ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΑΠΟ ΤΑ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΑ ΝΑΥΑΓΙΑ σε ελληνικά χωρικά ύδατα μεταπολεμικά. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία, 78 είναι οι επιβεβαιωμένοι νεκροί, 104 οι διασωθέντες, εκατοντάδες οι αγνοούμενοι (οι μαρτυρίες αναφέρουν 700-750 επιβαίνοντες, με πολλούς και κυρίως τα γυναικόπαιδα να βρίσκονται στο αμπάρι), που όλοι καταλαβαίνουμε ότι δεν θα βρεθούν ποτέ αφού το σαπιοκάραβο που θα τους μετέφερε από τη Λιβύη στην Ιταλία βούλιαξε στο βαθύτερο σημείο της Μεσογείου, το Φρέαρ των Οινουσσών (5.267 μέτρα). Η είδηση, όπως είναι φυσικό, έκανε τον γύρο του κόσμου, επικαιροποιώντας ξανά το προσφυγικό - μεταναστευτικό, ένα ζήτημα «ξεχασμένο» σχεδόν καιρό τώρα, με άλλα, με λιγότερους νεκρούς ναυάγια και τρανταχτές μαρτυρίες (παράνομης) επαναπροώθησης που δημοσίευσαν μέχρι και μέσα όπως οι «New York Times» να καταλαμβάνουν συνήθως –αν και όταν– κάποια μονόστηλα και να είναι περίπου ανύπαρκτα για τα μεγάλα τηλεοπτικά κανάλια.
Έχουμε περάσει από την επιδεικτική αδιαφορία της σιωπηλής πλειοψηφίας σε μια κραυγαλέα, μισάνθρωπη εχθρότητα, την έκφραση της οποίας ευνοεί και το πολιτικό κλίμα που έχει διαμορφωθεί.
Συγκλονισμένη, ακούμε, η κοινή γνώμη, τριήμερο εθνικό πένθος κήρυξε η υπηρεσιακή κυβέρνηση – αναρωτιέται κανείς πόσοι στ’ αλήθεια πενθούν σε μια χώρα, οι περισσότεροι πολίτες της οποίας στην καλύτερη αδιαφορούν πια για τέτοιες ειδήσεις και στη χειρότερη εύχονται να θαλασσοπνιγούν οι «λεχρίτες» που απειλούν τις αξίες, τον πολιτισμό, τις γυναίκες, τα παιδιά, τα σκυλιά μας κ.λπ., με τους πιο μετριοπαθείς εξ αυτών να ρίχνουν τις ευθύνες, όπως άλλωστε αρκετοί γνωστοί και μη εξαιρετέοι πολιτικοί και δημοσιογράφοι, στο σκάφος, στους διακινητές, στους Τούρκους, στον Μόμπι Ντικ, στον Φούφουτο, στα ίδια τα θύματα, οπουδήποτε αλλού εκτός από τις ελληνικές αρχές που παραδέχονται ότι είχαν εντοπίσει το μοιραίο πλεούμενο από το απόγευμα της Τρίτης.
Γνώριζαν δηλαδή πολύ καλά τι συνέβαινε, τραβούσαν και φωτογραφίες, όπως άλλωστε γνώριζαν οι Ιταλοί, οι Μαλτέζοι και η Frontex, όλοι τους όμως είχαν παραγγείλει ποπκόρν και παρακολουθούσαν αραχτοί. Άλλες πάλι φωτογραφίες δείχνουν επιβαίνοντες να κουνάνε τα χέρια ζητώντας βοήθεια και όχι να την αρνούνται, όπως ισχυρίζεται το Λιμενικό. Που και έτσι να ήταν, και πάλι υποχρεούνταν να επέμβει, αφού ήταν φανερό ότι το υπερφορτωμένο αλιευτικό δεν ήταν αξιόπλοο και ουδείς επιβάτης διέθετε σωσίβιο.
Μια ματιά στις χαιρέκακες αντιδράσεις πολλών συμπολιτών μας στα σόσιαλ αρκεί για του λόγου το αληθές. Μέχρι και καλή συνάδελφο συντηρητικής εφημερίδας κανιβάλισαν οι ίδιοι οι ακόλουθοί της επειδή τόλμησε να γράψει ότι «η χώρα γίνεται συνώνυμο του κολαστήριου και οι μετανάστες ΔΕΝ θέλουν να φτάσουν εκεί. Η κυβερνητική στρατηγική επετεύχθη, το πλοίο βυθίστηκε». Ακόμα και η κήρυξη τριήμερου εθνικού πένθους εξόργισε πολλούς, όχι γιατί μοιάζει υποκριτική αλλά επειδή οι «λάθρο» δεν αξίζουν τέτοια τιμή. Έχουμε περάσει από την επιδεικτική αδιαφορία της σιωπηλής πλειοψηφίας σε μια κραυγαλέα, μισάνθρωπη εχθρότητα, την έκφραση της οποίας ευνοεί και το πολιτικό κλίμα που έχει διαμορφωθεί.
Στην ίδια ρότα, το κόστος των επιχειρήσεων διάσωσης προσφύγων «μάρανε» τον υπερφιλελεύθερο Ανδρέα Ανδριανόπουλο, για τα ασθενοφόρα που τάχα στερηθήκαμε επειδή έσπευσαν στην Πύλο ανησύχησε η Τατιάνα Στεφανίδου, αλλά τι να λέμε τώρα όταν όλα τα μεγάλα κόμματα συμφωνούν για την αδήριτη αναγκαιότητα του φράχτη στον Έβρο, όταν η ίδια η ΠτΔ που επισκέφθηκε τους διασωθέντες δεν είχε παραλείψει να ποζάρει μπροστά του.
