Η ΕΧΘΡΟΤΗΤΑ ΠΡΟΣΦΕΡΕΙ κίνητρα για να επιμείνει κανείς στο κυνήγι ενός αντικειμένου, στην καταδίωξη ενός άλλου ανθρώπου, στο πάθος για επικράτηση. Το εναντιωματικό στυλ συνεπαίρνει και δεν αποκοιμίζει. Έτσι συμβαίνει και οι μοναδικοί που παθιάζονται πολιτικά με την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι όσοι την περιφρονούν ή την εχθρεύονται, κυρίως από τα δεξιά.
Στις περισσότερες χώρες η «Ευρώπη» παραμένει πολιτικό θέμα μόνο ή κυρίως λόγω της αγανάκτησης και των διαμαρτυριών που εισπράττουν οι θεσμοί και οι ηγεσίες της. Το είδαμε, χαρακτηριστικά, με τα αγροτικά κινήματα. Τα σχέδια ομοσπονδιακής ενοποίησης έχουν συρρικνωθεί σε λίγες συζητήσεις, σε κάποιες εκδόσεις, ημερίδες και κύκλους. Σε αντίθεση με τις δημοφιλείς εκδοχές καταναλωτικού και τουριστικού κοσμοπολιτισμού, το πολιτικό όραμα μιας υπερεθνικής πολιτικής ένωσης έχει τραυματιστεί βαριά και δεν είναι καθόλου στη μόδα.
Το κυρίαρχο mood είναι ο κρατικός ρεαλισμός, οι επιλεκτικές διακυβερνητικές συμπράξεις, μια ρητή ή ανομολόγητη προστατευτική διάθεση. Μόνο το Ουκρανικό πρόσφερε ένα είδος ρητορικής αφύπνισης και συναισθηματικής έξαρσης στους δυτικοευρωπαίους, όχι όμως τόσο στη Νότια Ευρώπη (και ελάχιστα στην Ελλάδα).
Η νέα ακροδεξιά, που σε μια σειρά από χώρες ελίσσεται μέσα στη κολυμβήθρα του mainstream, μιλάει «σαν να είναι» ολοζώντανη η «απειλή του κοσμοπολιτισμού».
Παρ’ όλα αυτά, η νέα ακροδεξιά, που σε μια σειρά από χώρες ελίσσεται μέσα στη κολυμβήθρα του mainstream, μιλάει «σαν να είναι» ολοζώντανη η «απειλή του κοσμοπολιτισμού». Η ανερχόμενη εθνικιστική σκηνή στη Γερμανία, στη Γαλλία, στην Ιταλία, στην Πορτογαλία ή στις σκανδιναβικές χώρες προβάλλει διαρκώς τον φανταστικό κίνδυνο μιας πολιτικής ενοποίησης που οι άλλοι δεν την πιστεύουν ή δεν τη θέλουν πια.
Ένα παρόμοιο μοτίβο το συναντάμε τελικά και σε σχέση με την ίδια τη δημοκρατία. Η ράθυμη, βαριεστημένη και μικρών απαιτήσεων διαχείρισή της παράγει περισσότερη κόπωση παρά οποιαδήποτε κινητοποίηση. Το «Κέντρο» απενεργοποιεί τα πολιτικά πάθη καθώς συχνά επαναπαύεται στη ληγμένη (εδώ και κάποια χρόνια) τεχνοκρατική φαντασίωση ή σε έναν ισορροπισμό που δεν έχει απάντηση για τις κρίσεις. Απομένουν έτσι να κάνουν παιχνίδι δυνάμεις που δεν έχουν πολλούς ενδοιασμούς και δεν δεσμεύονται από καθιερωμένες αξίες: νέες μορφές δεξιάς που αντιπαθούν το λεγόμενο ευρωπαϊκό ιδεώδες το διατηρούν, παραδόξως, ζωντανό μέσα από την κινητοποίηση και την εχθρότητά τους.
