Η ΔΙΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΕΘΝΟΣΥΝΕΛΕΥΣΗΣ και η προκήρυξη βουλευτικών εκλογών από τον Εμανουέλ Μακρόν οδήγησε σε μια «υπαρξιακή κρίση της δεξιάς» και σε κινήσεις ενότητας για ένα μέτωπο των αριστερών δυνάμεων. Με αυτές τις λέξεις ή παραλλαγές τους περιγράφουν πολλοί την εκρηκτική κατάσταση στη γαλλική πολιτική σκηνή, ένα δράμα με αμφίσημους ρόλους και σκοτεινή πλοκή, αφού πρωταγωνιστεί, στην ουσία, το κόμμα της άκρας δεξιάς και η μεθοδική πορεία του προς την εξουσία.
Ποια είναι η ουσία αυτής της υπαρξιακής κρίσης στη γαλλική δεξιά; Και γιατί θα έπρεπε να μας ενδιαφέρει εμάς εδώ, που δεν έχουμε έναν Ζορντάν Μπαρντελά (ή μια Λεπέν) αλλά τους Βελόπουλο, Νατσιό και Λατινοπούλου;
Θα βοηθούσε, πιστεύω, αν ανατρέχαμε στον αιώνιο διχασμό αυτού που λέμε νεωτερική δεξιά, μεταξύ της λεγόμενης δεξιάς του χρήματος και της δεξιάς των ιδεών ή μεταξύ μιας αστικο-φιλελεύθερης και μιας λαϊκο-συντηρητικής ψυχής. Αυτός ο διχασμός, ο οποίος στη Γαλλία λειάνθηκε ιστορικά με τις συμμαχίες γκολικών οπαδών του ισχυρού κράτους και φιλελεύθερων κεντρώων υποστηρικτών της αποκέντρωσης και της επιχειρηματικότητας, έχει ωστόσο αποδομηθεί από τον μακρονισμό: ο Γάλλος Πρόεδρος, δρώντας σαν μεταμοντέρνο φιλελεύθερο ηλεκτρόνιο, ώθησε στην ουσία τη γαλλική δεξιά σε πιο ακραίες θέσεις για να καταλάβει ο ίδιος τον χώρο της «λογικής» κεντροδεξιάς.
Αυτήν τη στιγμή όμως στη Γαλλία συντελείται κάτι διαφορετικό: η ακροδεξιά μετασκευάζεται και επανασυστήνεται ως πιο «κανονική» δεξιά μέσα από τη γοητεία που ασκεί σε καιροσκόπους όπως ο Σιοτί, κυρίως όμως επειδή συμβαίνει από καιρό η συνάντηση διαφορετικών κοινών στην κοίτη ενός ριζοσπαστικού συντηρητισμού.
Αυτό δίνει βέβαια μια φτωχή αφήγηση της ιστορίας. Υπάρχει κάτι βαθύτερο που φάνηκε καλύτερα στις τελευταίες, επεισοδιακές εξελίξεις. Ως γνωστόν, ο αρχηγός του κόμματος Les Republicaines (του «γκολικού» κόμματος) έτεινε χέρι συμμαχίας στον Εθνικό Συναγερμό της Λεπέν και του νεαρού και απίστευτα φιλόδοξου Ζορντάν Μπαρντελά. Είπε: ας αφήσουμε τις υποκρισίες και ας αναγνωρίσουμε ότι έχουμε πια πολλά κοινά με αυτήν τη ριζοσπαστική δεξιά και τις ανησυχίες της (σεβασμό στην παράδοση, αποκατάσταση της τάξης, αντίθεση στη μετανάστευση κ.λπ). Την ίδια στιγμή, όλα τα ηγετικά στελέχη του κόμματος αντέδρασαν, επιτέθηκαν σφοδρά στον «προδότη» και καταχραστή της εμπιστοσύνης τους Ερικ Σιοτί και τον καθαίρεσαν (ο ίδιος φυσικά επιμένει ότι είναι πάντα ο νόμιμος ηγέτης).
