ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΛΕΝΑΣ ΑΚΡΙΤΑ που σήκωσαν κουρνιαχτό –σκόνη στη σκόνη των ημερών γύρω από τον ΣΥΡΙΖΑ και τον εκπεσόντα Στέφανο Κασσελάκη– έχουν μια δική τους «ιστορία». Επιστρέφουν σε ένα παλιό μοτίβο που η ελληνική του διαδρομή πέρασε κυρίως από ένα πολιτικό σοκ και μια κοινωνική εξέλιξη: το πολιτικό σοκ ήταν η μεταπολιτευτική πορεία του ΠΑΣΟΚ και η προσπάθεια της συντηρητικής παράταξης να εντάξει το φαινόμενο αυτό στην εισβολή κάποιων νεόπλουτων (πληβειακής ή μικροαστικής καταγωγής) στα χωράφια των «κανονικών» αστών και του κόσμου τους.
Όταν μάλιστα ξέσπασαν τα σκάνδαλα της δεκαετίας του '80 και έπειτα οι απορροές τους στα χρόνια του Σημίτη, η ιδέα μιας πλέμπας που καταντά φορέας της διαφθοράς του χρήματος και της χλιδής έγινε ακόμα πιο διάχυτη. Στηριζόταν προφανώς σε πραγματικά περιστατικά τυχοδιωκτικής ανόδου ή πλούτου «από το πουθενά».
Μπορούσε κανείς να απαριθμήσει πρόσωπα που από την κοινωνική τους αφάνεια βρέθηκαν με «λούσα», πεντάστερα, συνοδείες υπουργών, ακριβές υπηρεσίες. Η συντηρητική και φιλελεύθερη δεξιά είδε όμως σε αυτές τις ιστορίες τον δαίμονα μιας επιβλαβούς ταξικής αναμόχλευσης. Επιχείρησε να ερμηνεύσει τις αλλαγές στη μεσαία τάξη ως συνέπεια μιας συνωμοσίας της πλέμπας εναντίον της αστικής τάξης που «σεβόταν τους θεσμούς» (άλλη μια κατασκευή δίχως σοβαρό έρεισμα στην πραγματικότητα). Πίσω από το μοτίβο κατηγορούσε τη λογική της ισότητας ως αντίθετη στην ενάρετη και δοκιμασμένη από τον χρόνο ανωτερότητα των ήδη («ανέκαθεν») εύπορων.
Κάπως έτσι η ιστορία του χορτάτου άρχοντα κάνει κύκλους γύρω από το μυθικό κέντρο της. Εξακολουθεί να γίνεται πιστευτή και τη διαβάζει κανείς ακόμα και σε σχόλια κάτω από επιτεύγματα και εντυπωσιακές φιλανθρωπίες δισεκατομμυριούχων.
Η εκδοχή οδηγούσε στην ίδια κατάληξη: οι πραγματικά πλούσιοι και μεγαλοαστοί «δεν έχουν ανάγκη» τα χρήματα του κράτους ούτε τη διαφθορά των μικροαστών. Προφανώς και αυτό δεν ίσχυε ποτέ, ούτε για τα μεγάλα εφοπλιστικά τζάκια, ούτε για το μεγαλύτερο μέρος της παλαιάς επιχειρηματικής ολιγαρχίας. Παρόλα αυτά, ως αντίληψη είχε μεγάλη επιτυχία αφού βασιζόταν σε πολλά σύνδρομα: στο αίσθημα κοινωνικής κατωτερότητας πολλών λαϊκών παιδιών, στην ανάγκη ενός μέρους της μεσαίας τάξης να αισθανθεί κι αυτή μέρος της upper class αλλά και στον αναπόφευκτο φθόνο για κάποιες νέες ελίτ που είχαν στο εσωτερικό τους και κόσμο αγροτικής και γενικά ταπεινής προέλευσης.
Πώς ταξιδεύουν αλήθεια οι ιδέες στον κόσμο και στους μικρόκοσμους που κατοικούμε! Ο «χορτασμένος άρχοντας» και ο «γιος της πλύστρας» θα χρησιμοποιούνται κυρίως από προνομιούχους του πλούτου και της κληρονομημένης περιουσίας. Στάθηκε, όπως είπαμε, άποψη ελκυστική στον φαντασμένο αριστοκρατισμό κάποιας παλαιότερης αστικής δεξιάς. Γίνεται όμως πλέον εργαλείο (όπως φαίνεται) για να εξαγνιστεί ο υφέρπων κασσελακικός υβριδισμός μεταξύ επιχειρηματία-ινφλουένσερ-πατριώτη αριστερού.
Σε ένα ορισμένο κοινό (οπαδών του Στέφανου Κασσελάκη) οι «γιοι της πλύστρας» είναι όσοι αμφισβητούν το είδωλό τους και ιδίως οι γραφειοκράτες παλαιοσυριζαίοι. Η απενοχοποίηση του προσωπικού πλούτου και του Κεφαλαίου χρειάζεται τη μετατροπή των αντιπάλων σε ύπουλους καταχραστές, πραξικοπηματίες και εν δυνάμει κλέφτες.
Κάπως έτσι η ιστορία του χορτάτου άρχοντα κάνει κύκλους γύρω από το μυθικό κέντρο της. Εξακολουθεί να γίνεται πιστευτή και τη διαβάζει κανείς ακόμα και σε σχόλια κάτω από επιτεύγματα και εντυπωσιακές φιλανθρωπίες δισεκατομμυριούχων. Σε καιρούς πολιτικής διάλυσης και συγχύσεων, τα στερεότυπα της λεγόμενης λαϊκής σοφίας γίνονται η μωρία των social media και τα υλικά με τα οποία ανακυκλώνονται τα φθαρμένα υλικά της ιδεολογίας. Πάντα με υπερδοσολογία ματαιοδοξίας.