ΔΙΑΒΑΖΩ ΣΧΕΤΙΚΑ με τη γυναικοκτονία της 44χρονης από τον 53χρονο σύζυγό της στη Σίνδο πως «τραγικές φιγούρες της τραγωδίας είναι οι δύο κόρες του ζευγαριού, 21 και 16 ετών, οι οποίες απουσίαζαν από το σπίτι όταν συνέβη το κακό. Η 16χρονη ζητούσε να δει τη δολοφονημένη μητέρα της όταν οι αστυνομικοί την ενημέρωσαν για όσα είχαν συμβεί στο σχολείο, όπου βρισκόταν. Εκείνοι όμως τη συγκράτησαν μέχρι να φτάσει στο σημείο ψυχολόγος για να στηρίξει τα δυο κορίτσια».
Μπαίνω στο femicide.gr και κάνω τις προσθέσεις από το 2021. Το 2019 είχαμε 17 γυναικοκτονίες. Το 2020, 19. Το 2021, 31. Το 2022, 26. Το 2023, 15. Το 2024, 19. Και με τελευταία ανανέωση τον Φεβρουάριο, 4 το 2025. Πέντε πια, μετά τη γυναικοκτονία στη Σίνδο.
Άθροισμα: 132 θύματα γυναικοκτονίας σε 6 χρόνια. Ξεκινάω να διαβάζω τις λεπτομέρειες κάθε δολοφονίας: Γεωργία Μουράτη, με ένα παιδί και έγκυος στο δεύτερο· 50χρονη στο Ζεφύρι, της έβαλε φωτιά μπροστά στα μάτια των δυο παιδιών τους· Αρετή Τσιάμη, με δύο παιδιά, τραγικές φιγούρες κι αυτά· η 40χρονη Ενκελέιντα, με δυο παιδιά. Και είμαι μόνο στο 2024. Από τις 132 γυναίκες, αρκετές είχαν παιδιά. Πολλά απ’ αυτά, ανήλικα.
Ενώ δεν φαίνεται να υπάρχουν εύκολα προσβάσιμες σχετικές πληροφορίες για τις προβλεπόμενες διαδικασίες στην Ελλάδα, δεν ισχύει το ίδιο για άλλες χώρες. Η γειτονική μας Ιταλία έγινε το 2018 η πρώτη χώρα της Ευρώπης και μία από τις πρώτες στον κόσμο που πέρασε νόμο σχετικά με την προστασία των παιδιών που έχουν ορφανέψει λόγω «ενδοοικογενειακής βίας».
Τι συμβαίνει όταν ο πατέρας σου δολοφονεί τη μητέρα σου;
Αυτό είναι το θέμα του βιβλίου When Father Kills Mother, μιας συλλογικής προσπάθειας τριών συγγραφέων που επιχειρούν να συλλέξουν τις ιστορίες των παιδιών που είχαν αυτή την κοινή μοίρα. Η αρχική τους έρευνα πραγματοποιήθηκε από το 1986 μέχρι το 1993. Κατά τη διάρκειά της είδαν 111 παιδιά από 53 οικογένειες.
Στη δεύτερη έκδοση του βιβλίου, το 2000, το δείγμα είχε αυξηθεί σε 381 παιδιά που τα ένωνε το γεγονός ότι ο πατέρας τους δολοφόνησε τη μητέρα τους. Στα πορίσματά τους διαπίστωσαν το εξής: ως επί το πλείστον, οι «παππουδογιαγιάδες» είναι τα πρόσωπα που συνήθως αναλαμβάνουν τη φροντίδα των παιδιών μετά τη γυναικοκτονία που τελεί ο πατέρας τους.
Το 35% των παιδιών καταλήγει με τους γονείς της μητέρας, το 17% ζει με τους γονείς του πατέρα και περίπου το ⅓ καταλήγει στο σύστημα πρόνοιας.
Διαβάζοντας το βιβλίο, συμπεραίνω το εξής: υπάρχει συνολική αμηχανία στη διαχείριση των παιδιών αυτών. Η κοινωνία δεν ξέρει ακριβώς τι να τα κάνει, δεν ξέρει ακριβώς τι χρειάζονται και σίγουρα, ό,τι και να ’ναι αυτό, δυσκολεύεται να τους το παρέχει. Οι συγγραφείς σημειώνουν ότι υπάρχουν ελλείψεις σε ψυχολογικές και ψυχιατρικές δομές που να διαθέτουν προσωπικό με επαρκή εξειδίκευση για τέτοιες περιπτώσεις, ότι δεν υπάρχει δυνατότητα επαρκούς φροντίδας από το σύστημα πρόνοιας και τα ιδρύματα στα οποία συχνά καταλήγουν και, βέβαια, οι οικογένειες των γονιών, με τις οποίες ζουν τις περισσότερες φορές, δεν ξέρουν, φυσικά, πώς να προσεγγίσουν τις ανάγκες τους.
