ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΧΡΟΝΙΑ περπατούσα στην πόλη με έναν φίλο. Μπροστά από μια παρέα συγκεντρωμένων αγοριών, που τα περνούσαμε μερικά χρόνια, σταμάτησε και μου ζήτησε αλλάξουμε δρόμο. «Είναι απίθανο να φοβάσαι» του είπα. «Φοβάμαι», μου είπε, «όταν βλέπω αγόρια μαζεμένα».
Μου ’χε φανεί γελοίο που φοβόταν και τον πίεζα να μην αλλάξουμε την πορεία μας. Τόσο αναίσθητη ήμουν και τόσο ανίκανη να υποπτευθώ ότι μέσα στο σώμα του είχε κάποιου είδους τραύμα, σαν GPS που του ’λεγε ν’ αλλάξει δρόμο για να είναι ασφαλής.
Από τότε έχω βάλει λίγο μυαλό. Η υπόθεση Γιακουμάκη έληξε. Αλλά δεν αισθάνομαι καθόλου ότι έχει επανορθωθεί η ζημιά. Η δικαιοσύνη των δικαστηρίων έρχεται εκ των υστέρων. Απονέμει ευθύνες. Περιορίζεται (όπως πρέπει) από συγκεκριμένους κανόνες και την απασχολούν συγκεκριμένες πράξεις. Δεν επαναπροσδιορίζει όρους που η λάθος κατανόησή τους μάς έχει κοστίσει ζωές.
Εμείς είμαστε αυτοί που πρέπει να επαναπροσδιορίσουμε τι είναι γενναίο, «λεβέντικο» και θαρραλέο. Τα δικαστήρια δεν μπορούν να απαλύνουν τις δικές μας ανεπάρκειες, την ανικανότητά μας να οικοδομήσουμε μια κοινή ζωή στην οποία, για κάποιον λόγο, δεν θα θεωρείται φυσιολογικό να κοροϊδεύεις το θηλυπρεπές αγόρι, το «χοντρό» κορίτσι, το κορίτσι που «πάει με πολλούς», το «φυτό» ή τον συμμαθητή με ψυχολογικά που έρχεται στο σχολείο με τραύματα απ’ το σπίτι.
Χρειάζεται κάτι περισσότερο από δικαστικές αποφάσεις για να μην αισθάνεται ένας πατέρας-τέρας κι ένας αστυνομικός ότι μπορούν να εκδίδουν την κόρη του τέρατος. Δεν υποτιμώ την αποτρεπτική λειτουργία των ποινών ούτε, φυσικά, τη Δικαιοσύνη, λέω ότι χρειάζονται κι άλλα.
Όλη τη νοσηρότητα τη βλέπω να ’ρχεται μέσα απ’ αυτούς που νιώθουν τόσο λίγοι οι ίδιοι και τόσο χάλια με τον εαυτό τους, ώστε αισθάνονται την ανάγκη να αφανίσουν τη Δήμητρα της Λέσβου ή τον/τη Ζακ/Zackie. Τι είναι πιο αρρωστημένο απ’ το να θες τη φυσική εξόντωση ή την ψυχική διάλυση αυτού που δεν σου μοιάζει;
Εμείς, για παράδειγμα, που δεν είμαστε δικαστές, τι κάνουμε κάθε φορά που αθροίζονται γύρω μας «λεβέντες» και αναλαμβάνουν την πειθάρχηση όσων διαφέρουν; Τι κάνουμε όταν βλέπουμε ανθρώπους να λυγίζουν μπροστά στην εφευρετικότητα που επιδεικνύουν οι άλλοι όταν θέλουν να τους βλάψουν; Τι κάνουμε όταν βρισκόμαστε σε έναν χώρο όπου κυριαρχούν με τα απλωμένα σώματά τους, τις άγριες φωνές τους και την ικανότητά τους να πληγώνουν ή να επιβάλλονται «λεβέντες» αποφασισμένοι να ξεδιπλώσουν όλη τη νοσηρή τους προσωπικότητα με λέξεις, ξύλο ή άλλου τύπου επιβολή; Τι κάνουμε όταν πετάγονται σαν σφαίρες υποτιμητικά σχόλια, έμμεσες συμβουλές που σε θέτουν σε θέση άμυνας και αστεία με τα οποία κανείς δεν γελάει, μόνο κάποιοι άνθρωποι τραυματίζονται και θα χρειαστούν χρόνια δουλειάς και αγάπης για να επουλωθεί το τραύμα;
Ας μην ξεχνάμε ότι ο Γιακουμάκης πήγαινε σε μια σχολή με άλλους φοιτητές και φοιτήτριες, καθηγητές και καθηγήτριες γύρω του. Τα κορίτσια που κατήγγειλαν ότι κάποιος τις ακολουθούσε και αυτοϊκανοποιούνταν έμεναν σε μια φιλήσυχη γειτονιά της Αθήνας. Το ίδιο και η κοπέλα που δραπέτευσε απ’ τον μπαμπά της.
