Συνάντησα το «τρομερό παιδί» της γαλλικής λογοτεχνίας λίγο πριν από την προς τιμήν του εκδήλωση-συζήτηση που διοργάνωσε το φετινό 25ο Αντιρατσιστικό Φεστιβάλ της Αθήνας και κάναμε μια ενδιαφέρουσα κουβέντα εν είδει προθέρμανσης.
«Τελευταία, με βλέπετε, πράγματι, συχνά στην Αθήνα γιατί την αγαπώ πολύ. Ποτέ, σε καμία άλλη πόλη, δεν έχω νιώσει τόσο όμορφα. Μου αρέσει το φως, οι άνθρωποί της και ειδικά αυτοί που έχουν μια πιο μελαγχολική ιδιοσυγκρασία με την οποία ταυτίζομαι περισσότερο, το ότι είναι μια πόλη εξαιρετικά ζωντανή μέρα και νύχτα… Είναι, ξέρεις, δύσκολο να πεις τι ακριβώς σού αρέσει σε κάτι, το αντίθετο είναι ευκολότερο γιατί η αντιπάθεια, όπως και το μίσος, εξηγούνται πολύ ευκολότερα από τη συμπάθεια και την αγάπη.
Να συμπληρώσω, βέβαια, ότι πουθενά αλλού δεν συνάντησα μια τόσο ενδιαφέρουσα όσο και δυναμική πολιτική σκηνή με τόσο έντονη παρουσία της αριστεράς, κοινοβουλευτικής και μη, στις διάφορες εκφάνσεις της, από τους τροτσκιστές ως τους αναρχικούς. Υπήρχε κάποτε και στη Γαλλία αυτό, αλλά έχει ατονήσει. Ίσως η ακροδεξιά πρόκληση και η δημιουργία ως απάντηση σε αυτήν του Νέου Λαϊκού Μετώπου, το οποίο κι εγώ στήριξα, να διαμορφώσει άλλο τοπίο.
«Είχα τις προάλλες μια έντονη τηλεφωνική λογομαχία με τον πατέρα μου όταν μου δήλωσε ότι θα ψηφίσει και πάλι την Εθνική Συσπείρωση της Λεπέν. Τον απείλησα ότι δεν θα του ξαναμιλήσω γιατί είναι αδύνατο να δεχτώ πως εξακολουθεί να ψηφίζει ένα κόμμα που αντιπροσωπεύει όλα εκείνα που θα ακύρωναν και θα οδηγούσαν στον αφανισμό όχι μόνο εμένα, τον γιο του, ως άνθρωπο αλλά και τον ίδιο».
Και στην Ελλάδα άλλωστε η άνοδος της Χρυσή Αυγής υπήρξε αφορμή για μια μεγάλη αντιφασιστική συσπείρωση που κέρδισε πολλές μάχες. Γεγονός, πάντως, είναι ότι εδώ ακούω ή συμμετέχω σε περισσότερες πολιτικές συζητήσεις απ’ ό,τι εκεί, ίσως και επειδή περάσατε πολλές δοκιμασίες τα τελευταία χρόνια. Μαθαίνω τώρα ότι η συντηρητική κυβέρνηση «ανοίγει την πόρτα» στην εξαήμερη εργασία – αν ισχύει αυτό, είναι απαράδεκτο. Δεν γίνεται να περνάνε τέτοιες πολιτικές.
Ξεκίνησα να γράφω για να αναμετρηθώ με τα προσωπικά μου βιώματα, όχι για να γίνω κάποιος. Αν επέζησα σωματικά και ψυχολογικά από την τρομακτική βία που γνώρισα ως γκέι αγόρι, το οφείλω στη συγγραφή. Πρότυπό μου σε αυτό υπήρξε ο Πρίμο Λέβι, ο πρώτος που έγραψε για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης των ναζί, όχι μόνο επειδή ένιωθε, καθώς σημείωνε, ήδη αφότου οδηγήθηκε στο Άουσβιτς, την ηθική και ιστορική υποχρέωση να το πράξει αλλά και επειδή έτσι θα έβρισκε ένα γερό κίνητρο να επιβιώσει. Ήμουν 9 ή 10 χρονών όταν με περίμεναν οι συμμαθητές μου στη γωνία για να με ειρωνευτούν και να με φτύσουν και ήδη από μέσα μου έλεγα ότι έπρεπε να το αντέξω όλο αυτό γιατί όφειλα να γράψω μια μέρα τι μου συνέβη, τι συμβαίνει σε χιλιάδες νεαρά παιδιά σαν εμένα στον κόσμο.
