ΉΤΑΝ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ ΤΟΥ 1988 όταν κυκλοφόρησε το χριστουγεννιάτικο τεύχος του περιοδικού LIFE με κεντρικό, «εορταστικό» θέμα το «Νόημα της ζωής», όπου επώνυμες και επιφανείς προσωπικότητες πάσης φύσεως και ιδιότητας είχαν κληθεί να απαντήσουν στο αιωνίως αναπάντητο υπαρξιακό ερώτημα «γιατί βρισκόμαστε εδώ;». Ήταν μερικούς μήνες πριν από την πτώση του Τείχους, μια εποχή που μοιάζει σαν να είναι πολύ μακρινή, αλλά ίσως δεν είναι και τόσο μακρινή τελικά, μοιάζει όμως προϊστορική με έναν τρόπο επειδή συνέβη πριν από τα κινητά, το ίντερνετ και την αγρίως επιταχυνόμενη τεχνολογική κουλτούρα. Εκτός από κάποιες vintage ανησυχίες, όπως ο πυρηνικός όλεθρος (που φυσικά εξακολουθεί να αποτελεί υπαρκτή απειλή, ασχέτως του αν έχει επισκιαστεί από άλλες), οι αγωνίες (για το περιβάλλον, την ανισότητα, την απληστία) που εκφράζονται με αφορμή το αόριστο ερώτημα παραμένουν οδυνηρά επίκαιρες.
Ίσως η πιο σαφής και διαχρονική και οριστική (και σίγουρα η πιο συνοπτική) απάντηση ήταν αυτή που είχε δώσει τότε ο διάσημος συνθέτης, φιλόσοφος, ποιητής, εικαστικός και γκουρού της πρωτοπορίας Τζον Κέιτζ, ο οποίος είχε γράψει απλώς: «Όχι γιατί. Μόνο εδώ». Ποιος μπορεί να διαφωνήσει μ’ αυτό; Απλό και βαθύ και τέλειο. Λιγότερο λακωνική, αλλά εξίσου ουσιώδης και χαρακτηριστική η απάντηση του Μπουκόφσκι, τον οποίον με έναν τρόπο ανέκαθεν συνέδεα με μια βαθιά συμπόνια και με ένα κάποιο αθάνατο «πνεύμα» των Χριστουγέννων:
«Για όσους πιστεύουν στον Θεό, τα περισσότερα από τα μεγάλα ερωτήματα έχουν απαντηθεί. Για εκείνους από εμάς όμως που δεν μπορούν να αποδεχτούν πρόθυμα τη φόρμουλα του Θεού, οι μεγάλες απαντήσεις δεν είναι χαραγμένες σε πέτρα. Προσαρμοζόμαστε στις νέες ανακαλύψεις και συνθήκες. Είμαστε εύκαμπτοι. Δεν είναι ανάγκη να είναι η αγάπη εντολή ούτε ρητό η πίστη. Είμαι ο δικός μου Θεός.
Βρισκόμαστε εδώ για να ξεμάθουμε τα διδάγματα της Εκκλησίας, του κράτους και του εκπαιδευτικού συστήματος. Βρισκόμαστε εδώ για να πίνουμε μπίρα. Βρισκόμαστε εδώ για να σκοτώσουμε τον πόλεμο. Βρισκόμαστε εδώ για να ξεγελάσουμε τις πιθανότητες και να ζήσουμε τις ζωές μας τόσο καλά, ώστε ο Θάνατος να σκιάζεται να μας πάρει. Βρισκόμαστε εδώ για να διαβάσουμε τα λόγια όλων εκείνων των σοφών ανδρών και γυναικών που μας λένε ότι βρισκόμαστε εδώ για διαφορετικούς λόγους αλλά και για τον ίδιο λόγο».
Εκτός από κάποιες vintage ανησυχίες, όπως ο πυρηνικός όλεθρος (που φυσικά εξακολουθεί να αποτελεί υπαρκτή απειλή, ασχέτως του αν έχει επισκιαστεί από άλλες), οι αγωνίες (για το περιβάλλον, την ανισότητα, την απληστία) που εκφράζονται παραμένουν οδυνηρά επίκαιρες.
Ανάμεσα στους διάσημους (από τον Ρίτσαρντ Νίξον ως τον Μοχάμεντ Άλι και από τη Μάγια Αγγέλου ως τον Καρίμ Αμπντούλ Τζαμπάρ, με ποικίλες ενδιάμεσες περιπτώσεις) φιλοξενούνται και κάποιοι άσημοι και ανώνυμοι, ανάμεσά τους κι ένας ταξιτζής ονόματι Ζοζέ Μαρτίνεζ, ο οποίος έμοιαζε να το έχει φιλοσοφήσει πολύ στεγνά το ζήτημα, θυμίζοντας κάτι ανάμεσα στον Ταξιτζή του Σκορσέζε και στον φιλόσοφο της μοιρολατρίας Θρασύβουλα, όπως τον είχε υποδυθεί ο Θανάσης Βέγγος:
«Βρισκόμαστε εδώ για να πεθάνουμε, απλώς να ζήσουμε και να πεθάνουμε. Εγώ οδηγώ ταξί, πάω καμιά φορά για ψάρεμα, βγάζω έξω το κορίτσι μου, πληρώνω φόρους, διαβάζω κανένα βιβλίο και μετά προετοιμάζομαι για να τα τινάξω. Πρέπει να είμαστε ειλικρινείς και δυνατοί. Η ζωή είναι μια μεγάλη απάτη. Κανενός δεν του καίγεται καρφί στην πραγματικότητα. Είτε πλούσιος είτε φτωχός, σήμερα είσαι - αύριο δεν είσαι. Είμαστε σαν τον άνεμο. Με το που θα φύγουμε, θα μας αντικαταστήσουν άλλοι. Έτσι κι αλλιώς, θα αυτοκαταστραφούμε σύντομα και κανείς δεν μπορεί να κάνει τίποτα γι’ αυτό. Η μόνη θεραπεία για τα δεινά του πλανήτη είναι ένας πυρηνικός πόλεμος – να γίνουν όλα στάχτη και να ξεκινήσουμε από την αρχή».
