«Η ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΤΟΥ ΖΕΛΕΝΣΚΙ στο Φεστιβάλ των Καννών είναι προφανής, αν την εξετάσουμε από την άποψη αυτού που ονομάζεται “σκηνοθεσία”: ένας κακός ηθοποιός, ένας επαγγελματίας κωμικός υπό το βλέμμα άλλων επαγγελματιών οικείων επαγγελμάτων. Νομίζω ότι έχω πει κάτι ανάλογο πριν από πολύ καιρό. Χρειάστηκε έτσι η σκηνοθεσία του νιοστού παγκόσμιου πολέμου και η απειλή μιας ακόμη καταστροφής για να μάθει ο κόσμος ότι οι Κάννες είναι ένα εργαλείο προπαγάνδας, όπως όλα τα άλλα. Προπαγανδίζουν τη δυτική αισθητική…»
Έτσι σχολίασε ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ την παρέμβαση του Ουκρανού Προέδρου Βολοντίμιρ Ζελένσκι στο Φεστιβάλ των Καννών. Και συμπλήρωσε με μια αναφορά στα «συμφέροντα» και τους πολέμους, ανατρέχοντας στην Ιστορία, από τον Βρούτο μέχρι τον Μπάιντεν και τον Πούτιν.
Δεν έχει, νομίζω, τόση σημασία η ενθουσιώδης υποδοχή των λόγων του Γκοντάρ από ιστολόγια και φόρουμ του δικού μας «αντισυστημικού» ρωσόφιλου γαλαξία, όπου, έτσι κι αλλιώς, ο Ζελένσκι ήταν απεχθής εξαρχής. Περισσότερο ενδιαφέρον έχει αυτή η παράξενη αναφορά στη δυτική αισθητική. Τι σημαίνει αυτό; Γιατί κάποιος με λίγες γνώσεις της πολιτισμικής ιστορίας των χρόνων από τη δεκαετία του ’60 και έπειτα θα μπορούσε να κάνει την άβολη σκέψη ότι μέρος της δυτικής αισθητικής ήταν και ο ίδιος ο Γκοντάρ. Όχι ως συγκεκριμένος σκηνοθέτης της πρωτοπορίας αλλά ως ένας από τους καλλιτέχνες-γκουρού του ανθηρού και ευπώλητου προϊόντος που ονομάστηκε «γαλλικός μαοϊσμός». Που ήταν βέβαια κάτι άλλο από την κινέζικη, πρωτότυπη εκδοχή, κάτι εξαιρετικά γαλλικό και ευρωπαϊκό στα συστατικά του. Και θα μπορούσαμε ακόμα να πούμε ότι η ίδια η σαρωτική, ειρωνική ή απομυθοποιητική επίθεση στη δυτική αισθητική ήταν (και είναι ακόμα) ένα σημαντικό μέρος της δυτικής κουλτούρας.
Ας πούμε ότι από το 1968 (σχηματικά) και μέχρι τις μέρες μας η «δυτική αισθητική» θα περιέχει και το πανκ και τις αυτοδιαχειριστικές κολεκτίβες και τους αριστερισμούς των διανοουμένων και τις παλιότερες και σύγχρονες θεωρίες για το τέλος ή τον θάνατο της Δύσης. Δηλαδή, εκτός από τις επίσημες σκηνές της ποπ αισθητικής, η δυτική αισθητική θα φιλοξενεί και τους πειραματικούς κάθε λογής, τους αναγνώστες του Λακάν, εκείνους που μυθοποίησαν την Πολιτιστική Επανάσταση στην Κίνα αλλά και τους συντηρητικούς και φιλελεύθερους που πήραν αργότερα τη ρεβάνς.
Ο Γκοντάρ ήρθε όμως τώρα απλώς να συναντήσει όλους εκείνους που, κατά βάθος, θεωρούν τον Βολοντίμιρ Ζελέσνκι βασικό υπαίτιου του κακού. Γιατί; Γιατί με κάποιον τρόπο ο Ζελένσκι, παρότι «κακός ηθοποιός», πείθει περισσότερο για την αλήθεια αυτού του συγκεκριμένου πολέμου.