Τι έκανε στα αλήθεια ο Ερικ Σιοτί; Πήρε επάνω του την «από τα κάτω» δυναμική που θέλει, όπως λέει, την ενότητα των δεξιών δυνάμεων και απορρίπτει ως υποκρισία την κληρονομημένη από τον ιστορικό γκολισμό εναντίωση της θεσμικής δεξιάς στην ακροδεξιά. Ο Σιοτί ισχυρίζεται στην ουσία ότι αυτός, με το άνοιγμα στην ακροδεξιά, εκπροσωπεί την ψυχική-ιδεολογική αλήθεια του λαού της δεξιάς και συγχρόνως τη σύγχρονη προοπτική εξουσίας της.
Ο Σιοτί εκτελεί έτσι μια λαϊκιστική κίνηση εναντίον της πολιτικής γραφειοκρατίας του κόμματός του, σπρώχνοντας αυτή την τελευταία σε μια θέση αμήχανης ευαλωτότητας: να προσπαθούν να συντηρήσουν μια ιδέα αξιοπρεπούς αστικής δεξιάς μεταξύ του τραυματισμένου αλλά πάντα ορεξάτου για εντυπωσιακές κινήσεις Μακρόν και του δίχως ενδοιασμούς ανερχόμενου Μπαρντελά.
Ξύνοντας τελικά κάτω από την επιφάνεια όλης αυτής της πολιτικής ραδιουργίας, μπορούμε να δούμε πως αυτή η υπαρξιακή κρίση της γαλλικής δεξιάς είναι αποτέλεσμα μιας κίνησης που έχει υπάρξει, με άλλους όρους, και στην αριστερά. Ας θυμηθούμε ότι μετά τον Μάη του '68, το σοσιαλιστικό κόμμα του Φρανσουά Μιτεράν συγκροτήθηκε και στη συνέχεια σμίλευσε μια μοντέρνα ταυτότητα, αντλώντας διανοούμενους και ακτιβιστές από τη φοιτητική και συνδικαλιστική άκρα αριστερά.
Ο κυβερνητικός ρεφορμιστικός «σοσιαλισμός» του τέλους του εικοστού αιώνα αποτέλεσε στην ουσία ένα μείγμα ανθρώπων, ιδεών και βιωματικών διαδρομών που είχαν θητεύσει (ορισμένοι φυσικά) σε κάποια ομάδα της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς. Μπορούμε να πούμε έτσι ότι κόμματα με συμβατικό σκελετό και παλαιοκομματικά στοιχεία (παράδειγμα: η Ένωση Κέντρου την οποία αποδόμησε ο Ανδρέας Παπανδρέου μετά το 1974) ανανεώνουν το λογισμικό τους φιλτράροντας μη συμβατικά στελέχη, νέους ακτιβιστές με ετερόδοξες και περίεργες διαδρομές.
Αυτήν τη στιγμή όμως στη Γαλλία συντελείται κάτι διαφορετικό: η ακροδεξιά μετασκευάζεται και επανασυστήνεται ως πιο «κανονική» δεξιά μέσα από τη γοητεία που ασκεί σε καιροσκόπους όπως ο Σιοτί, κυρίως όμως επειδή συμβαίνει από καιρό η συνάντηση διαφορετικών κοινών στην κοίτη ενός ριζοσπαστικού συντηρητισμού. Άνθρωποι που πήραν στα σοβαρά τον πολιτισμικό πόλεμο με τη woke ατζέντα, δυσαρεστημένοι εργάτες, επιχειρηματικές μερίδες που θα ήθελαν μια πιο προστατευτική πολιτική, νέοι που γοητεύονται από τη δυναμική και επιτυχημένη φιγούρα του Ζορντάν Μπαρντελά, επαρχιακή Γαλλία που πνίγεται στα προβλήματα, όλα αυτά συνθέτουν ένα νέο πεδίο συναισθημάτων και αντιλήψεων που δεν σηκώνει την κλασική κεντροδεξιά «κανονικότητα».
