ΠΑΡΑ ΤΗΝ ΠΑΝΔΗΜΙΑ και την οικονομική κρίση που τη συνοδεύει, καθώς και την αύξηση της δυσαρέσκειας για τους κυβερνητικούς χειρισμούς, οι δημοσκοπήσεις δεν καταγράφουν μεγάλη φθορά ως τώρα για την κυβέρνηση όσον αφορά τον γενικό πληθυσμό. Εκεί όμως που η κυβέρνηση μοιάζει να χάνει το παιχνίδι, καθώς η απήχηση της είναι πολύ μικρή, είναι στους νέους που της γυρίζουν την πλάτη, και υπάρχουν αρκετοί λόγοι για αυτό.
Η κυβέρνηση αναζητά τα αίτια κυρίως στην επικοινωνία και παραβλέπει πολλούς από τους πραγματικούς λόγους. Γιατί μπορεί να εντοπίζει ότι η πολιτική της γραμμή δεν περνάει π.χ. στο Instagram, και αυτό να ισχύει, αλλά η οργή των νέων πυροδοτείται βασικά από τις πολιτικές της αποφάσεις και παραλείψεις.
Οι νέοι αισθάνονται ότι η κυβέρνηση αποφασίζει για αυτούς χωρίς αυτούς. Δίχως να τους ακούει και δίχως να αφουγκράζεται τις ανάγκες τους. Πολλές από τις αποφάσεις της, ειδικά στην παιδεία, θεωρούνται σκληρές ή και άδικες από μια μεγάλη πλειοψηφία. Ούτε οι νέοι που έχουν βγει στην αγορά εργασίας όμως, βλέπουν τις «πολλές και καλές νέες δουλειές για τα νέα παιδιά» που είχε υποσχεθεί ο πρωθυπουργός.
Στις δημοσκοπήσεις που αφορούν τους νέους μπορεί να διαπιστώσει κανείς ότι εδώ και καιρό τα συναισθήματα που κυριαρχούν στην πλειοψηφία είναι η απογοήτευση ο θυμός και ο φόβος.
Οι νέοι, που δεν θυμούνται τίποτα άλλο τα τελευταία 11 χρόνια πέρα από διαδοχικές κρίσεις που άλλοι προκάλεσαν αλλά (και) αυτοί πληρώνουν, ίσως περισσότερο από τους άλλους, νιώθουν ότι η κυβέρνηση τους τιμωρεί και μάλιστα στην πιο δύσκολη περίοδο, αυτή της πανδημίας και των περιορισμών της, που ανέστειλε βίαια τις ζωές τους.
Η κυβέρνηση αγνόησε τα σημάδια για μεγάλο διάστημα, ακόμα και όταν εν μέσω πανδημίας είδε τους νέους να κατεβαίνουν μαζικά στους δρόμους για να διαδηλώσουν ενάντια στις πολιτικές του υπουργείου Παιδείας και να ριζοσπαστικοποιούνται μέσα από τις κινητοποιήσεις αυτές. Αρκετά κυβερνητικά στελέχη κατηγόρησαν τον ΣΥΡΙΖΑ ως υποκινητή, αλλά κάτι τέτοιο δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα, όσο και αν η αξιωματική αντιπολίτευση έχει λόγο να χαίρεται από κάθε αντικυβερνητική διαδήλωση και να προσδοκά κομματικά οφέλη.
Η αλήθεια είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει καμία οργανωτική και πολιτική δυνατότητα να κινητοποιεί μαζικά τόσο μεγάλα τμήματα νεολαίας. Οι οργανωμένες δυνάμεις του στα πανεπιστήμια έχουν ελάχιστη επιρροή και αυτό μπορεί να το διαπιστώσει κανείς εύκολα και από τα χαμηλά ποσοστά της παράταξης της νεολαίας του ΣΥΡΙΖΑ στις φοιτητικές εκλογές.
Όχι ότι δεν υπήρχαν δυνάμεις της αριστεράς, ειδικά του ΚΚΕ και της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, με οργανωτικό ρόλο στις κινητοποιήσεις αυτές. Αλλά δεν αρκούσε αυτό για την πρωτοφανή συμμετοχή και μαζικότητα που είχαν πολλές από αυτές τις διαδηλώσεις. Η αίσθηση της αδικίας ήταν ο μεγαλύτερος υποκινητής.
Οι νέοι, που δεν θυμούνται τίποτα άλλο τα τελευταία 11 χρόνια πέρα από διαδοχικές κρίσεις που άλλοι προκάλεσαν αλλά (και) αυτοί πληρώνουν, ίσως περισσότερο από τους άλλους, νιώθουν ότι η κυβέρνηση τους τιμωρεί και μάλιστα στην πιο δύσκολη περίοδο, αυτή της πανδημίας και των περιορισμών της, που ανέστειλε βίαια τις ζωές τους.