Ακούω πολλούς μεγαλύτερους να διαμαρτύρονται ότι τα νέα ιδίως παιδιά δεν διαβάζουν. Και όλοι τους κατηγορούν γι’ αυτή την εξέλιξη τους «απρόθυμους» αναγνώστες, τη νεολαία, το «κόλλημα» με τα σόσιαλ μίντια κ.λπ., ποτέ όμως δεν θίγουν το πόσο ανεπαρκείς και αδιάφοροι είναι πια οι περισσότεροι συγγραφείς. Δηλαδή, αντί για μια κοινωνιολογία της δημιουργίας εστιάζουν σε μια κοινωνιολογία της υποδοχής. Επομένως καταλαβαίνω απόλυτα όσους νέους ανθρώπους γυρνάνε την πλάτη τους στο βιβλίο.
Θυμάμαι κι εμένα νεότερο να δυσκολεύομαι πολύ να βρω ένα ανάγνωσμα που να αφορά τον κόσμο όπου ζούσα, είτε μιλάμε για πεζογραφία, είτε για ποίηση, είτε για πρόζα. Η βία, η βαρβαρότητα και η αλλοτρίωση που βίωνα απλώς δεν υπήρχαν εκεί, ούτε κυριολεκτικά ούτε μεταφορικά έστω, γιατί υπάρχουν βέβαια πολλοί τρόποι να περιγράψεις μια πραγματικότητα, δεν είναι αναγκαίο να γράφεις ρεαλιστικά, «στρατευμένα». Αν οι άνθρωποι σήμερα δεν διαβάζουν αυτό οφείλεται στο διαζύγιο που έχει πάρει καιρό τώρα η λογοτεχνία από τον πραγματικό κόσμο, κάτι το οποίο είχε ήδη επισημάνει ο Ζαν-Πολ Σαρτρ.
Ένας καλλιτέχνης, συγγραφέας ή διανοούμενος που, πέρα από το ταλέντο, έχει και συναίσθηση του κόσμου όπου ζει δεν μπορεί παρά να είναι αριστερός, και επιμένω σε αυτό. Διότι δεν μπορείς καν να περνιέσαι για έξυπνος άνθρωπος αν δεν σε αγγίζουν η καταπίεση, η καταστολή, οι κοινωνικές και έμφυλες ανισότητες. Έχεις υποχρέωση να ασκείς κριτική στο κυρίαρχο σύστημα και το κυρίαρχο αφήγημα του καιρού σου, στη δεξιά αλλά και στην ίδια την αριστερά, όταν χρειάζεται. Αυτό, άλλωστε, έπρατταν όλοι οι «ήρωές» μου, ο Σαρτρ, η Μποβουάρ, ο Παζολίνι, η Χάνα Άρεντ.
Μιλώντας έπειτα για την αριστερά, δεν μου αρέσει, για παράδειγμα, η «ταμπέλα» του νεοφιλελεύθερου που συνήθως κολλά σε ό,τι αντιπολιτεύεται γιατί είναι μια γενικότητα που περισσότερο συσκοτίζει παρά διαφωτίζει. Αλλά η ιστορία της πολιτικής είναι καταρχάς μια ιστορία της ηγεμονίας. Τα κομμουνιστικά και τα άλλα αριστερά κόμματα στο παρελθόν εστίαζαν αποκλειστικά στο ταξικό, παραμερίζοντας θεματικές όπως η πατριαρχία, ο σεξισμός, η ομοφοβία. Ο Βισκόντι, όπως και ο Παζολίνι, διαγράφηκαν από το ΚΚΙ εξαιτίας της ομοφυλοφιλίας τους, ο Φουκό αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει εξαιτίας της τραυματικής εμπειρίας που είχε στο ΚΚΓ.