Όλες αυτές οι γυναικοκτονίες (δεν μου άρεσε αρχικά ο όρος, αλλά τώρα ενοχλεί, άρα μου αρέσει) συμβαίνουν δίπλα μας. Όλη αυτή η ψυχική και σωματική βία περικυκλώνει τις γυναίκες καθημερινά εδώ και τώρα.
Κάθε μέρα έχουμε χίλιες δύο ευκαιρίες να επαναπροσδιορίσουμε τι είναι γενναίο και τι δειλό και να πράξουμε αντίστοιχα. Έχουμε περάσει πολλά χρόνια ακούγοντας πόσα ψυχολογικά, υποτίθεται, έχουν οι διαφορετικοί, οι εκτός, οι εσωστρεφείς, όσοι δεν θέλουν να ζήσουν/ντυθούν/πορευτούν με ορισμένο τρόπο ή πόσο επικίνδυνη «για τις κόρες και τις γυναίκες μας» είναι η μετανάστευση.
Εγώ αυτό που βλέπω είναι ότι η ελληνική κοινωνία είναι επικίνδυνη για τις κόρες και τις γυναίκες, τους γιους και τα αγόρια ‒ εκτός κι αν αυτά ηδονίζονται με την έμφυλη καταπίεση, οπότε, όλα καλά, η χώρα τα αγκαλιάζει. Και όλη τη νοσηρότητα τη βλέπω να ’ρχεται μέσα απ’ αυτούς που νιώθουν τόσο λίγοι οι ίδιοι και τόσο χάλια με τον εαυτό τους, ώστε αισθάνονται την ανάγκη να αφανίσουν τη Δήμητρα της Λέσβου ή τον/τη Ζακ/Zackie.
Τι είναι πιο αρρωστημένο απ’ το να θες τη φυσική εξόντωση ή την ψυχική διάλυση αυτού που δεν σου μοιάζει; Έχουν μαζευτεί ήδη πολλοί νεκροί απ’ αυτό το πράγμα που υποτίθεται πως δεν υπάρχει εκεί έξω, αλλά ζει στα μυαλά εξοργισμένων φεμινιστριών, την ασφυκτική πατριαρχία. Στην Ελλάδα μόνο πρόσφατα άρχισε να αμφισβητείται, όπως της αξίζει.
Όσο καταλαβαίνουμε ως «λεβεντιά» τη βίαιη επιβολή, τα δικαστήρια δεν θα προλαβαίνουν να εκδικάζουν τις βρομιές μας. Τουλάχιστον, την επόμενη φορά ας αρνηθούμε να είμαστε βολικοί μες στη σιωπή μας, ας πάρουμε επιτέλους κάποια θέση, γιατί, αλήθεια, δεν αντέχουμε άλλους «λεβέντες».