ΛΟΙΠΟΝ, ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΜΑΘΑΙΝΟΥΜΕ, γιατί δεν αγαπάμε και δεν μας συγκινεί η Ιστορία; Οι σκέψεις του πολιτικού επιστήμονα και ιστορικού Ραϋμόνδου Αλβανού που «έπεσαν» ως κείμενο αναφοράς στις Πανελλήνιες των Γενικών Λυκείων σχολιάζουν αυτή τη συχνή απορία για την Ιστορία. Ή, όπως λέγεται με κάθε ευκαιρία, την απορία για τη σχέση των παιδιών, των εφήβων –ή των φοιτητών– με το παρελθόν και τις μακρινές υποθέσεις του.
Ωραίο θέμα. Θα μπορούσε φυσικά να σκεφτεί κανείς πως σε αυτή τη χώρα η Ιστορία και με τις δυο έννοιες, η ιστορική μάθηση αλλά και τα σημαντικά γεγονότα, περισσεύουν.
Κάποτε υπήρχε η άποψη πως είχαμε να κάνουμε με «ιστορικά» και «μη ιστορικά» έθνη ή πως μερικοί λαοί δεν είχαν ιστορία. Φυσικά ήταν μια προκατάληψη που κουβαλούσε μαζί της περιφρόνηση για συλλογικές εμπειρίες και τρόπους ζωής που καλλιεργούσαν μια διαφορετική σχέση με τον χρόνο – μια άλλη σχέση από αυτή που ξέρουμε εμείς στην Ευρώπη.
Οι σημερινοί όμως νέοι ζουν ένα αντικειμενικό πρόβλημα: είναι παιδιά των οποίων οι γονείς τους (σαραντάρηδες, πενηντάρηδες) μεγάλωσαν στη δημοκρατία και στη μοντέρνα συνθήκη της ζωής. Είναι παιδιά δηλαδή που οι γονείς τους είχαν ήδη βγει από το σπαραχτικό κάδρο της Ιστορίας.
Σε αυτή τη χώρα, πάντως, μας έχει συμβεί πολλή Ιστορία. Έπεφτε πάντα στο κεφάλι μας και μας ζητούσε και τα ρέστα. Μέχρι τη δική μου μεθοριακή γενιά –τη δεύτερη μεταπολιτευτική, ας την πω έτσι– ο αχός των γεγονότων δεν άφηνε στην ησυχία τους τους ανθρώπους. Ο πόλεμος, οι πολιτικές ανωμαλίες, οι στρατιωτικές και παλατιανές συνωμοσίες, οι εθνικές καταστροφές και οι θρίαμβοι (για να δανειστώ το σχήμα του Καλύβα) οδηγούσαν σε κορεσμό.
Και τι να πει κανείς για την ύλη της Ιστορίας ως μαθήματος σε γυμνάσιο και λύκειο – μόνο η αρχαία και μέχρι την αρχή του Βυζαντίου καλύπτει πλήθος κεφαλαίων, άπειρα ονόματα και συμβάντα. Και έπειτα, στη νεοελληνική περιπέτεια, το διάστημα από το ΄21 στους Βαλκανικούς Πολέμους και στον μεσοπόλεμο, εξίσου πυκνοκατοικημένο από κρίσιμες μάχες, αποφάσεις, συμμαχίες και ανταγωνισμούς. Από την πολιτική μας μέχρι την ποίηση και τα τραγούδια μας, είχαμε παραδοσιακά υπερβολική συσσώρευση Ιστορίας.
Ας πούμε πως η Ιστορία ήρθε συχνά προς το μέρος μας σαν μια πύρινη μάζα που μας έκαιγε και μας έκανε να νιώθουμε μειονεκτικά. Ποιους; Τους κάθε φορά συγχρόνους, την εκάστοτε «νέα γενιά» που έπρεπε να απολογείται στην προηγούμενη για τα λειψά της ιστορικά διαπιστευτήρια.
Οι σημερινοί όμως νέοι ζουν ένα αντικειμενικό πρόβλημα: είναι παιδιά των οποίων οι γονείς τους (σαραντάρηδες, πενηντάρηδες) μεγάλωσαν στη δημοκρατία και στη μοντέρνα συνθήκη της ζωής. Είναι παιδιά δηλαδή που οι γονείς τους είχαν ήδη βγει από το σπαραχτικό κάδρο της Ιστορίας.
Λίγο πιο πριν τέλειωναν οι γενιές των μεγάλων αναμετρήσεων που μάθαιναν την Ιστορία αναγκαστικά και κατάσαρκα. Μετά ήλθαν οι γενιές που απλώς τους ρωτούν για την Ιστορία στις εκθέσεις ή κάποιοι δημοσιογράφοι κάθε 25η Μαρτίου ή 28η Οκτωβρίου. Και τα παιδιά αυτών των μπερδεμένων (της δημοκρατικής μεταπολίτευσης) είναι πλέον οι μαθητές που τώρα πρέπει να «δώσουν» τη δική τους απάντηση.
Τι περιμένουμε στ’ αλήθεια να απαντήσουν τα παιδιά μας; Το θέμα είναι «βατό», όπως λένε, και μάλλον θα έχει αναπτυχτεί με τη δέουσα σοβαρότητα στα κατάλληλα βοηθήματα. Κατά βάθος όμως το θέμα είναι δύσβατο όπως καθετί που έχει να κάνει με την Ιστορία σε μια χώρα που έζησε υπερβολικά στο παρελθόν, και ας κατάφερνε να επιβιώνει και να προσαρμόζεται.
Στη δική μου οικογένεια και στις παρέες μου η Ιστορία ήταν ένα φυσικό περιβάλλον, ένα γνώριμο οικοσύστημα με τους τρελούς, τους δικτάτορες, τους λαούς φωτεινά παραδείγματα και τις χώρες προς αποφυγή. Τώρα, δεκαετίες μετά, η κόρη μου περιμένει απλώς τι θα προκύψει από την τράπεζα θεμάτων της εξέτασης. Αυτή η ιστορία την απασχολεί και την κουράζει. Η άλλη, η Ιστορία με τα κεφαλαία και τα μεγάλα πάθη της, παραμένει ξένη χώρα, ένα μακρινό άστρο που δεν λάμπει πια για τη γενιά της.
Και αν πρέπει να την απασχολήσει σοβαρά, αυτό θα το κάνει γιατί είναι οι απορίες του 2022 που ξαναβάζουν δύσκολα – ο πόλεμος, τα καταφύγια και όσα ακούγονται για τα δελτία που έρχονται. Και αυτά όμως, μέχρι να συμβούν, είναι μια άλλη χώρα, μια μακρινή ιστορία. Η Ιστορία σαν αιώνια μακρινή ιστορία για τους συγχρόνους.