Επιστρέφοντας στο σήμερα, ελάχιστοι άνθρωποι στο φεμινιστικό ή το ΛΟΑΤΚΙ+ κίνημα θα έδιναν σημασία στα βιώματα της μητέρας μου, για παράδειγμα, μιας γυναίκας της εργατικής τάξης από την επαρχία που πρωταγωνιστεί στο τελευταίο μου βιβλίο, «Η Μονίκ το 'σκασε» (θα κυκλοφορήσει το φθινόπωρο από τις εκδόσεις Αντίποδες). Ακούω φεμινίστριες στη Γαλλία να μιλάνε για τα δικαιώματα των γυναικών στον κόσμο της τέχνης, της εκπαίδευσης, των επιχειρήσεων, των ΜΜΕ, αλλά ποτέ για απλές λαϊκές γυναίκες, όπως εκείνη. Κι όμως, εκείνες υφίστανται τη μεγαλύτερη βία καθώς δεν έχουν διεξόδους, ούτε χρήματα ούτε πτυχία ούτε καν λογαριασμό στα σόσιαλ μίντια. Χρειάζεται αλλαγή αφηγήματος.
Αυτό που κάποιοι ονομάζουν «πολιτικές της ταυτότητας» δεν είναι κάτι αφηρημένο αλλά πολύ συγκεκριμένο, πολύ χειροπιαστό. Aν είσαι γκέι, τρανς, φτωχή γυναίκα ή οικονομικός μετανάστης είναι πιθανότερο να υποστείς αστυνομικό έλεγχο, να δεχθείς επίθεση, να δολοφονηθείς, να αυτοκτονήσεις. Τα ποσοστά αυτοκτονιών στη ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα, και ειδικά στα νέα παιδιά, είναι πολύ υψηλότερα απ’ ό,τι στον μέσο πληθυσμό. Είχα φλερτάρει κι εγώ νεότερος με την ιδέα της αυτοχειρίας και όχι, δεν πρόκειται για ζήτημα ταυτότητας ή αισθητικής αλλά για ζήτημα ζωής και θανάτου, όπως ακριβώς είναι και ο ταξικός αγώνας. Δεν υπάρχει σωστό ή λάθος «timing», ούτε ζωές που αξίζουν λιγότερο από άλλες.
Καταλαβαίνω, βέβαια, ότι υπάρχουν συγκυρίες στις οποίες οφείλεις να προτάξεις ένα αίτημα έναντι άλλων. Το κίνημα των Κίτρινων Γιλέκων, για παράδειγμα, στο οποίο συμμετείχα, έδινε προτεραιότητα στις αντιλαϊκές πολιτικές του Μακρόν και στην κτηνώδη αστυνομική βία την οποία γνώρισα κι εγώ στο πετσί μου εκείνες τις μέρες. Δεν θα πήγαινα σε μια τέτοια διαδήλωση φωνάζοντας ΛΟΑΤΚΙ+ συνθήματα γιατί θα ήταν άτοπο, όπως θα ήταν αντίστοιχα άτοπο και το ’16, στις μαζικές κινητοποιήσεις για τη δολοφονία από μπάτσους του 24χρονου μαύρου Adama Traoré, που διοργάνωσε η Επιτροπή κατά της Αστυνομικής Βίας.
Συμμετείχα κι εγώ σε αυτή την επιτροπή, «ψυχή» της οποίας ήταν η μεγαλύτερη αδελφή του Adama, η Assa, από τα πιο αξιοθαύμαστα πρόσωπα που έχω γνωρίσει. Στο τελευταίο Paris Pride είδα πολλά πανό και πλακάτ κατά του Μακρόν και της αστυνομικής βίας, με τα οποία φυσικά συμφωνούσα, όμως προτεραιότητα σε ένα τέτοιο event έχουν νομίζω τα ΛΟΑΤΚΙ+ δικαιώματα που δεν είναι μεν ξεχωριστά από τα άλλα –το γνωρίζω αυτό πολύ καλά καθώς προέρχομαι και ο ίδιος από την εργατική τάξη–, αλλά κάποιος χρειάζεται να μιλήσει καταρχάς γι’ αυτά και ποιο το καταλληλότερο μέρος από ένα Pride!
