Η ΑΠΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ και ειδικά των νέων για αναζήτηση ευθυνών και απόδοση δικαιοσύνης είναι ξεκάθαρη και επίμονη. Εκτός από τα λάθη των υπαλλήλων του ΟΣΕ όμως, θα πρέπει να αναζητηθούν και οι ευθύνες των πολιτικών. Τυχόν ατιμωρησία των πολιτικά υπευθύνων θα συμβάλει στην απαξίωση του πολιτικού συστήματος, με τους κινδύνους που αυτή συνεπάγεται.
«Το ολοκαύτωμα των Τεμπών συγκλόνισε όχι μόνο το συναίσθημα αλλά και τη συνείδηση και την ηθική όλων και αποκάλυψε την ανικανότητα του κράτους που σε συνδυασμό με την κάθετη και διαχρονική φαυλότητα συνιστούν τα θεμελιώδη αίτιά του», αναφέρει ο δικηγόρος Αθηνών Διονύσης Γκούσκος (και βουλευτής Ζακύνθου με το ΠΑΣΟΚ για μια θητεία – δεν έβαλε ξανά υποψηφιότητα, αποχώρησε απ’ το ΠΑΣΟΚ), ο οποίος έχει χειριστεί πολλές υποθέσεις μεγάλων δικών που απασχόλησαν και κάποιες φορές τάραξαν την πολιτική ζωή της χώρας.
Η ίδια η Βουλή, σε συνάρτηση βέβαια με τη σύνθεσή της, που θα προκύψει από τις επικείμενες εκλογές, δύσκολα θα αποφασίσει ποινική έρευνα, γιατί από αυτή δεν θα βγει αλώβητη ούτε η προηγούμενη κυβέρνηση, άρα τα δυο μεγάλα κόμματα είναι πιθανό να συγκλίνουν στο κοινό τους συμφέρον.
«Οποιαδήποτε προσπάθεια συρρίκνωσής του γύρω απ’ το ολοφάνερο ανθρώπινο λάθος θα προκαλέσει οργή με σοβαρές συνέπειες για τη νομιμοποίηση της ασκούμενης πολιτικής». Το λάθος του σταθμάρχη, των συναδέλφων και των προϊσταμένων του ήταν μόνο ο σπινθήρας, υποστηρίζει, καθώς η εκρηκτική ύλη συσσωρεύτηκε σταδιακά και μεθοδικά μέσα από «εγκληματικές πράξεις ή παραλείψεις που γίνονταν ψηλότερα και για πολλά χρόνια».
Ωστόσο, όπως επισημαίνει, η Δικαιοσύνη δεν μπορεί να ερευνήσει ούτε να τεκμηριώσει τις κυβερνητικές ευθύνες εξαιτίας των εμποδίων που θέτει το άρθρο 86 του Συντάγματος περί ευθύνης υπουργών.
«Η ίδια η Βουλή, σε συνάρτηση βέβαια με τη σύνθεσή της, που θα προκύψει από τις επικείμενες εκλογές, δύσκολα θα αποφασίσει ποινική έρευνα, γιατί από αυτή δεν θα βγει αλώβητη ούτε η προηγούμενη κυβέρνηση, άρα τα δυο μεγάλα κόμματα είναι πιθανό να συγκλίνουν στο κοινό τους συμφέρον», αναφέρει ο κ. Γκούσκος.
Βέβαια, όπως εξηγεί, οι ποινικές ευθύνες των αρμοδίων της προηγούμενης κυβέρνησης έχουν παραγραφεί. Παραμένουν όμως στο ακέραιο οι αστικές ευθύνες για τις υπαίτιες πράξεις ή παραλείψεις των υπουργών σε βάθος εικοσαετίας, αν βέβαια ήθελε ποτέ να τις αναζητήσει η πολιτεία, και ίσως είναι καιρός να κάνει την αρχή.
Η ασφάλεια των δικτύων περιλαμβάνεται στα θεμελιώδη καθήκοντα του υπουργού Μεταφορών και η ευθύνη αυτή απορρέει απ’ τον νόμο, επισημαίνει. «Η γνώση του για την επικινδυνότητά τους προκύπτει από τα έγγραφα που έχουν υποβληθεί υπηρεσιακά ή επιδοθεί από τους εργαζόμενους, από τις ανεκτέλεστες συμβάσεις, από τα σχετικά προειδοποιητικά έγγραφα της Ε.Ε., από τις επερωτήσεις στη Βουλή». Εξηγεί επίσης ότι ο αρμόδιος υπουργός είχε στοιχειώδη υποχρέωση να γνωρίζει τα σοβαρά ζητήματα που ο ίδιος ανέλαβε να χειρισθεί και να επιλύσει. «Περαιτέρω, η απραξία του είναι πρόδηλη», λέει.