Φυσικά, υπάρχουν και οι αριστεροί «κατά της Ευρωπαϊκής Ένωσης». Το ΚΚΕ στη χώρα μας –και άλλες, μικρότερες δυνάμεις στη ριζοσπαστική και ανταγωνιστική αριστερά– έχουν τη δική τους ερμηνεία που καταλήγει στη γνωστή εναντίωση και στις εκκλήσεις για μια ελληνική έξοδο ή για κατάργηση όλων των «ιμπεριαλιστικών οργανισμών». Η διαφορά είναι ότι αυτός ο λόγος δεν παράγει πάθος γιατί μοιάζει να επαναλαμβάνει ένα σταθερό ιδεολογικό πλαίσιο και μια πυκνή θεωρητική ανάλυση.
Σε αντίθεση με τις αντι-ευρωπαϊκές κορόνες των νέων δεξιών εθνικιστών, ο αντικαπιταλισμός μιας ορισμένης αριστεράς δεν αγγίζει ευρύτερα ακροατήρια. Για τον συμβατικό αγρότη της Βαυαρίας ή για τον καταστηματάρχη σε μια επαρχιακή πόλη της Ολλανδίας η ιδέα μιας εξόδου από τον καπιταλισμό είναι κάτι τελείως εξωτικό και πάντως δίχως εικόνα.
Ο ελληνικός χώρος μνήμης και πολιτικής στράτευσης διατηρεί αυτή την εναντίωση σε ένα σχετικά μεγάλο, αλλά πάντα μειοψηφικό ποσοστό, στις περισσότερες όμως χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι αφηγήσεις μιας ριζοσπαστικής, αντι-Ε.Ε. αριστεράς δεν έχουν κοινό έξω από περιορισμένα ακροατήρια.
Υπάρχει, άλλωστε, κι ένας άλλος λόγος για την ιδιαίτερη έλξη μεταξύ αντι-ευρωπαϊκών στάσεων και νέας δεξιάς. Η τοξική εχθροπάθεια που επικυρώνεται στα social media δεν ψάχνεται τόσο με μεγαλειώδεις ιδέες και αναλύσεις. Είναι συντονισμένη με στοιχειώδεις προγραφές προσώπων και πολέμους συμβόλων. Η ορμπανική ή τραμπική αντιπάθεια για την ευρωπαϊκή γραφειοκρατία δεν έχει ανάγκη από πολιτική και κοινωνική θεωρία.
Είναι ένας βέβαιος για τον εαυτό του αντιδιανοουμενισμός που ισχυρίζεται πως μεταφράζει τις επιθυμίες των απλών ανθρώπων. Στήνει έτσι στον τοίχο μια ελίτ και την παρουσιάζει ως τη μόνη υπεύθυνη για όλα τα προσωπικά και επαγγελματικά δεινά που πέφτουν στους ώμους ενός αγρότη, ενός επιχειρηματία ή ενός ανέργου. Στη δική μας περίπτωση, αυτός ο αντι-ευρωπαϊσμός θα εκφραστεί κυρίως από την Ελληνική Λύση και δευτερευόντως από τη Νίκη και τους Σπαρτιάτες. Δεν έχει βρεθεί ακόμα ένα πρόσωπο και μια πατέντα ώστε να αποκτήσει αυτή η δυναμική μεγαλύτερο εκτόπισμα, απειλώντας, όπως αλλού, τη συμβατική κεντροδεξιά.
Νομίζω όμως ότι είναι απλώς ζήτημα χρόνου να συμβεί. Υπάρχει ένα συναισθηματικό και κοινωνικό υπέδαφος, μια έτοιμη γλώσσα και ένα στοκ διαθέσεων που ζητούν να εκφραστούν. Όσο τα θέματα της Ευρώπης θεωρούνται συζητήσεις που δεν «πουλάνε» δημοσιογραφικά ή θέματα επίδειξης λαμπερών ονομάτων, τόσο η Ευρώπη θα συναρπάζει κυρίως τους εχθρούς της.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.