Το πρόβλημα με το «Deep Throat»
«Το να προσπαθείς να προσεγγίσεις με ειλικρίνεια μια πορνογραφική ταινία είναι το ίδιο με το να δένεις το παπούτσι σου ενώ περπατάς: από τη στιγμή που το επιλέγεις, θυσιάζεις την ισορροπία σου αλλά και ένα κάποιο περίσσευμα αξιοπρέπειας. Όποια “γραμμή” κι αν ακολουθήσεις, αυτή θα στροβιλιστεί τόσο που, στην εξέλιξή της, θα αυτοακυρωθεί. Αν ο κριτικός δείξει υπεροψία (“η ταινία είναι βαρετή”), τότε αυτό θα εκληφθεί ως δείγμα αμηχανίας –και διέγερσης–, ενώ αν το ρίξει στην πλάκα (“Τι άλλο θα σκεφτούν πια;”), τότε απλά αποφεύγει να αντιμετωπίσει το θέμα. Και δεν γίνεται να δεχτούμε πως πρόκειται περί μιας απλής εξέλιξης στη βιομηχανία του θεάματος, γιατί αυτή η υπεραπλουστευτική οπτική αρνείται να δεχτεί πως, για κάποιους ανθρώπους, είναι μια αρκετά ενοχλητική εξέλιξη. Από την άλλη όμως, το να ισχυριζόμαστε πως η πορνογραφία υποβαθμίζει στο σύνολο της τόσο το κοινό όσο και τους ηθοποιούς της προϋποθέτει μια εξοικείωση με κάθε έναν απ’ αυτούς τους ανθρώπους ξεχωριστά. Τέτοια εξοικείωση εγώ δεν έχω».
Αυτά έγραψε, μεταξύ άλλων, ο εξέχων κριτικός κινηματογράφου Βίνσεντ Κάνμπι στους «New York Times» το 1972, όταν δηλαδή έπρεπε κι αυτός να γράψει την κριτική του για το «Deep Throat». Το αντιγράφω, όντας αντιμέτωπος με την ίδια δυσκολία, ετοιμάζοντας αυτό το αφιέρωμα μισόν αιώνα μετά.
Αδιανόητο σήμερα πως όλα αυτά ξεκίνησαν με την προβολή ενός φτηνιάρικου και κακογυρισμένου πορνό, μα δεν γίνεται να σταθείς στο κοινωνικό φαινόμενο δίχως να κοιτάξεις τις επιπτώσεις του. Κι όμως, μονάχα ενδεχομένως κάποιες ταινίες του Βέρνερ Χέρτζοκ να κουβαλούν μια τόσο συναρπαστική ιστορία όσο το «Deep Throat».
Άλλωστε, αν μέσα από το σινεμά μάθαμε όλοι μας να φιλάμε (γιατί εκεί το πρωτοείδαμε), τότε είναι μάλλον δύσκολο να δεχτούμε πως και η πορνογραφία άφησε ανενόχλητη τη σεξουαλικότητα μας – ή έστω, δεν την εμπλούτισε.
Γι’ αυτό και η περίπτωση της ταινίας του Τζέραλντ Νταμιάνο δεν μπορεί να καταχωρηθεί ούτε ως κινηματογραφικό αξιοπερίεργο αλλά ούτε και ως σημάδι της ηθικής παρακμής: καμιά άλλη ταινία πριν απ’ αυτήν δεν έστειλε ένα τόσο ηχηρό μήνυμα σεξουαλικής απελευθέρωσης. Όπως συμβαίνει και με όλα τα όνειρα, ήταν απατηλό, κράτησε λίγο, και έκρυβε τη δική του τραγωδία.
Μια ζωή ταλαιπωρία
H Λίντα Σούζαν Μπόρμαν γεννήθηκε το 1949 στο Μπρονξ. Σκληρή συνοικία, σκληρά και τα παιδικά της χρόνια. Κόρη ενός –συνήθως απόντα– αστυνομικού και μιας σκληρής, αυταρχικής σερβιτόρας, η Λίντα μεγάλωσε χωρίς στοργή σε ένα περιβάλλον άκρως τραυματικό, που δυστυχώς θα την καθόριζε.