Αλλά είναι αυτοί ακριβώς οι χερσαίοι και θαλάσσιοι «φράχτες» που ευθύνονται γι' αυτά τα ναυάγια, εφόσον κάνουν πολύ δυσκολότερη τη διέλευση από ασφαλέστερες οδούς. Για την οικονομία του λόγου ας δεχτούμε ότι τα τελείως ανοιχτά σύνορα είναι ουτοπία, ούτε καν οι καταλήψεις στέγης δεν είναι εντελώς «χύμα». Τι έχει κάνει, όμως, η Ελλάδα (και κατ’ επέκταση η Ευρώπη) ώστε να διευκολυνθεί η κατάθεση αιτήσεων για παροχή ασύλου στις αρμόδιες υπηρεσίες, όπως ορίζουν όλες οι διεθνείς συνθήκες –κι ας κριθεί μετά ποιοι και ποιες το δικαιούνται–, πόσο έχει αντιμετωπιστεί το πρόβλημα στη ρίζα του, δηλαδή οι αιτίες της προσφυγιάς, για τις οποίες οι ισχυρότερες ευρωπαϊκές χώρες δεν είναι άμοιρες ευθυνών; Τίποτα, προτιμάμε να τους δυσκολεύουμε όσο γίνεται τη ζωή και να ποινικοποιούμε την αλληλεγγύη. Που κι αυτή η τελευταία δεν είναι πάντα ειλικρινής, το δικό μας όμως μέλημα δεν είναι τόσο να ξεχωρίσουμε κάποιους «κακούς» όσο να την εξαφανίσουμε εντελώς από τον χάρτη.
Ο γ.γ. του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτιέρες μίλησε για «φρικτό ναυάγιο», συμπληρώνοντας με νόημα ότι «κάθε άτομο που αναζητά μια καλύτερη ζωή αξίζει ασφάλεια και αξιοπρέπεια». Η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ στην Ελλάδα αναφέρθηκε σε «αδιανόητη τραγωδία που θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί» και σύμφωνα με το Δίκαιο της Θάλασσας η διάσωση στον χώρο ευθύνης της Ελλάδας ή όποιας άλλης χώρας είναι υποχρέωση και όχι επιλογή, κάτι που επιβεβαιώνει και ο ποινικολόγος Κώστας Ντάλτας.
Για την οικονομία του λόγου ας δεχτούμε ότι τα τελείως ανοιχτά σύνορα είναι ουτοπία, ούτε καν οι καταλήψεις στέγης δεν είναι εντελώς «χύμα». Τι έχει κάνει, όμως, η Ελλάδα (και κατ’ επέκταση η Ευρώπη) ώστε να διευκολυνθεί η κατάθεση αιτήσεων για παροχή ασύλου στις αρμόδιες υπηρεσίες, όπως ορίζουν όλες οι διεθνείς συνθήκες
Διασωθέντες πρόσφυγες μιλούν για βεβιασμένη προσπάθεια ρυμούλκησης με σχοινί από σκάφος του ελληνικού Λιμενικού που κατέληξε να τουμπάρει το αλιευτικό και αν αληθεύει αυτό, οι ευθύνες πολλαπλασιάζονται. Ο ναύαρχος ε.α. Νίκος Σπανός είπε στην ΕΡΤ ότι όφειλε να είχε ξεκινήσει άμεσα επιχείρηση διάσωσης και ότι υπήρχε ελλιμενισμένο στο Γύθειο υπερσύγχρονο ναυαγοσωστικό που δεν κινήθηκε. Ο Κώστας Μαργέλης, πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Καλαμάτας, έκανε λόγο για «τεράστιες ποινικές ευθύνες των ελληνικών λιμενικών αρχών και των λοιπών παραγόντων», καλώντας την εισαγγελέα Πρωτοδικών Καλαμάτας «να διατάξει αυτεπάγγελτα προκαταρκτική εξέταση για την τέλεση αδικημάτων, κακουργηματικής μάλιστα μορφής, ιδίως της ανθρωποκτονίας με παράλειψη κατά συρροή».
Στο μεταξύ, και ενώ οι διασωθέντες μεταφέρονται στη Μαλακάσα, το Λιμενικό προέβη σε εννέα συλλήψεις (όλοι Αιγύπτιοι) με την κατηγορία της διακίνησης, χωρίς να έχει διευκρινιστεί αν πρόκειται για επαγγελματίες διακινητές ή απλώς για τους τελευταίους τροχούς της αμάξης – είθισται μάλιστα η κατηγορία αυτή να αποδίδεται πολύ εύκολα. Ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ δήλωσε ότι «πρέπει να βάλουμε ένα τέλος στην αδίστακτη επιχείρηση των διακινητών», οι οποίοι συνήθως παρουσιάζονται ως το απόλυτο κακό. Καμία αντίρρηση, η διακίνηση ανθρώπων σε σκυλοπνίχτες χωρίς κανένα σωστικό μέσο, και μάλιστα έναντι αδρού αντιτίμου, συνιστά αναμφίβολα έγκλημα στυγερό, φοβάμαι όμως ότι έτσι περισσότερο βαράμε το «σαμάρι» παρά τον «γάιδαρο».
Γιατί την προσφυγιά δεν τη δημιουργεί εκ του μηδενός η διακίνηση και επιρρίπτοντας όλες τις ευθύνες στους διακινητές είναι σαν να λες ότι για το πρόβλημα της χρήσης εξαρτησιογόνων ουσιών φταίνε καταρχάς οι ντίλερ. Αλλά όσο καθάρματα κι αν είναι και οι μεν και οι δε, απλώς εκμεταλλεύονται τις ανάγκες και τις απαγορεύσεις βάσει του νόμου της προσφοράς και της ζήτησης σε έναν κόσμο που ομνύει στην ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων, όχι όμως και ανθρώπων.