Ποιος ξέρει με βεβαιότητα να πει τι θα έκανε αν χρειαζόταν ν’ αναλάβει τα εγγόνια του σε περίπτωση που η κόρη του δολοφονούνταν απ’ τον άντρα της ή αν ο γιος του δολοφονούσε τη μάνα των παιδιών που θα καλούνταν να φροντίσει;
Καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι ως κοινωνίες πρέπει να φροντίσουμε για τέσσερα πράγματα. Πρώτον, χρειάζεται επαρκής ψυχολογική υποστήριξη των οικογενειών που θ’ αναλάβουν τα παιδιά. Δεύτερον, χρειάζεται στήριξη των σχολείων, ώστε να μπορούν ν’ ανταποκριθούν στις ανάγκες των παιδιών, εφόσον αυτά έχουν τη μαθητική ιδιότητα. Τρίτον, χρειάζεται τα παιδιά να έχουν πρόσβαση σε εξειδικευμένη και μακροχρόνια ψυχιατρική στήριξη.
Τέταρτον, τα παιδιά που θα ζήσουν σε ιδρύματα πρέπει να έχουν και εκεί πρόσβαση σε εξειδικευμένη φροντίδα, άρα πρέπει να προβλεφθεί το πώς αυτά θα προσλάβουν και θα συντηρήσουν το απαραίτητο προσωπικό που θα υποστηρίξει τα συγκεκριμένα παιδιά. Προς το παρόν, γράφουν, και οι δομές και οι ψυχολόγοι και το κράτος έχουν απόλυτη άγνοια. Τα παιδιά αυτά, καταλαβαίνω εγώ, μετά τη δολοφονία της μητέρας τους από τον πατέρα τους, είναι στο έλεος του Θεού.
Το επόμενο ερώτημα είναι, προφανώς, τι συμβαίνει με τα παιδιά αυτά στην Ελλάδα σήμερα. Η μόνη υπόθεση που βρίσκω να έχει λάβει σχετική δημοσιότητα είναι αυτή της κόρης της Καρολάιν Κράουτς, που πλέον έχει πάρει επίσημα το επώνυμο της μητέρας της και ζει με τους γονείς της τελευταίας στις Φιλιππίνες.
Οι γονείς της Καρολάιν βρίσκονταν σε δικαστική διαμάχη με τους γονείς του Αναγνωστόπουλου που διεκδικούσαν την επιμέλεια του παιδιού. Σύμφωνα με τα ευρήματα του βιβλίου, τέτοιες διαμάχες είναι από παλιά συνηθισμένες. «Στο εν τρίτο των οικογενειών υπάρχει ενεργητική εχθρικότητα ανάμεσα στους γονείς της μητέρας και τους γονείς του πατέρα», αναφέρουν οι συγγραφείς. Όταν, λοιπόν, υπάρχει οικογένεια και απ' τις δυο πλευρές, το παιδί θα χρειαστεί ενδεχομένως να ζήσει και τη σχετική μάχη της επιμέλειας με αντικείμενο το ίδιο.
Ενώ δεν φαίνεται να υπάρχουν εύκολα προσβάσιμες σχετικές πληροφορίες για τις προβλεπόμενες διαδικασίες στην Ελλάδα, δεν ισχύει το ίδιο για άλλες χώρες. Η γειτονική μας Ιταλία έγινε το 2018 η πρώτη χώρα της Ευρώπης και μία από τις πρώτες στον κόσμο που πέρασε νόμο σχετικά με την προστασία των παιδιών που έχουν ορφανέψει λόγω «ενδοοικογενειακής βίας».
Ο αριθμός των παιδιών αυτών, των «orfani speciali», ανερχόταν, μεταξύ των ετών 2000 και 2015, σε 1.600. Τι προβλέπει ο νόμος; Υποτροφίες, δωρέαν νομική βοήθεια, δωρεάν ψυχολογική υποστήριξη, παροχή βοήθειας αργότερα, όταν έρθει η ώρα να ενταχθούν στην αγορά εργασίας. Δηλαδή, ένα δίκτυο στήριξης που τα συνοδεύει ως την αρχική ενηλικότητα.
Mε εξέπληξε η ιστορία δημιουργίας αυτού του νόμου. Η δικηγόρος που τον συνέταξε, η Anna Maria Busia, ανέλαβε τη νομική υποστήριξη των γονιών μιας δολοφονημένης γυναίκας το 1998. Ακολούθησαν είκοσι χρόνια δικαστικής διαμάχης για πλείστα ζητήματα. Η Busia διαπίστωσε μέσω αυτής της εμπειρίας ότι ο νόμος έχει κενό και δεν προστατεύει επαρκώς τα ανήλικα. Έτσι, το πήρε πάνω της και κατέληξε να δώσει μια λύση. «Το νομικό μας σύστημα ενδιαφέρεται για τον εγκληματία. Ενδιαφέρεται για την τιμωρία, για την ποινή, για την κράτηση. Δεν ενδιαφέρεται τόσο για την προστασία των θυμάτων», έχει δηλώσει σχετικά.
H ύπαρξη τέτοιων νόμων δεν «προστατεύει» απλώς, αναγνωρίζει. Αναγνωρίζει βαθιά και ουσιαστικά τα θύματα μιας πολύ ιδιαίτερης συνθήκης. Και δεν λέει «ε, τα παιδιά ορφανεύουν με διάφορους τρόπους, είναι κι αυτός ένας». Προβλέπει κονδύλια και «φροντίδα» μεταφρασμένη σε διάθεση πόρων για την πραγματική στήριξή τους σ’ ένα χαώδες «μετά». Είναι ιδιαίτερα δημοκρατικό να προβλέπεις για τις ανάγκες των λίγων και να αναγνωρίζεις, μ' έναν τόσο επίσημο τρόπο, ότι αυτό που τους συμβαίνει είναι μεν τραγικό, αλλά όχι αόρατο.