Και τι δεν έχει γραφτεί το τελευταίο τριήμερο με αφορμή την απόφαση της Άλκηστις Πρωτοψάλτη να αποδεχθεί την πρόσκληση του Δήμου Βόλου και του τοπικού –εγνωσμένης αξίας και πεποιθήσεων- άρχοντα, Αχιλλέα Μπέου και κυρίως να φωτογραφηθεί μαζί του.
Τα πάντα έχουν συρθεί στο Διαδίκτυο και κυρίως μία ανασκόπηση των (όχι καλλιτεχνικών) επιλογών της ερμηνεύτριας: η απόφασή της να διαφημίζει τραπεζικά προϊόντα την ώρα που οι τράπεζες έπαιρναν τα σπίτια των μισών Ελλήνων, η τιμητική υπουργοποίησή της, η επιλογή της να τραγουδήσει εν μέσω πανδημίας, στην καρότσα του Δήμου Αθηναίων, η ενέργειά της να αφαιρέσει τη λέξη «χοντρή» από τον «Άδωνι» και μετά, σε ένα αναπάντεχο άλογο άλμα που αναιρεί την αμέσως προηγούμενη κίνησή της, να σταθεί δίπλα στον υβριστή σύμπασας της ομόφυλης κοινότητας της χώρας – η χαρά των αντιθέσεων και της αυτοαναίρεσης.
Ας μην απαντηθούν εδώ ερωτήματα του στυλ «μα, είναι δυνατόν; Δεν καταλαβαίνει πόσο πολλαπλά κακό είναι αυτό;». Όλα τους αφορούν μία γενιά που έχει κάθε λόγο να είναι εξοργισμένη με την Πρωτοψάλτη. Που μεγάλωσε με τη φωνή και τα τραγούδια που ερμήνευσε, με το διπλό νόημα των στίχων –που άλλοι έγραψαν- και εκείνη τους εμφύσησε ζωή. Ο υπόλοιπος κόσμος, οι σημερινοί 25άρηδες που το συναίσθημά τους εγκιβωτίζεται σε μερικά σκρολ, ούτε εξοργίζεται ούτε και δίνει σημασία. Άλλα είναι τα ζητούμενά τους και φυσικά να τα χαίρονται.
Πάμε τώρα λίγο στον όξο και τη χολή – τι βλέπουμε σε αυτή την περιβόητη φωτογραφία; Μία γυναίκα σε εμφανή αμηχανία, σοβαρή, αγέλαστη και με τα χέρια σε στάση περίπου άμυνας. Αποδέχθηκε μία πρόταση και τώρα την εκπληρώνει, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, όχι μόνο στο καλλιτεχνικό μέρος της, αλλά και στο δημοσιοσχεσίτικο.
Τι άλλο βλέπουμε; Έναν άνδρα που κομπάζει δίπλα της. Έναν άνδρα γνωστό για την αισθητική του, την πολιτική συμπεριφορά του, τους ανθρώπους με τους οποίους συνήθως αλληλεπιδρά, ελαφρώς ενθουσιασμένο από το εξωτικό πτηνό που κατάφερε να κουβαλήσει μέχρι την πόλη του. Γι’ αυτόν τον ανθρωπότυπο η καλλιτέχνις (η συγκεκριμένη καλλιτέχνις) είναι τρόπαιο. Στιγμή που δεν πρέπει να χάσει. Απόφαση πολιτισμού για τον τόπο που «διοικεί» και φέρει την υπογραφή του. Και έχει και ντοκουμέντο γι’ αυτό, να, ορίστε, πάρτε το (ρε).
Το άλλο που αφορά το «γιατί» -γιατί η Πρωτοψάλτη αποφάσισε να πατήσει το πόδι της στον Βόλο, τον καθημαγμένο Βόλο, τον τρομοκρατούμενο Βόλο και να τον ομορφύνει μια βραδιά, προσυπογράφοντας και τρώγοντας το πιο σιχαμένο outing της ζωής της- είναι άλλο καπέλο.
Έχουν δίκιο, όσοι πάλι πικραίνονται από τη στάση της, χωρίς να ασχημονούν; Έχουν. Όμως, εδώ δεν λέμε κάτι βασικό: είναι δικαίωμα της να κάνει ό,τι κάνει. Δεν φταίει εκείνη αν οι ακροατές και το κοινό που πίστεψε σε μια παλιά «ιερή» συνεργασία, την τοποθέτησε σε χρυσό θρόνο και τώρα την κατεβάζει βρίζοντας.
Κάνει τις επιλογές της, τη ζωή της και δεν εκπληρώνει την προφητεία κανενός. Ας μην ξανακούσουν τραγούδι της, όσοι μπέρδεψαν τις πεποιθήσεις τους με το έργο της. Αλλά ας μη χαθεί και η ψυχραιμία.
Στην τελική, την τελευταία δεκαετία, τα περισσότερα «άστρα» του 60’, του ’70 και του ’80 χαμήλωσαν επικίνδυνα για τον έναν ή τον άλλον λόγο (Γαλάνη, Κραουνάκης, Μάνου, κ.α) και βιώνουν με συνέπεια και τακτική επανάληψη cancel και αυτο-cancel, διδάσκοντας ότι η Τέχνη της αυτοαναίρεσης, κάποτε και της τέλειας ακύρωσης, είναι μία πολύ σοβαρή υπόθεση για να εξαντλείται σε θυμωμένα, πικραμένα λογοπαίγνια στο «Χ».
Και κυρίως, ότι άλλο είναι ο καλλιτέχνης, άλλο το έργο του και τελείως άλλο η δική μας προσδοκία – είτε δεξιά, είτε αριστερή, είτε εξωγήινη. Δεν μας χρωστά και δεν του χρωστάμε, λοιπόν, και μένουν τα τραγούδια (τα βιβλία, τα θεατρικά, οι πίνακες, τα μνημεία. Accountability culture λέγεται, ας προχωρήσουμε ήδη στο επόμενο βήμα μετά το cancel).
Οποιαδήποτε άλλου είδους κριτική που φίλτρο έχει την κομματική ταυτότητα, την ταξική θέση, τον σεξουαλικό προσανατολισμό και τις πολιτικές πεποιθήσεις φλερτάρει με τη Χούντα. Καμιά φορά και η σιωπή (και η απο-επιλογή, βεβαίως, και το διακριτικό γύρισμα της πλάτης) κάνουν τη δουλειά τους θαυμάσια.