ΟΤΑΝ ΕΡΩΤΑΤΑΙ ΠΛΕΟΝ, η απάντησή της είναι κάποια παράφραση του «είμαι φεμινίστρια, αλλά δεν είμαι κατά των αντρών». Το 2022, ένα poll του περιοδικού «Elle» έδειξε ότι μία στις δύο Γαλλίδες από ένα δείγμα 1.039 γυναικών πιστεύει ότι είναι φεμινίστρια. Το ποσοστό είναι μεγαλύτερο από εκείνο που αφορά τον Εμανουέλ Μακρόν. Παρά τα δεκάδες άρθρα με τίτλους όπως «Η ψήφος στη Μαρίν Λεπέν απλώς δεν είναι επιλογή για τις γυναίκες», στην πραγματικότητα οι Γαλλίδες την τίμησαν με αυξημένο ποσοστό σε σχέση με τις προηγούμενες εκλογές. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι γυναίκες που την ψήφισαν είναι φεμινίστριες, αλλά ότι οι Γαλλίδες ψηφίζουν μια αρχηγό κόμματος που αυτοπροσδιορίζεται ως τέτοια.
Άσχετα από το τι είναι η Μαρίν Λεπέν, και θα φτάσω σ’ αυτό αργότερα, καθεμιά μπορεί να δει πάνω της ό,τι θέλει. Μπορείς να δεις μια περιποιημένη γυναίκα, αν αυτό ψάχνεις. Μπορείς να δεις μια μάνα με τρία παιδιά που θέλει να σώσει τη χώρα απ’ τους παραβατικούς μετανάστες. Μπορείς να δεις μια ξανθιά γαλανομάτα που «φαίνεται σωστή». Αν θες να δεις ένα ακροδεξιό κτήνος που εκθηλύνει τη φρίκη για να την καταστήσει βρώσιμη, εκεί είναι κι αυτό. Aν θες ένα αναγκαίο κακό που χρειάζεται να αποκτήσει εξουσία για να «καθαρίσει η Γαλλία και να παραδειγματιστεί η Ευρώπη», ενώ παράλληλα θεωρείς εαυτόν προοδευτικό άνθρωπο, η Λεπέν μπορεί να εκπληρώσει και αυτό τον ρόλο.
Διάβασα το ένα ρεπορτάζ μετά το άλλο για την άνοδο της Μαρίν Λεπέν, διάβασα ακροδεξιά fora, διάβασα τις διαφωτιστικές οπτικές φεμινιστριών διανοητριών, διάβασα ό,τι βρήκα, με το βλέμμα στραμμένο στις γυναίκες ψηφοφόρους. Και κάτι μου έλειπε.
H ακροδεξιά έχει γίνει επικοινωνιακά γοητευτική και δεν αφορά τις «συντηρητικές γυναίκες που θέλουν να είναι σύζυγοι και νοικοκυρές». Αφορά και προοδευτικές γυναίκες, διαφόρων βαθμών, που δεν εμφορούνται από μίσος αλλά από φόβο ή απλή, αυθόρμητη ταύτιση. Και δεν τις αφορά μόνο ως ψηφοφόρους αλλά και ως φορείς σιωπηλής αποδοχής.
Αυτό που μου λείπει το εντοπίζω κατά κύριο λόγο στις πολιτικές αναλύσεις που σχετίζονται με το ερώτημα «ποιο είναι το προφίλ των ανθρώπων που υποστηρίζουν ακροδεξιά κόμματα». Είναι μια λεπτομέρεια για ένα φαινόμενο που παρατηρώ συχνά στην πραγματική ζωή και δεν βλέπω να συζητείται στις αναλύσεις: ότι υπάρχουν γυναίκες με προφίλ αριστερό ή φιλελεύθερο, γυναίκες υπέρ του γάμου των ομοφυλόφιλων, των ανοιχτών συνόρων και της πολιτικής ορθότητας, που μέσα τους, αυθόρμητα, νιώθουν μια ανομολόγητη, μύχια χαρά όποτε ορισμένες ακροδεξιές πολιτικοί κερδίζουν στα ευρωπαϊκά εδάφη.
Μετά τη φαινομενική πρώτη νίκη της Μαρίν Λεπέν και πριν από τον δεύτερο γύρο, διάβασα τα εξής σχόλια σε φιλικά group chats:
«Εντάξει, αν ήταν να διαλέξω μεταξύ Λεπέν και Χρυσής Αυγής στην Ελλάδα, θα διάλεγα Λεπέν».