Οι σημερινοί μαθητές της Γ’ λυκείου θεωρούν άδικη την απόφαση της κυβέρνησης να εφαρμόσει από αυτήν τη χρονιά της πανδημίας τη μείωση των εισακτέων, λόγω των βάσεων οι οποίες θα αυξηθούν, ενώ θα δώσουν πανελλήνιες σε δυσμενέστερες συνθήκες από τους περσινούς (με δύο χρονιές καραντίνας, απώλειες μαθημάτων και με –προβληματική– τηλεκπαίδευση). Κι όλα αυτά χωρίς, στην ουσία, καμία προετοιμασία, χωρίς διάλογο με την εκπαιδευτική κοινότητα και χωρίς εναλλακτική, κι ας παρουσιάζει ως τέτοια η κυβέρνηση τη δυνατότητα φοίτησης «σε δημόσιο ΙΕΚ» για τους χιλιάδες που αναμένεται να αποκλειστούν από την τριτοβάθμια εκπαίδευση (αν οι βαθμολογίες κινηθούν στα περσινά επίπεδα).
Όποιος άκουγε τους μαθητές που κατέβηκαν εν μέσω καραντίνας στις κινητοποιήσεις θα διαπίστωνε ότι θεωρούν πως υπάρχει κι ένα θέμα ισονομίας με τους περσινούς απόφοιτους (επίσης παιδιά της καραντίνας) καθώς εκείνοι έχουν το ίδιο μειονέκτημα αλλά για δύο συνεχείς χρονιές και την «τιμωρία» της πιο δύσκολης εισαγωγής στα ΑΕΙ.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το προηγούμενο σύστημα είχε προβλήματα. Αλλά η απόφαση να αυστηροποιηθεί η εισαγωγή από φέτος, που οι μαθητές έχουν χάσει μαθήματα, που δεν άνοιξαν τα φροντιστήρια και δεν είχαν τη δυνατότητα να προετοιμαστούν σε κανονικές συνθήκες, θεωρείται εξαιρετικά άδικη από τη μαθητική κοινότητα και γι' αυτό υπήρξε τόσο μεγάλη συμμετοχή των μαθητών αυτών στις διαδηλώσεις.
Εξίσου τιμωρητική θεωρήθηκε και από τους φοιτητές η θέσπιση του ανώτατου ορίου φοίτησης, χωρίς πριν να έχουν μελετηθεί και αντιμετωπιστεί οι αιτίες για τις οποίες οι νέοι στην Ελλάδα αργούν τόσο πολύ να αποφοιτήσουν, ειδικά σε συγκεκριμένες σχολές (π.χ φυσικομαθηματικό). Το υπουργείο νομοθέτησε χωρίς να γνωρίζει τους λόγους, τις δυσκολίες, τα εμπόδια και χωρίς να ενδιαφερθεί να τα μάθει, καθώς, όπως φωνάζουν πολλοί αλλά δεν ακούγονται, υπάρχουν και παθογένειες και προβλήματα στην τριτοβάθμια εκπαίδευση τα οποία ευθύνονται σε σημαντικό βαθμό.
Κανείς δεν ρώτησε τη γνώμη των φοιτητών, ούτε ερεύνησε πριν για να διαπιστώσει τα προβλήματα αυτά. Η κυβέρνηση έμεινε στη διαπίστωση ότι σε άλλες χώρες η φοίτηση έχει περιορισμένη χρονική διάρκεια, άρα αυτό θα νομοθετηθεί και στην Ελλάδα, χωρίς να την απασχολήσουν οι άλλες διαφορές που έχουν τα ελληνικά πανεπιστήμια από αυτά π.χ της Αγγλίας και της Γερμανίας και πόσο βοηθούν τα συστήματα σπουδών των πανεπιστημίων αυτών τους φοιτητές για να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους χωρίς καθυστέρηση.
Με δυο λόγια, οι φοιτητές αισθάνονται ότι η «εξίσωση» με τα άλλα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια γίνεται μόνο όσον αφορά τις υποχρεώσεις τους αλλά όχι στα δικαιώματα τους, ούτε στην ποιότητα των σπουδών, και αυτό το εισπράττουν ως μία μεγάλη αδικία σε βάρος τους.
Το θέμα της πανεπιστημιακής αστυνομίας δεν προκαλεί τόσο μεγάλη οργή σε όλους, όπως καταγράφεται και στις έρευνες, αλλά εδώ η κυβέρνηση μπορούσε να επιδιώξει τη συναίνεση και δεν το έκανε, παρότι όλοι σχεδόν αναγνωρίζουν το πρόβλημα. Αν εδώ αντέγραφε τις μεθόδους φύλαξης που ακολουθούν τα περισσότερα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, ελάχιστες πολιτικές δυνάμεις της αντιπολίτευσης θα μπορούσαν να διαφωνήσουν.