Είναι, άλλωστε, αδύνατο να υπάρξει ένα κίνημα τόσο συμπεριληπτικό ώστε να υπερασπίζεται τα δικαιώματα όλων, από τα εργατικά μέχρι των ζώων, Καθένα πρέπει να αφοσιώνεται σε έναν στόχο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι παραβλέπει ή υποτιμά τους άλλους. Το λέω αυτό γιατί ακόμα και σε ένα κομμάτι της αριστεράς υπάρχει ομοφοβία που εκφράζεται με την αντίληψη ότι τα ΛΟΑΤΚΙ+ θέματα είναι στον πάτο της λίστας. Γι’ αυτό μιλάω για ηγεμονικές πολιτικές που οφείλουν να αναθεωρηθούν.
Για τους ίδιους λόγους είμαι αρκετά επιφυλακτικός με όρους όπως η ομοκανονικότητα και το λεγόμενο pink washing. Βρίσκω την πρώτη προβληματική και μάλλον αφελή πολιτικά αντίληψη, δεδομένου ότι απέχουμε πολύ από το να ενταχθούμε στην περίφημη αυτή κανονικότητα ακόμα και στις πιο φιλικές στα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα χώρες. Μεταξύ μας, τώρα, ούτε εμένα με ενθουσιάζει το να οικειοποιείται ένας άνθρωπος, μια εταιρεία, ένας οργανισμός ή ένα κράτος που μπορεί να μη διαθέτουν, κατά τα άλλα, την καλύτερη έξωθεν μαρτυρία τα σύμβολα και τα αιτήματά μας, χωρίς να έχουν πάντα ειλικρινείς προθέσεις. Ή, αν έχουν, μπορεί να τις περιορίζουν στους προνομιούχους γκέι και λεσβίες.
Ακόμα κι έτσι, όμως, το θεωρώ νίκη ακριβώς επειδή υποχρεώνουμε πλέον, μέσα σε αυτόν τον άνισο, καπιταλιστικό, πατριαρχικό, σεξιστικό κόσμο, ανθρώπους, εταιρείες, οργανισμούς και κράτη να δείξουν ότι μας υπολογίζουν. Από κει και πέρα, σαφώς και οφείλουμε να στηλιτεύουμε την υποκρισία και την εκμετάλλευση όπου υπάρχει, όμως η πρώτη αυτή νίκη είναι αδιαμφισβήτητη και πολύτιμη. Ούτε με την απόλυτη διάκριση ανάμεσα σε πλούσια και φτωχά ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα συμφωνώ, κι ας είναι τα πρώτα πιο προνομιούχα – η ιστορία αλλά και η ζωή δείχνουν ότι το μίσος και ο ρατσισμός δεν κάνουν διακρίσεις. Έπειτα, το να κολλάς έναν προνομιακό χαρακτηρισμό τύπου λευκός, ευκατάστατος, Δυτικός κ.λπ. στη ΛΟΑΤΚΙ+ συνθήκη είναι ένας ακόμα τρόπος να αποσιωπήσεις την καταπίεση που υφίσταται.
Εννοείται ότι υπάρχουν ταξικές, ακόμα και φυλετικές ή έμφυλες διακρίσεις και μέσα στη ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα, αν ξεκινήσεις όμως από εκεί υποβαθμίζεις τη βία με την οποία κάθε ΛΟΑΤΚΙ+ άτομο μπορεί ανά πάσα στιγμή να βρεθεί αντιμέτωπο. Πολεμάμε την πατριαρχία, τον καπιταλισμό, τον ρατσισμό, όχι τους γκέι, τις λεσβίες, τα τρανς άτομα. Στο ίδιο μοτίβο, αν, για παράδειγμα, άκουγα κάποιον να αποκαλεί “straight cis gender μαύρο άντρα” τον Τζορτζ Φλόιντ, η δολοφονία του οποίου από αστυνομικό πυροδότησε το κίνημα Black Lives Matter, θα τον θεωρούσα ξεκάθαρα ρατσιστή. Γιατί ο Φλόιντ δολοφονήθηκε ακριβώς επειδή ήταν μαύρος, με το να τον χαρακτηρίσεις “cis straight” του προσδίδεις ένα προνόμιο που συσκοτίζει τη γενεσιουργό αιτία του εγκλήματος.