Στο σχολείο, ο βίος δεν διαφέρει: η Λίντα μεγαλώνει έγκλειστη σε αυστηρά καθολικά σχολεία. Στο δε γυμνάσιο της κοτσάρουν και το παρατσούκλι «θεούσα», λόγω της συστολής της απέναντι στα αγόρια. Λίγα χρόνια μετά, στα 20 της, γεννά το πρώτο της παιδί. Η μητέρα της θα το παραδώσει για υιοθεσία ούτως ώστε η οικογένειά της να αποφύγει το κοινωνικό στίγμα ενός μπάσταρδου. Η κόρη της, όμως, δεν θα τη συγχωρέσει ποτέ.
«Κατάλαβα πως οι περισσότερες γυναίκες ζούσαν δυστυχισμένες με αυτόν που παντρεύτηκαν, αυτόν που αγαπούσαν. Όσο να ’ναι, μετά από 40 χρόνια γάμου βαριέσαι λίγο το συμβατικό σεξ. Είχαμε όλοι μεγαλώσει σε μια εποχή που το σεξ ήταν ταμπού. Δεν μπορούσες ποτέ να μιλήσεις ευθέως γι’ αυτό», λέει ο μεγαλωμένος στο Μπρονξ Νταμιάνο, άνθρωπος ευγενής αλλά και της πιάτσας.
Αποφασίζει να φύγει από το σπίτι για να συνεχίσει τις σπουδές της στην πληροφορική, στη Νέα Υόρκη, όμως στον δρόμο η μοίρα τής παίζει ένα ακόμα άσχημο παιχνίδι: ένα πολύ σοβαρό αυτοκινητιστικό ατύχημα τη στέλνει στο νοσοκομείο με σοβαρά τραύματα. Μια μετάγγιση με μη ελεγμένο αίμα θα αχρηστεύσει το συκώτι της δύο δεκαετίες αργότερα.
Όλα λοιπόν πάνε λάθος, μέχρι που εμφανίζεται μπροστά της ο Τσακ Τέινορ. Είναι όμορφος και δείχνει πετυχημένος, με τσέπες μονίμως γεμάτες. Η Λίντα θέλει πάση θυσία μια νέα ζωή – που δεν θα μπορούσε να είναι χειρότερη απ’ ό,τι έχει ζήσει μέχρι τώρα, σωστά;
Σύντομα, ο Τσακ αποκαλύπτει το αληθινό του πρόσωπο, αυτό ενός ανθρώπου χειριστικού, βίαιου και οξύθυμου. Συχνά την κακοποιεί. Σε αυτό συνηγορούν ακόμα και μαρτυρίες πολλών που, αργότερα, μόνο καλά λόγια δεν θα είχαν να πουν για τη δύσμοιρη Λίντα, που σύντομα θα μάθαινε πώς έβγαινε το χρήμα στο σπίτι: ο Τσακ τροφοδοτούσε τη νεόκοπη τότε αγορά πορνογραφικών ταινιών με ερασιτεχνικά ολιγόλεπτα φιλμάκια γυρισμένα σε 8mm.
Ο γάμος τους θα ερχόταν το 1971, αλλά η Λίντα είχε ήδη αρχίσει να εμφανίζεται στα περισσότερα από αυτά – όχι ως Μπόρμαν, αλλά ως Λάβλεϊς. Ένα είχε τον τίτλο «Dogarama», και η εναλλακτική του ονομασία λέει πολλά περισσότερα για το περιεχόμενο της ταινίας απ’ όσα θα ήθελα στ’ αλήθεια να γράψω: «Dog Fucker».