Η ακροδεξιά, ακόμα και όταν τα νέα στελέχη της φορούν κοστούμια και ταγέρ και ορκίζονται στη Republique, αντλεί πάντα από εκείνη την πιο άγρια πλευρά των πραγμάτων που δεν μπορεί να έχει η κομψή φιλελεύθερη δεξιά. Εξάλλου μια διαδικασία αποσύνθεσης της γκολικής κληρονομιάς έχει ξεκινήσει από χρόνια. Ο Σαρκοζί ήταν ήδη τελείως εκτός αυτής της παράδοσης, ένας αξιακός αρνητής της γκολικής ηθικής και πολιτικής σύνθεσης.
Υπάρχουν φυσικά αντιστάσεις. Οι κεφαλές των προυχόντων της αστικής δεξιάς βλέπουν τώρα στο «οικονομικό πρόγραμμα» του Εθνικού Συναγερμού έναν επικίνδυνο κοινωνικό λαϊκισμό ή ακόμα και έναν μαρξισμό! Άνθρωποι από το στρατόπεδο του Μακρόν απευθύνονται ευθέως στον επιχειρηματικό κόσμο, καλώντας τον να καταδικάσει την ακροδεξιά ως επικίνδυνη για την οικονομία και την ευρωπαϊκή θέση της Γαλλίας. Έτσι, φυσικά, με αυτήν τη σταυροφορία των εκπροσώπων του φιλελεύθερου «κατεστημένου» κατά της «ασύνετης» ακροδεξιάς, αυτή η τελευταία ενισχύει το λαϊκό της ακροατήριο και εξασφαλίζει περισσότερα αντισυστημικά γοητευτικά διαπιστευτήρια.
Η ακροδεξιά μετατρέπει σε συγκριτικό της πλεονέκτημα έναντι των άλλων τον φόβο που προκαλεί στην αστική κεντροδεξιά της παγκοσμιοποίησης και της ωδής στη σταθερότητα. Εκτός αν το αριστερό λαϊκό μέτωπο που διαμορφώνεται παράλληλα μπορέσει να αποτρέψει αυτήν τη μοιραία εξέλιξη.
Ο χώρος της Μαρίν Λεπεν και του Μπαρντελά δοκιμάζει λοιπόν την πλήρη του κανονικοποίηση, την ίδια στιγμή όμως δεν θέλει να γίνει μια παράταξη της προβλέψιμης, ακίνδυνης εναλλαγής: φροντίζει γι’ αυτό να διατηρεί κάποιες δόσεις πρόκλησης και ιδεολογικής σκληρότητας, αφήνει τον σοσιαλμιντιακό της θίασο να εκτρέπεται και τον λαό της να εκφράζεται πιο «ελεύθερα». Είναι το παιχνίδι μεταξύ των κεκτημένων υποκρισιών του πολιτικού λόγου και του σπασίματος των πρωτοκόλλων το οποίο είναι απαραίτητο, αν δεν θέλει κανείς να προκαλεί ανία.
Κάπως έτσι έχει η υπαρξιακή κρίση στη γαλλική δεξιά αυτών των ημερών. Η καθώς πρέπει εκδοχή της έχει χάσει τον λόγο ύπαρξής της, ιδίως από τη στιγμή που ο Μακρόν υιοθέτησε βασικούς της άξονες και απορρόφησε πολλούς από τους πολιτευτές της. Την ίδια στιγμή, η άκρα δεξιά προσφέρει ένα κάδρο ιδεών και συναισθημάτων το οποίο φαίνεται να ταιριάζει καλύτερα σε μια εποχή κρίσεων και εμπεδωμένης μη κανονικότητας. Εδώ και καιρό, η εποχή των τεράτων δεν είναι ένα ρητορικό τέχνασμα δραματοποίησης αλλά η βαθύτερη αλήθεια των καιρών μας.