Σαφώς πιο γλαφυρός αλλά και πιο ενθαρρυντικός εν τέλει, ο τρόπος του σπουδαίου Λατινοαμερικανού συγγραφέα και ιστορικού της μνήμης Εδουάρδο Γκαλεάνο:
«Δηλητηριάζουμε τον αέρα, το νερό και το χώμα, δηλητηριάζουμε και την ψυχή μας. Οι άνθρωποι οφείλουν υποταγή στα πράγματα, οι πολίτες στον στρατό, οι μαύροι στους λευκούς, οι γυναίκες στους άντρες. Αυτή είναι η τάξη ενός αναποδογυρισμένου κόσμου. Ζούμε για να κατέχουμε, όχι για να είμαστε. Το χρήμα είναι πολύ πιο ελεύθερο από τον άνθρωπο. Για το πιο μεγάλο κομμάτι της ανθρωπότητας –τους κατοίκους του τρίτου κόσμου και των παραγκουπόλεων του πλανήτη– ο κόσμος πιο πολύ θυμίζει στρατόπεδο συγκέντρωσης παρά το σπίτι όλων μας.
Δεν είναι αυτό που θα ήθελε να γίνει ο κόσμος όταν γεννιόταν. Πιστεύω όμως ότι ο αγώνας να τον αλλάξουμε και να τον ανακτήσουμε δίνει ένα νόημα στην ανθρώπινη περιπέτεια. Σ’ αυτόν τον αγώνα αναγνωρίζω τον εαυτό μου στους άλλους. Σ’ αυτόν τον αγώνα γίνομαι συμπατριώτης και σύγχρονος όλων όσοι κινητοποιούνται από την επιθυμία για δικαιοσύνη και από την επιθυμία για ομορφιά. Είμαι συμπατριώτης τους, παρότι έζησαν σε άλλη χώρα. Είμαι σύγχρονός τους παρότι έζησαν σε άλλη εποχή. Και μ’ αυτόν τον τρόπο νιώθω και γνωρίζω πως δεν είμαι παρά ένα αεράκι που όμως θα συνεχίσει να υπάρχει όταν εγώ θα είμαι απλώς ένας κόκκος σκόνης χαμένος στο σύμπαν, μια μικρή στιγμή χαμένη στον χρόνο».
Το πιο γειωμένο όμως, και ως εκ τούτου πιο ισχυρό σημείωμα απ’ όλα, ανήκει δικαιωματικά στην πρωτοπόρο ακτιβίστρια Ρόζα Παρκς που αρνήθηκε κάποτε να καθίσει στις πίσω θέσεις του λεωφορείου και η γενναία ανυπακοή της άλλαξε την Ιστορία:
«Γεννήθηκα στον Νότο, πενήντα χρόνια μόλις μετά την κατάργηση της δουλείας, όταν ο φυλετικός διαχωρισμός εφαρμοζόταν πολύ αυστηρά. Η φυλετική περηφάνια και η αίσθηση αυτοσεβασμού ήταν στοιχεία ριζωμένα στην οικογένεια και στην κοινότητά μου, εξαιτίας των ανασφαλειών και των προσπαθειών πολλών λευκών που απαιτούσαν από τους μαύρους να νιώθουν και να συμπεριφέρονται ως κατώτερα όντα. Κατά συνέπεια, ήμουν αποφασισμένη να αποκτήσω την πλήρη ελευθερία που τα μαθήματα Ιστορίας μάς είχαν μάθει πως δικαιούμαστε, ασχέτως των θυσιών. Μέχρι και σήμερα πιστεύω ότι βρισκόμαστε στον πλανήτη Γη για να ζήσουμε, να μεγαλώσουμε και να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να γίνει ο κόσμος ένα μέρος όπου όλοι οι άνθρωποι απολαμβάνουν την ελευθερία, χωρίς φυλετικές, εθνικές ή θρησκευτικές διακρίσεις. Η ζωή είναι για να τη ζούμε στο έπακρο, έτσι ώστε ο θάνατος να είναι μόνο άλλο ένα κεφάλαιο. Οι αναμνήσεις που αφήνουν η ζωή και το έργο μας συνεχίζονται στις ζωές των άλλων».
Ο Τσαρλς Μπουκόφσκι πέθανε όχι πολύ αργότερα, το 1994, η Ρόζα Παρκς το 2005 και ο Εδουάρδο Γκαλεάνο το 2015 (άγνωστη η μοίρα του μοιρολάτρη ταξιτζή), ενώ το LIFE διέκοψε οριστικά την κυκλοφορία του στα περίπτερα του πλανήτη το 2000.