Είναι η άλλη όψη τού να εξιδανικεύεις κοινωνικές ομάδες και μειονότητες όπως οι γυναίκες, τα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα, οι πρόσφυγες κ.λπ., πιστεύοντας ότι έτσι κάνεις καλό. Όταν όμως αποδίδεις σε έναν άνθρωπο μόνο θετικά χαρακτηριστικά τον απανθρωποποιείς, κάτι που συνιστά μια αντεστραμμένη μορφή διάκρισης. Διότι και μέσα σε αυτές τις κοινωνικές ομάδες μπορεί να συναντήσεις ρατσισμό, ομοφοβία, πατριαρχικές αντιλήψεις, εκμετάλλευση κ.λπ., όπως άλλωστε σε όλο τον υπόλοιπο πληθυσμό. Το να αντιμετωπίζεις έναν άνθρωπο ισότιμα σημαίνει να λαμβάνεις υπόψη και τις πιθανές απάνθρωπες πλευρές του.
Το επόμενο βιβλίο μου αφορά τον μεγαλύτερο αδελφό μου που δυστυχώς δεν ζει πια. Έναν αδελφό που με κακομεταχειριζόταν από μικρό επειδή καταλάβαινε πως ήμουν διαφορετικός –μέχρι που αποπειράθηκε να με σκοτώσει με ένα ρόπαλο του μπέιζμπολ–, που πούλαγε τσαμπουκάδες, που είχε ασκήσει βία σε γυναίκες και γκέι, που αντιπαθούσε τους μετανάστες και κατέληξε στα 38 του από χρόνιο, βαρύ αλκοολισμό.
Με ενδιαφέρει πολύ γιατί έγινε αυτός που έγινε, πώς θα μπορούσε να ήταν αλλιώς και γιατί η αριστερά, που θα ήταν ο φυσικός του χώρος, δεν ασχολήθηκε ποτέ πραγματικά με ανθρώπους σαν αυτόν, όπως δεν ασχολήθηκε με ανθρώπους σαν τον πατέρα και τη μάνα μου. Το πολύ να του κόλλαγε κάποιες ταμπέλες όπως λούμπεν, μισογύνης, ρατσιστής, ομοφοβικός, φουλ στην τοξική αρρενωπότητα και τέτοια. Το θέμα, όμως, δεν είναι να βρεις τους πιο αιχμηρούς χαρακτηρισμούς αλλά το τι κάνεις, πώς διαχειρίζεσαι τέτοιες περιπτώσεις. Τις χαρίζεις στην ακροδεξιά ή προσπαθείς να τις προσεγγίσεις;
Το βιβλίο, λοιπόν, αυτό θα είναι το τρίτο σημείο στον κοινωνικό χάρτη που επιχειρώ να σχεδιάσω, ανασκάπτοντας και εκθέτοντας σε συνέχειες την οικογενειακή μου ιστορία στην παράδοση του Μπαλζάκ, του Ζολά και του Προυστ. Λυπάμαι αν η υπόθεση δεν θα εκπλήξει τους αναγνώστες, αλλά δεν αποσκοπώ στην έκπληξη, ούτε καν στην πρωτοτυπία, αλλά σε κάτι που θεωρώ ουσιαστικότερο. Στον Εντί Μπελγκέλ εστιάζω στην παιδική μου ηλικία, στην Ιστορία της βίας στον βιασμό, στο Αγώνες και μεταμορφώσεις μιας γυναίκας στη δύναμη της θέλησης για αλλαγή, στο Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου στην πολιτική, στο επόμενο για τον αδελφό μου για την εγκατάλειψη και την παραίτηση που οδηγούν στη βία.
Η πολιτική κατάσταση στη Γαλλία είναι εξαιρετικά δύσκολη. Η ακροδεξιά δεν αναδείχθηκε τώρα πρώτη πολιτική δύναμη, αυτό έχει συμβεί ήδη από χρόνια και οφείλεται στη διάλυση του κοινωνικού κράτους εξαιτίας των νεοφιλελεύθερων πολιτικών –εδώ ναι, ταιριάζει ο όρος!–, στην αποστασιοποίηση των παραδοσιακών αριστερών κομμάτων όπως το PS (σοσιαλιστές) από τα πραγματικά κοινωνικά προβλήματα, την ανέχεια, την ανεργία, την εργασιακή ανασφάλεια, την αστυνομική καταστολή, τον ρατσισμό.