«Τουλάχιστον φαίνεται να μπορεί να βάλει μια τάξη».
«Είναι τρομακτικό που ανεβαίνει η ακροδεξιά. Βέβαια στη Γαλλία έχει ξεφύγει το πράγμα με τους μουσουλμάνους».
«Τελευταία φορά που πήγα πάντως στη Μασσαλία, τα πράγματα είχαν αλλάξει. Δηλαδή, αρκετές φορές ένιωσα ότι δεν είμαι στη Γαλλία. Όχι ότι αυτό δικαιολογεί, αλλά ίσως εξηγεί;»
Οι γυναίκες που έκαναν αυτά τα σχόλια είναι σε απόλυτη πλειοψηφία φεμινίστριες. Και ενώ εκφράζουμε αποτροπιασμό για την άνοδο της ακροδεξιάς, αν πραγματικά ενδιαφερόμαστε για το γιατί ψηφίζουμε ό,τι ψηφίζουμε και, κυρίως, γιατί υποστηρίζουμε ό,τι υποστηρίζουμε, άσχετα από το πού τελικά το ρίχνουμε, χρειάζεται να κοιτάξουμε γύρω μας και να δούμε τι είναι αυτό στις ακροδεξιές γυναίκες πολιτικούς που προσελκύει ενδόμυχα ένα μέρος του εκλογικού σώματος το οποίο ιδεολογικά δεν έχει απολύτως καμία σχέση μαζί τους.
Όταν μιλάμε για πολιτική, κάνουμε ότι μιλάμε για λογική και στιβαρότητα. «Ψηφίζω δεξιά γιατί θα περάσει νόμο που με συμφέρει φορολογικά». «Ψηφίζω αριστερά γιατί είμαι υπέρ του γάμου των ομοφυλόφιλων και των ανοιχτών συνόρων». Στην πραγματικότητα, όμως, η ψήφος συχνά είναι περισσότερο «εγώ δεξιά είμαι, αλλά ψήφισα Ζωή γιατί τα λέει ωραία, μ’ αρέσει που τους τα χώνει», «ψήφισα Σπαρτιάτες γιατί ήταν ευγενικό το παιδί στο εκλογικό κέντρο και λέω, ε, ας δώσουμε μια ευκαιρία», «ψηφίζω ΚΚΕ γιατί ο παππούς μου ήταν κομμουνιστής αγωνιστής», «ψήφισα Λατινοπούλου γιατί είναι ωραία γυναίκα και μετράει». Ένα εξαιρετικό που άκουσα στις ευρωεκλογές φέτος ήρθε απ’ το στόμα ενός άντρα γύρω στα 35: «Ε, ρε, ψήφισε Ηλιάδη (υποψήφια ευρωβουλεύτρια με το ΛΑΟΣ) που ’ναι κορμί».
Τα γράφω αυτά για να δώσω πρακτικά παραδείγματα από την καθημερινότητα υπέρ της ορθότητας της ρήσης της Mάγια Αγγέλου: «Έχω μάθει ότι οι άνθρωποι θα ξεχάσουν τι είπες, θα ξεχάσουν τι έκανες, αλλά δεν θα ξεχάσουν ποτέ το πώς τους έκανες να νιώσουν». Και για να πω ότι πριν πάμε στο τι πρεσβεύει η ακροδεξιά, χρειάζεται να κοιτάξουμε πώς κάνει μια μερίδα του εκλογικού σώματος να νιώθει. Γιατί η έλξη που έχω διαπιστώσει ότι έχουν προοδευτικές γυναίκες δεν απευθύνεται στην ακροδεξιά. Απευθύνεται στο πρόσωπο της Μαρίν Λεπέν. Ή της Τζόρτζια Μελόνι. Ή της Άλις Βάιντελ, της νυμφευμένης λεσβίας που βρίσκεται στην πρώτη γραμμή ακροδεξιού κόμματος που αντιτίθεται στον γάμο των ομοφυλόφιλων.
