ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΗΤΑΝ μέσα σε μια σακούλα με φτηνά παιχνίδια – δώρο από κάποιον θείο. Ο τίτλος ήταν Οι 70 πρώτες μου λέξεις. Ξεφυλλίζοντάς το, με το παιδί στην αγκαλιά, έμαθα πως ανάμεσα στις 70 πρώτες λέξεις που πρέπει να μάθει βρίσκονται η χορτοκοπτική μηχανή (!) και το ντόνατ, αυτός ο ακρογωνιαίος λίθος της ελληνικής διατροφής.
Στο τελευταίο δισέλιδο με τίτλο «Άνθρωποι και επαγγέλματα» ήρθε η αποκάλυψη. Στην αριστερή σελίδα μια «τυπική» ελληνική οικογένεια: «Οι γονείς μου», «Ο παππούς και η γιαγιά» (η γιαγιά με γκρίζο κότσο και φούστα κάτω από το γόνατο), «Τα αδέλφια μου» (γιατί ποια νέα ελληνική οικογένεια δεν έχει τρία-τέσσερα παιδιά;), «Τα ξαδέλφια μου» (άλλα δύο παιδιά).
Στη δεξιά σελίδα τα επαγγέλματα. Πέντε άντρες: Ο υδραυλικός, ο γιατρός, ο πυροσβέστης, ο αστυνομικός, ο αρχιτέκτονας και στη μέση η μία και μοναδική γυναίκα, η «δασκάλα», μια φιγούρα με μαζεμένα μαλλιά και γυαλιά.
Σκέφτηκα ότι είναι μόλις δύο χρονών, αλλά έχει ξεκινήσει αυτό το ύπουλο πράγμα, τα αγοράκια που μπορούν να κάνουν τα πάντα και τα κοριτσάκια που μπορούν να κάνουν σχεδόν τα πάντα, τουλάχιστον στα χαρτιά.
Νομίζω ήταν η πρώτη φορά που είδα ένα τόσο οφθαλμοφανές στερεότυπο για τα δύο φύλα μπροστά στα μάτια μου, σε κάτι που αφορούσε στον γιο μου. Σκέφτηκα ότι είναι μόλις δύο χρονών, αλλά έχει ήδη ξεκινήσει αυτό το ύπουλο πράγμα, τα αγοράκια που μπορούν να κάνουν τα πάντα και τα κοριτσάκια που μπορούν να κάνουν σχεδόν τα πάντα, τουλάχιστον στα χαρτιά. Όπως σχολίασε μια γνωστή όταν της έστειλα τη φωτογραφία της εικονογράφησης: «Μόνο δασκάλα; Ξέχασαν την καθαρίστρια και τη νοσοκόμα».
Σκέφτηκα όλα τα επαγγέλματα που υποτίθεται ότι είναι «γυναικεία» και άρα πιο «ταπεινά», όλα αυτά τα βοηθητικά επαγγέλματα που καθαρίζουν, μαζεύουν, βοηθούν και ανακουφίζουν. Εναλλακτικά, τη χαριτωμένη, μη απειλητική γυναικεία εργασία στις χολιγουντιανές κομεντί, όπου όλες οι γυναίκες είχαν ανθοπωλεία, ζαχαροπλαστεία ή δούλευαν «στο μάρκετινγκ» ή «στα γυναικεία περιοδικά» – όχι τίποτα απειλητικό, μακριά από μας οι «τσαούσες» και οι «γλωσσοκοπάνες» (πόσο τραγικοί αυτοί οι όροι με τους οποίους μεγαλώσαμε και επαναλαμβάναμε σαν ηλίθιες όλα αυτά τα χρόνια).
Στην αρχή σκέφτηκα πως όλο αυτό γίνεται αυτόματα. Δεν προωθεί κάποιος ενεργά τα συντηρητικά του πιστεύω μέσα από παιδικά βιβλία. Όλο αυτό δεν είναι καν απόφαση αλλά προϊόν κακών αντανακλαστικών ή πνευματικής οκνηρίας. Αυτό γνώριζαν, αυτό επαναλαμβάνουν.
Πόσες ελληνικές οικογένειες έχουν γιαγιάδες με γκρι κότσο σήμερα ή τρία παιδιά (σε μια χώρα που με το ζόρι κάνουμε ένα); Θυμίζουν λίγο τα παιδικά τραγουδάκια για τη γιαγιά μας την καλή που έχει κότες στην αυλή, και την ψαροπούλα που ξεκινά απ’ τον γιαλό. Για ποια Ελλάδα μιλάμε;
Μια επίσκεψη σε οποιοδήποτε πολυκατάστημα παιχνιδιών είναι συνήθως αρκετή για να θυμηθεί κανείς ακριβώς για ποια Ελλάδα μιλάμε. Μπλε διάδρομοι με «παιχνίδια για αγόρια», γεμάτοι κιτ για εξερευνήσεις, πειράματα, όπλα και υπερήρωες, και ροζ διάδρομοι με «παιχνίδια για κορίτσια», γεμάτοι κούκλες, makeup, σκούπες και καροτσάκια για μωρά.
Πιθανώς το χειρότερο να είναι οι καθιερωμένες αποκριάτικες στολές. Πριν από κάποια χρόνια κοιτούσα έκπληκτη οnline τη σέξι νοσοκόμα (η στολή είχε ζαρτιέρες και κρυστάλλινα ψηλοτάκουνα με διπλό πάτο), την άγρια αστυνομικίνα (με την κοιλιά έξω και μοβ γυαλιά-καθρέφτες), τη χανούμισσα αλλά και τη νίντζα ερωμένη (δεν ήταν νίντζα η στολή, ήταν η ερωμένη του νίντζα, γιατί τι πιο φυσιολογικό όταν είσαι εφτά χρονών από το να θες να ντυθείς ερωμένη του νίντζα;). Τα αγοράκια μπορούσαν να είναι από δεινόσαυροι και γιατροί μέχρι σούπερ ήρωες, αστυνομικοί και λοκατζήδες.
Καμιά φορά, όταν πηγαίνω βόλτα τον γιο μου με το καρότσι, περνάμε από συνοικιακά καφενεία γεμάτα άντρες που πίνουν καφέ. Πάντα κάποιος παππούς θα τον πει «λεβέντη» ή θα μονολογήσει «ε ρε, γκολ που έχεις να βάλεις εσύ!», την ώρα που εγώ γελάω κάπως αμήχανα. Συχνά αναρωτιέμαι τι θα έλεγαν αν μέσα στο καρότσι είχα ένα κορίτσι.