Ο Γκοντάρ ήρθε όμως τώρα απλώς να συναντήσει όλους εκείνους που, κατά βάθος, θεωρούν τον Βολοντίμιρ Ζελέσνκι βασικό υπαίτιου του κακού. Γιατί; Γιατί με κάποιον τρόπο ο Ζελένσκι, παρότι «κακός ηθοποιός», πείθει περισσότερο για την αλήθεια αυτού του συγκεκριμένου πολέμου. Και γιατί επίσης ο Ουκρανός Πρόεδρος χρησιμοποιεί όντως την ποπ αισθητική για να δώσει ζωντάνια σε εκείνους τους πολιτικούς και ηθικούς συμβολισμούς της Δύσης που είχαν ξεθυμάνει ή είχαν σκεπαστεί κάτω από τους κυνισμούς της ψευτο-ρεαλιστικής πολιτικής και των συμβολαίων με την Gazprom.
Και κάτι ακόμα ενοχλεί εκείνους που θεοποίησαν την κατεδαφιστική επίθεση του ιερού τέρατος Γκοντάρ στις Κάννες στον Ουκρανό Πρόεδρο: το ότι αυτή η ποπ αισθητική αποκτά νόημα ως στήριγμα και ενθάρρυνση μιας δημοκρατικής αυτοάμυνας που υπερβαίνει πλέον το Ουκρανικό και τον ίδιο τον Ζελένσκι.
Θα πει κανείς πως ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ είναι η κληρονομιά μιας γενιάς που την καθόρισε η επιθυμία για πάση θυσία αντικομφορμισμό. Δεν έχει, άλλωστε, κάτι πρωτότυπο η επίθεση στις Κάννες ή σε οποιαδήποτε επίσημη διοργάνωση όπου ο κόσμος του θεάματος βραβεύει και βραβεύεται λέγοντας συνήθως καλά, συγκινητικά, στρατευμένα λόγια. Υπάρχει πάντα ο πειρασμός της άρνησης των τελετών και ακόμα περισσότερο ο πειρασμός να επιτεθείς σε κάποιον που η συγκυρία τον έχει ανεβάσει ψηλά.
Θα μπορούσε να είναι, πραγματικά, μια χειρονομία κριτικής σκέψης, μια δήλωση πνευματικής ανεξαρτησίας, ένα αίτημα ριζοσπαστικής διαφωνίας. Να όμως που όλα αυτά –η πνευματική ανεξαρτησία, η κριτική σκέψη‒ είναι κεκτημένα της «δυτικής αισθητικής». Αυτό δηλαδή που ο Γκοντάρ βλέπει με την περιφρόνηση του μεγάλου, ανατρεπτικού μαέστρο, αυτό το ίδιο αναπτύσσεται μέσα σε αυτή την καταραμένη αισθητική.
Και η μεγάλη διαφορά μεταξύ του κακού ηθοποιού της Ουκρανίας και του τυράννου της Μόσχας –αυτή η διαφορά που την καταργεί κανείς κάτω από κοινότοπες κουβέντες περί συμφερόντων και προπαγάνδας– είναι ότι ο κόσμος του Ζελένσκι δεν ξαναστήνει τον ολοκληρωτισμό στα πόδια του. Έχει κι αυτός τις τεχνικές επικοινωνίας, τη «σκηνοθεσία», την αισθητική του επιμέλεια. Προφανώς, μόνο που αυτή η αισθητική δεν οδηγεί στην ισοπέδωση πόλεων, στη δικτατορία και στο καθεστώς του φόβου.
Με μια λέξη: στον κόσμο του Βλαντίμιρ Πούτιν το συμβάν Γκοντάρ δεν θα υπήρχε ή θα δυσκολευόταν να αποφύγει την αναγκαστική σιωπή. Ή, αν υπήρχε, θα ήταν ο κακός ηθοποιός ενός νάρκισσου αντισυστημισμού που όλους αυτούς τους μήνες υπηρετεί –από την άνεση των δυτικών καναπέδων‒ τον κυνισμό του Κρεμλίνου.