ΑΠ' ΟΛΗ ΤΗ ΦΡΙΚΗ αυτών των ημερών δύο φωτογραφίες ξεχώρισα. Η πρώτη απεικονίζει τον πίνακα του Σταθμαρχείου Λάρισας. Θυμίζει video game των αρχών της δεκαετίας του ’90: τρεις γραμμές, δύο post-it κολλημένα, μια σειρά από κλειδάκια πάνω, τετράγωνα κουμπιά κάτω.
Η δεύτερη είναι μια φωτογραφία του μηχανοδηγού Γιώργου Κουτσούμπα στον χώρο εργασίας του. Κοιτά κατευθείαν την κάμερα. Γύρω του ο χώρος θυμίζει υποβρύχιο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου: πανάρχαια όργανα βαμμένα ένα φιστικί που έχει ξεβάψει, ένας σκουριασμένος ανεμιστήρας, ένα αναλογικό τηλέφωνο στον τοίχο. Το δάπεδο είναι ξηλωμένο ολοσχερώς σε διάφορα σημεία.
Με το δυστύχημα στα Τέμπη κάποιος τράβηξε απότομα το χανζαπλάστ. Το χειρότερο είναι πως μετά το κλάμα και την οργή ήρθε η γνωστή πικρή αναγνώριση: «Α, ναι, τίποτα δεν έχει αλλάξει τελικά, είναι όσο σκατά ήταν πάντα».
Έγινε μια έκρηξη και είδαμε όλα όσα μισούμε σε αυτήν τη χώρα μαζεμένα ‒ θάνατοι για το τίποτα, όλα τυχαία, το βαθύ κράτος της παρακμής, χαμένα εκατομμύρια παντού, αναθέσεις, διαγωνισμοί σε παράταση, υπάλληλοι σε άδεια, σε μετάταξη, το κράτος ως παράσιτο εις βάρος των πολιτών του. Όλο αυτό με μοναδικό περιτύλιγμα Ελλάδα 2.0 / ψηφιοποίηση / εκσυγχρονισμός. Πώς φτιάχνει όλο αυτό; Πώς αλλάζει;
Το μόνο που είναι πλέον εμφανές είναι πως υπάρχουν δημοσιογράφοι τους οποίους ο κόσμος λατρεύει να μισεί και λειτουργούν εν γνώσει τους ως «περσόνες» ή και ως τρολ. Δεν είναι δημοσιογράφοι αλλά ρόλοι.
Σημάδι των αλλόκοτων καιρών που ζούμε είναι κι αυτό το beef «θεσμικών» (κάτι σαν τους «συστημικούς», όπως τους αποκαλούσαν οι συριζαίοι επί πρώτων μνημονίων) δημοσιογράφων και entertainers (Είναι ο Λιάγκας entertainer; O Κανάκης;) για την τιμή της ελληνικής δημοσιογραφίας μετά την τραγική κάλυψη του γεγονότος.
Ποιος να μας το ’λεγε πως εν έτει 2023 θα υπήρχε κόσμος που θα σκεφτόταν σοβαρά το «Άρης Πορτοσάλτε ή Αντώνης Κανάκης», κάτι σαν αυτό το παιχνίδι με τα εφιαλτικά υποθετικά σεξουαλικά διλήμματα τα οποία παίζαμε ως φοιτητές.
Το μόνο που είναι πλέον εμφανές είναι πως υπάρχουν δημοσιογράφοι τους οποίους ο κόσμος λατρεύει να μισεί και λειτουργούν εν γνώσει τους ως «περσόνες» ή και ως τρολ. Δεν είναι δημοσιογράφοι αλλά ρόλοι. Αυτό ίσχυε πάντα, όμως πλέον νιώθει κανείς πως δεν συνομιλούν καν με το κοινό αλλά κλείνουν το μάτι σε ένα δυνητικά ιδανικό ακροατήριο πολιτικών, γνωστών και φίλων.
Πέρα απ’ όλα αυτά, όμως, η τραγωδία στα Τέμπη είναι ένα σημείο καμπής γιατί σηματοδοτεί ένα συλλογικό αδιέξοδο. Είναι εμφανές ότι κάτι έχει αλλάξει απροσδιόριστα. Δεν είναι εμφανές ακόμα με ποιον τρόπο ή πού θα οδηγήσει όλο αυτό, αλλά η περιρρέουσα ατμόσφαιρα μυρίζει μπαρούτι. Αντίστοιχα σημεία καμπής ήταν η δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου τον Δεκέμβριο του 2008 και το κίνημα των Αγανακτισμένων στο Σύνταγμα το καλοκαίρι το 2011. Κανείς μας δεν ήξερε τι θα ερχόταν μετά, μόνο ότι κάτι αναγκαστικά θα άλλαζε αργά η γρήγορα με κάποιον τρόπο.
Τα χρόνια της κρίσης άπειροι νέοι (και όχι μόνο) άνθρωποι έφυγαν τρέχοντας από την Ελλάδα και δεν γύρισαν ποτέ. Τις τελευταίες μέρες διαβάζω δεξιά κι αριστερά πάλι τα ίδια «να φύγω από αυτήν την κωλοχώρα», «διώξτε τα παιδιά σας να γλιτώσουν» και αναρωτιέμαι ξανά και ξανά: Πώς φτάσαμε πάλι εδώ;
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.