Είναι όλα αυτά που περιγράφει ο Ντιντιέ Εριμπόν στην Επιστροφή στη Ρενς και όχι, δεν φταίνε οι άνθρωποι που παρασύρονται από τα ακροδεξιά κελεύσματα αλλά τα κόμματα εκείνα του δημοκρατικού τόξου που τους σνόμπαραν και τους εγκατέλειψαν, αφήνοντας όλο το πεδίο ελεύθερο στους απέναντι. Είναι, ξέρεις, δύσκολο να πείσεις τον άλλο να ψηφίσει με το μυαλό όταν δεν βγαίνει ο μήνας, θα ψηφίσει με το κουρασμένο του σώμα και αυτό εύκολα μπορεί να λάβει τη μορφή ψήφου διαμαρτυρίας κατά ενός γενικού κι αόριστου «κατεστημένου» σαν αυτό που προφασίζεται ότι πολεμά η άκρα δεξιά.
Είχα τις προάλλες μια έντονη τηλεφωνική λογομαχία με τον πατέρα μου όταν μου δήλωσε ότι θα ψηφίσει και πάλι την Εθνική Συσπείρωση της Λεπέν. Τον απείλησα ότι δεν θα του ξαναμιλήσω γιατί είναι αδύνατο να δεχτώ πως εξακολουθεί να ψηφίζει ένα κόμμα που αντιπροσωπεύει όλα εκείνα που θα ακύρωναν και θα οδηγούσαν στον αφανισμό όχι μόνο εμένα, τον γιο του, ως άνθρωπο αλλά και τον ίδιο. Ανήκεις, του έλεγα, στην εργατική τάξη και αυτά στα οποία θα προσέβλεπες –σταθερή εργασία, καλός μισθός, αξιοπρεπείς συντάξεις, κοινωνική ασφάλιση, δημόσια εκπαίδευση, δικαίωμα στον συνδικαλισμό, κατοχυρωμένα ρεπό και διακοπές– οφείλονται στους αγώνες της αριστεράς. Τι δουλειά έχεις εσύ με τους ακροδεξιούς, οι οποίοι μάλιστα υπερψήφισαν στη Βουλή όλα τα αντεργατικά μέτρα του Μακρόν;
Όμως εκείνος δεν μεταπειθόταν ακριβώς γιατί δεν ψηφίζει πια με το μυαλό αλλά με το κορμί, ένα κορμί τσακισμένο από τη σκληρή δουλειά και εγκαταλειμμένο από εκείνο τον πολιτικό χώρο που τον παρακινούσα να προτιμήσει. Αυτή είναι τώρα η μεγαλύτερη πρόκληση για την αριστερά, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα των εκλογών της 7ης Ιουλίου (σ.σ. η κουβέντα έγινε δυο μέρες πριν από τον β’ γύρο), να πείσει ανθρώπους σαν τον πατέρα μου ότι στέκεται δίπλα τους και ότι εκείνη μπορεί να τους εγγυηθεί μια καλύτερη ζωή, όχι η ακροδεξιά.
Το να φωνάζεις πόσο κακιά είναι η Λεπέν δεν ωφελεί, πρέπει και να πείσεις γιατί εσύ είσαι καλύτερος και αυτό δεν γίνεται μόνο με την επίκληση στο συναίσθημα και μεγαλόστομα μανιφέστα. Θα δώσω, ωστόσο, τα εύσημα στην αριστερά γιατί κατάφερε για δεύτερη φορά την τελευταία εκατονταετία (σ.σ. η πρώτη ήταν το 1936) να παραμερίσει τις διαφορές της και να ενωθεί απέναντι στον κοινό εχθρό. Μένει να δούμε αν θα καταφέρει να μείνει ενωμένη και την επομένη των εκλογών αλλά και ποια εναλλακτική πρόταση θα μπορέσει να αρθρώσει».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.