Θα επιτρέψουν τα κομματικά συμφέροντα στη Δικαιοσύνη να ερευνήσει τα λάθη και τις παραλείψεις των πολιτικών;
«Σε περίπτωση αδυναμίας της Δικαιοσύνης, το χρέος της αναζήτησης των ευθυνών βαραίνει και φορείς όπως ο ΔΣΑ αλλά και πολίτες οργανωμένους ή μη που μπορούν να παρέμβουν στην ανακριτική διαδικασία», απαντά. «Αυτό μπορεί να γίνει με μηνυτήρια αναφορά κατά παντός υπευθύνου, προσκομίζοντας μ’ αυτήν και όσα έγγραφα έχουν δημοσιοποιηθεί ήδη και έχουν σε ανύποπτους χρόνους φτάσει στα χέρια των κυβερνητικών στελεχών, ζητώντας τη διαβίβασή τους στη Βουλή, προκειμένου αυτή να ασκήσει τις αρμοδιότητές της. Αυτή θα ήταν η πρόκληση που ούτε η Δικαιοσύνη μπορεί να σταματήσει, θέτοντάς τη στο αρχείο, ούτε η Βουλή να αγνοήσει και να αφήσει αναπάντητη».
Ο χρόνος εντός του οποίου η Βουλή δικαιούται να αποφασίσει είναι μέχρι το τέλος της δεύτερης συνόδου, της επόμενης βουλευτικής περιόδου, μας ενημερώνει ο κ. Γκούσκος. «Τυχόν άρνηση της Βουλής να αναλάβει τις ευθύνες της θα είναι σοβαρό πλήγμα για τη Δικαιοσύνη αλλά και για τον σκληρό πυρήνα της δημοκρατίας. Θα είναι ωμή επιβεβαίωση της διαχρονικής κακοδαιμονίας του τόπου, όπου οι ισχυροί μένουν στο απυρόβλητο, κρυμμένοι πίσω απ’ το φύλλο συκής του άρθρου 86 του Συντάγματος ή της πολιτικής ευθύνης, δηλαδή της πλήρους ανευθυνότητας, ενώ ολόκληρο το βάρος χρεώνεται στον πρώτο παρατυχόντα στον τόπο του εγκλήματος».
Το άρθρο 86 του Συντάγματος
Εισηγητής της πλειοψηφίας της Βουλής (ΠΑΣΟΚ) στην αναθεώρηση του Συντάγματος του 2001 ήταν ο Βαγγέλης Βενιζέλος, με εισηγητή της Νέας Δημοκρατίας αντίστοιχα τον Προκόπη Παυλόπουλο. Οι αλλαγές στο άρθρο 86 για τη δίωξη μελών της κυβέρνησης έγιναν με συναίνεση των δύο κομμάτων καθώς και του τότε Συνασπισμού, που μετεξελίχθηκε στον ΣΥΡΙΖΑ. Αντί όμως οι πολιτικοί τότε να περιορίσουν την ατιμωρησία, όπως έλεγαν, την ενίσχυσαν, όπως έχουν κατηγορηθεί από πάρα πολλούς έγκυρους νομικούς. Ο συγκεκριμένος νόμος έχει καταγγελθεί ότι συμβάλλει στο ακαταδίωκτο των υπουργών αλλά και συνεργατών τους κυρίως μέσω της σύντομης παραγραφής αδικημάτων υπουργών. Με το άρθρο 3 τα αδικήματα που μπορεί να τέλεσε ένα μέλος της κυβέρνησης παραγράφονται δύο χρόνια μετά τις επόμενες εκλογές.
Αυτήν τη φορά, αναφέρει ο κ. Γκούσκος, αν πράγματι σχεδιάζεται ανάλογο φαινόμενο ατιμωρησίας, δύσκολα θα συγχωρεθεί, αντίθετα θα πυροδοτήσει μείζονα γεγονότα με απρόβλεπτες συνέπειες για την ομαλή λειτουργία μιας εύθραυστης δημοκρατίας όπως η δική μας.