Άλλωστε πολιτικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ επιδοκίμασαν δημόσια το σύστημα της Οξφόρδης, ένα σύστημα με αυστηρή ιδιωτική φύλαξη και κάμερες παντού. Κι εδώ η κυβέρνηση επέλεξε την «μετωπική», ορίζοντας ένα ειδικό αστυνομικό σώμα και προκαλώντας αχρείαστες συγκρούσεις που διχάζουν και ξοδεύουν πολιτική ενέργεια. Θα μπορούσε να δοκιμάσει να το λύσει πιο συναινετικά, με την κοινωνία μαζί της, καθώς η πλειοψηφία είναι υπέρ της φύλαξης και γενικότερα του «νόμου και της τάξης» στα πανεπιστήμια.
Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της Metron Analysis, ένα ποσοστό 54% παρουσιάζεται υπέρ της πανεπιστημιακής αστυνόμευσης, αλλά αυτό έχει υποχωρήσει αρκετά σε σχέση με τους προηγούμενους μήνες.
Από όλα αυτά τα προβλήματα, η κυβέρνηση έχει αντιληφθεί ελάχιστα και αναζητά αλλού τις αιτίες της οργής των νέων. Έχει αντιληφθεί σωστά την ανάγκη δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας, αλλά κατά τ’ άλλα αναζητά τα αίτια του θυμού των νέων σε μερικά από τα διαφορετικά χαρακτηριστικά των γενεών. Μερικά από αυτά, μέσα από τα οποία πιστεύει ότι μπορεί να τους προσεγγίσει, είναι η φιλοζωία και το ενδιαφέρον για τα ανθρώπινα δικαιώματα, και για αυτό ορισμένες κινήσεις του Μαξίμου τελευταία έχουν αυτή τη στόχευση.
Η Νέα Δημοκρατία ως παραδοσιακό και συστημικό κόμμα δεν σπάει και πολύ το κεφάλι της για τους νέους, μάλλον επειδή γνωρίζει ότι δεν καθορίζουν το εκλογικό αποτέλεσμα. Πολλοί από αυτούς δεν πηγαίνουν καν στην κάλπη για να ψηφίσουν. Οπότε οι κυνικοί κομματικοί υπολογισμοί δίνουν μεγαλύτερη σημασία στους γηραιότερους που επηρεάζουν καθοριστικότερα το εκλογικό αποτέλεσμα.
Αυτή όμως είναι μία λάθος ανάγνωση, για πολλούς λόγους, και όσοι έχουν αγνοήσει τους νέους, το έχουν πληρώσει, καθώς η δύναμή τους δεν είναι μόνο αυτή που καταγράφεται στην κάλπη.
Οι νέοι ήταν τα μεγαλύτερα θύματα των συνεπειών της πανδημίας και δεν σκοπεύουν να βλέπουν τη ζωή τους να γίνεται συνεχώς δυσκολότερη, χωρίς να αντιδρούν. Μας έδωσαν ήδη ένα δείγμα γι' αυτό. Ο μεγάλος θυμός οδηγεί στη ριζοσπαστικοποίηση και η κυβέρνηση θα τα βρει όλα αυτά μπροστά της αν δεν σκύψει με ειλικρινές ενδιαφέρον πάνω από τα προβλήματα τους.
Οι νέοι που βγαίνουν τώρα στην αγορά εργασίας έχουν κάθε λόγο να είναι απελπισμένοι. Οι σημερινοί δευτεροετείς φοιτητές, που είναι τυπικά στα μισά των σπουδών τους, σχεδόν δεν έχουν προλάβει να γνωρίσουν το πανεπιστήμιο, ενώ οι πρωτοετείς δεν έχουν ιδέα πως είναι. Οι μαθητές που θα δώσουν φέτος πανελλήνιες έχουν περάσει και τις δύο τελευταίες χρονιές σε καραντίνα, αναγκασμένοι να μελετούν σε δύσκολες συνθήκες, με όλη την οικογένεια έγκλειστη στο σπίτι και τις εντάσεις που αυτό σε πολλές περιπτώσεις συνεπάγεται.
Η κυβέρνηση για τους δικούς της λόγους, που δεν έχει εξηγήσει επαρκώς και με ειλικρίνεια, αποφάσισε να εφαρμόσει σε αυτούς τους μαθητές και φοιτητές τα νέα αυστηρά μέτρα, χωρίς αντίστοιχα που θα βελτιώνουν τις σπουδές τους και θα τους δίνουν κάποια προοπτική. Η αυστηρή αυτή στάση δύσκολα δεν θα συναντήσει άλλες αντιδράσεις και μάλλον όσα είδαμε μέσα στην πανδημία δεν ήταν παρά ένα μικρό πρελούδιο.