Τι αποτύπωμα έχει στην κοινωνία η σιωπηλή αποδοχή; Η σιωπηλή ελπίδα; Υπάρχει κάποιο σημείο μετατροπής της παθητικής συμφωνίας σε ενεργητική ψήφο; Χρειαζόμαστε εργαλεία που μετράνε το αίσθημα. Εργαλεία που μετράνε αυτό που νιώθουμε όταν κερδίζει κάποιο κόμμα ή κάποιο πρόσωπο που είναι αντίθετο στις πολιτικές μας προτιμήσεις, κοντράρει ευθέως ό,τι μας είναι σημαντικό, αλλά για λόγους προσωπικούς, κρυφούς και άρρητους, χαιρόμαστε που τα καταφέρνει. Υπάρχει ιδεολογία, αλλά κυρίως υπάρχουν πρόσωπα.
Μπορεί μια φεμινίστρια να ψηφίζει Λεπέν; Eίναι η Μαρίν Λεπέν φεμινίστρια;
Φεμινίστριες ψηφίζουν Λεπέν ή δεν ψηφίζουν Λεπέν αλλά χαίρονται με τις νίκες της και η ίδια αυτοπροσδιορίζεται έτσι. Στον καιρό του «ό,τι δηλώσεις είσαι», με ξεχειλωμένες λέξεις να χωράνε ό,τι θέλουμε να τους χωρέσουμε, τι όπλα διαθέτουμε πραγματικά για να αφοπλίσουμε μια ακροδεξιά ρητορική που υψώνει τη θηλυκή γροθιά της προς τον ουρανό και υπόσχεται στις γυναίκες προστασία απ’ τους μουσουλμάνους βιαστές; Χρειαζόμαστε επιτακτικά κάτι πιο relevant απ’ το «μια πραγματική φεμινίστρια δεν θα ψήφιζε ποτέ ακροδεξιά».
H ακροδεξιά έχει γίνει επικοινωνιακά γοητευτική και δεν αφορά τις «συντηρητικές γυναίκες που θέλουν να είναι σύζυγοι και νοικοκυρές». Αφορά και προοδευτικές γυναίκες διαφόρων βαθμών που δεν εμφορούνται από μίσος αλλά από φόβο ή απλή, αυθόρμητη ταύτιση. Και δεν τις αφορά μόνο ως ψηφοφόρους αλλά και ως φορείς σιωπηλής αποδοχής. Σε μια Ευρώπη που βράζει, θα περίμενα ότι η ισχυροποίηση της σχέσης ανάμεσα στη γυναίκα και την ακροδεξιά θα προκαλούσε πιο έντονα συναισθήματα. Περιμένω επίσης να προκαλέσει έναν ουσιαστικό πολιτικό αντίλογο, με κάποια γυναίκα πολιτικό σε χώρες που αυτήν τη στιγμή έχουν ισχυρή ακροδεξιά παρουσία η οποία θα προκαλεί αντίστοιχα αισθήματα κρυφής στήριξης σε γυναίκες που προέρχονται από όλο το ιδεολογικό φάσμα.
Σε σχέση με το τελευταίο, αξίζει να σκεφτούμε και αυτό: γιατί η γυναικεία πολιτική ηγεσία φαίνεται να εντάσσεται απρόσκοπτα σε ακροδεξιούς, μισογυνιστικούς κρυφά ή φανερά χώρους; Είναι θέμα πραγμάτωσης μητρικού/έμφυλου ρόλου, τυχαιότητας, λογικής εξέλιξης μιας αφήγησης φροντίδας; Ή η ακροδεξιά πολιτικός είναι μια γυναίκα που ξέρει να μιλά άπταιστα τη γλώσσα της απόλυτης εξουσίας και αυτή η εξουσία, τυφλή, σίγουρη και «από πάνω μας», υπόσχεται πως ό,τι και να γίνει, αν της αφιερωθούμε, θα μας επιβραβεύσει;
Aυτήν τη στιγμή ξέρω με σιγουριά ότι υπάρχει ένας σπόρος έλξης από την ακροδεξιά σε απρόσμενα χώματα. Προβληματίζομαι για τη συλλογική μας προθυμία να δηλώσουμε πως «μια πραγματική φεμινίστρια/δικαιωματίστρια/ally των ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων δεν θα ψήφιζε ή δεν θα επικροτούσε ποτέ το όποιο ακροδεξιό κόμμα» αντί να αναρωτηθούμε γιατί μια προοδευτική γυναίκα φτάνει να χαίρεται με την άνοδο ενός κόμματος ακροδεξιάς ρητορικής ή να το ψηφίζει.