένα εργαλείο στην αποκλειστική υπηρεσία των εκάστοτε εκλογικών στόχων. Και από το 2019 και έπειτα, ενός στόχου: της νίκης επί του Μητσοτάκη. Όταν πλέον ο στόχος συνάντησε ήττες και μάλιστα τη χειρότερη και πιο επώδυνη, το σοκ από τη δυσάρεστη έκπληξη, σοκ οργής και μεγάλης πικρίας, γέννησε δυο αντίστροφες κινήσεις: μια κίνηση επιβεβαίωσης του κόμματος και ενός πυρήνα βασικών ιδεών και μια άλλη δυναμική που ωθούσε τη νέα εκλογική βάση σε «εξέγερση» κατά της «αποτυχημένης πολιτικής γραφειοκρατίας».
Στο μεταξύ, όμως, το περίφημο κοινωνικό πεδίο δεν είναι το ίδιο με αυτό που φαντάζονταν οι τρέχουσες αναλύσεις στα έντυπα της αριστεράς: δεν είναι μόνο τα κοινωνικά αιτήματα και οι αντίστοιχες συγκρούσεις αλλά και ρεύματα συναισθημάτων, πολιτισμικές διαμάχες και ψυχολογικές ταυτίσεις μέσα από τον γαλαξία των social media. To κοινωνικό γινόταν έτσι και καμπάνια, μετατρεπόταν σε στυλιζάρισμα και ημερήσια ή εβδομαδιαία επικοινωνιακά γεγονότα. Η υποτίμηση της σημασίας της πολιτικής διεύθυνσης (του κόμματος) ήταν παράλληλη με την παραγνώριση της πολύπλοκης φύσης του κράτους. Ο συμβατικός συριζαϊκός λόγος συνέχισε λοιπόν να ακκίζεται με την «κοινωνία σε κίνηση», θεωρώντας πως από τις σεισμικές ακολουθίες της δυσφορίας θα ξεπηδήσει η άρνηση της κυριαρχίας του Κυριάκου Μητσοτάκη. Εδώ όμως έγινε κάτι άλλο: αποδείχτηκε πως η κοινωνία σε κίνηση δεν είναι η σφαίρα κάποιων κινημάτων ή άλλων μορφών όπου υποτίθεται ότι εκφράζονται και δρουν οι εργαζόμενοι. Η κοινωνία-εκλογική δεξαμενή αποζητά κυρίως το πρόσωπο απέναντι στον Μητσοτάκη. Αποζητά μια ανάθεση/ανακούφιση. Κοινά που έχουν μπαϊλντίσει από την πολιτική ιστορία της αριστεράς και νεότεροι που δεν ξέρουν και πολλά από τις παλιές ιστορίες αποτελούν πλέον μια υπολογίσιμη αριθμητικά δύναμη.
Έτσι φτάνουμε στην ταχύτατη αναρρίχηση ενός Στέφανου Κασσελάκη με μεγάλα ποσοστά. Ο Κασσελάκης είναι ένας κοσμοπολίτης και μετα-κομματικός Τσίπρας. Πάνω του ένας κόσμος εναποθέτει την ελπίδα μιας ταχύρρυθμης αναστροφής της εκλογικής ήττας. Μαζί εκφράζει και μια διάθεση χολερικής αντεκδίκησης κατά του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ ως κόμματος που κατά τη γνώμη τους «φταίει» για την απομάκρυνση από την εξουσία. Ο μεταμοντέρνος φιλελεύθερος λαϊκισμός αποθεώνει την κοινωνία των πολιτών περιφρονώντας τους πολιτικούς-κομματικούς μηχανισμούς ως σκουριασμένες μηχανές. Στυλιζάρει έτσι την πολιτική ως μάχη μεταξύ προοδευτικών και συντηρητικών ενσαρκωμένων σε δυο πρόσωπα. Τα «στρατόπεδα» γίνονται εν τέλει κάποια πρόσωπα, τα επιτελεία τους και οι θερμές οπαδικές πρωτοπορίες τους στις αρένες των media. Ο Στέφανος Κασσελάκης χρησιμοποιεί επιδερμικά συναισθήματα και συνθήματα που αποθέωσε ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ στη ριζοσπαστική του φάση. Τι λέει; Ότι ο εχθρός είναι οι κακές ελίτ, η παλιά πολιτική τάξη, οι σάπιοι και διεφθαρμένοι θεσμοί. Τώρα απλώς έχει προστεθεί και η αναφορά στην αποτελεσματικότητα και στη διαχειριστική ικανότητα, δάνειο από τον αντίπαλο και τον λόγο του. Έτσι βλέπουμε να χτίζεται ένας υβριδικός λαϊκισμός, ενσωματώνοντας φιλελεύθερες, δικαιωματικές και αριστερές φράσεις και συναισθήματα. Στοιχεία από την επικοινωνία Μητσοτάκη, τα συναισθήματα Τσίπρα, τις ατζέντες Γιώργου Παπανδρέου ή τον ποπ ριζοσπαστισμό του Βαρουφάκη μοχλεύονται σε ένα υπόστρωμα πολακικής εχθροπάθειας. Και το μιξάζ φαίνεται πως αποδίδει, ακόμα και αν η τελική έκβαση της επόμενης Κυριακής δεν βγάλει πρόεδρο τον Στέφανο Κασσελάκη. Όπως και αν συμβεί στο εξής, η Έφη Αχτσιόγλου, που εκφράζει έναν πιο πολιτικό ΣΥΡΙΖΑ, μια αριστερά των μορφών απέναντι στον άμορφο και απρόβλεπτα καιροσκοπικό προοδευτισμό, θα έχει μεγάλο πρόβλημα.
Θα μπορούσε να ήταν διαφορετικά; Καλύτερα; Για πολλούς, η αριστερά ή ακόμα και η κεντροαριστερά δεν μπορεί να κάνει κάτι σοβαρό, είναι τελειωμένη υπόθεση. Οι ίδιοι έχουν αποφασίσει ότι η ουσία της πολιτικής θα παιχτεί στις αποχρώσεις και στους μελλοντικούς ανασχηματισμούς του Κυριάκου Μητσοτάκη (αν διώξει τον Κικίλια, λόγου χάρη, και άλλα παρόμοια). Όμως οι καταστροφές στη χώρα, τα περιβαλλοντικά της τραύματα, η πανάκριβη ζωή για όλο και περισσότερους, οι θεσμικές της κακοτεχνίες είναι σπουδαιότερα θέματα από τις φράσεις των λογογράφων και των συμβούλων επικοινωνίας. Τα θέματα συνεχίζουν να υπάρχουν ακόμα κι αν οι απαντήσεις που δόθηκαν σε μια περίοδο ήταν λάθος, αδύναμες ή κακές.
Μια πορεία όπου από τη μια θα υπάρχει μια τεχνοκρατική-παλαιοκομματική συμμαχία υπό τον Κυριάκο Μητσοτάκη και από την άλλη ένας ασπόνδυλος προοδευτικός λαϊκισμός δεν είναι η καλύτερη εκδοχή για το μέλλον. Η εύθραυστη κοινοβουλευτική δημοκρατία θα υποφέρει κι άλλο στο όνομα της «χειραφέτησής» της, όπως η κομματική δημοκρατία γίνεται κωμική καρικατούρα όταν με δύο ευρώ και εγγραφή της τελευταίας στιγμής διευρύνεται ψευδώς. Δημοκρατία θα λογίζεται έτσι ένα παιχνίδι καιροσκοπικών ταυτίσεων όπου ποντάρει κανείς στο άλογο το οποίο θα λένε πως τραβάει, σκοτώνοντας τα «γερασμένα άλογα».
Με πρόεδρο τον Στέφανο Κασσελάκη ή με ισχυρό παράγοντα ένα τέτοιο ρεύμα και την κουλτούρα του, ανοίγεται ένα κενό πολιτικής εκπροσώπησης και πολιτισμικής παρουσίας. Οι υπόλοιποι, μέσα στην πολιτική αριστερά και στην κεντροαριστερά, στον ΣΥΡΙΖΑ, στο ΠΑΣΟΚ αλλά και στον χώρο της πολιτικής οικολογίας, θα έκαναν καλά να σκεφτούν την ίδρυση μιας διαφορετικής παράταξης, πέρα από τον υβριδικό λαϊκισμό και τις απατηλές ευκολίες του.