Ο σκηνοθέτης
Όλα αυτά ήταν άγνωστα (και αργότερα, μάλλον λίγο αδιάφορα) για τον Τζεράλντ Νταμιάνο, έναν Ιταλοαμερικανό κομμωτή από τη Νέα Υόρκη, που τρελαινόταν να ακούει τις εξομολογήσεις της γυναικείας πελατείας του.
«Κατάλαβα πως οι περισσότερες γυναίκες ζούσαν δυστυχισμένες με αυτόν που παντρεύτηκαν, αυτόν που αγαπούσαν. Όσο να ’ναι, μετά από 40 χρόνια γάμου βαριέσαι λίγο το συμβατικό σεξ. Είχαμε όλοι μεγαλώσει σε μια εποχή που το σεξ ήταν ταμπού. Δεν μπορούσες ποτέ να μιλήσεις ευθέως γι’ αυτό», λέει ο μεγαλωμένος στο Μπρονξ Νταμιάνο, άνθρωπος ευγενής αλλά και της πιάτσας. Αποφασίζει να στραφεί στην πορνογραφία, πεπεισμένος πως οι κουβέντες στο κομμωτήριό του αντανακλούν μια βαθιά κοινωνική ανάγκη που, θες από συντηρητισμό, θες από καθαρή ντροπή, κανείς δεν δείχνει πρόθυμος να καλύψει.
Ας μιλήσουμε για το σεξ, σκέφτεται, ας γυρίζουμε πορνογραφικές ταινίες που δεν απευθύνονται μόνο σε άντρες αλλά και σε ζευγάρια. Δεν μπορεί να μην υπάρχουν λεφτά σ’ αυτή την ιστορία. Ο Νταμιάνο θα εργαστεί ως βοηθός σκηνοθέτη σε μια σειρά ταινιών, μη νιώθοντας πάντα άνετα με τις φάτσες των παραγωγών, μέχρι που κάποιος θα του δείξει ένα φιλμάκι με τη Λίντα Λάβλεϊς να επιδίδεται σε στοματικό σεξ. «Είναι η σπεσιαλιτέ της», του λένε.
Ο κομμωτής έχει ξαφνικά μια ιδέα: «Το πρώτο που σκέφτηκα ήταν αυτές οι δυο λέξεις. Μετά σκέφτηκα πως θα μπορούσα να γυρίσω μια ολόκληρη ταινία γύρω απ’ αυτό που κάνει η Λίντα».
Τα γυρίσματα γίνονται σε χρόνο-μηδέν, βασισμένα σε ένα σενάριο που ο Νταμιάνο έχει ξεπετάξει σε δυο μέρες. Ο Χάρι Ριμς, βοηθός παραγωγής, αναλαμβάνει και τον πρώτο ανδρικό ρόλο. Scouting και κινηματογράφηση γίνονται επιτόπου – κοινώς, γυρίζουν όπου βρίσκουν: σε μοτέλ, σε κάβες και σπίτια φίλων, ενίοτε «κλέβοντας» εξωτερικά πλάνα δίχως καμία άδεια. Όλα σε ένα εύθυμο κλίμα – άλλωστε τα γυρίσματα κρατούν μόλις έξι μέρες.
Η ταινία μοντάρεται και βγαίνει στα γνωστά «βρόμικα» σινεμά, τα αφιερωμένα αποκλειστικά στις πορνογραφικές ταινίες. Μέχρι που η αυξανόμενη κίνηση στα ταμεία δίνει στο «σκιώδες» δίδυμο της παραγωγής, τους Λου Περάινο και Άντονι Μπατίστα (που έχει δώσει μόλις 24,000 δολάρια για την ταινία), μια πολύ παράξενη ιδέα και, στις 30 Ιουνίου, την κάνουν πράξη, κυκλοφορόντας το «Βαθύ Λαρύγγι» (για να γράψουμε και τον ελληνικό του τίτλο) σε ευρύ κύκλωμα διανομής, όπως ακριβώς θα συνέβαινε με οποιαδήποτε «κανονική» ταινία.
Η αμηχανία των κριτικών
Η μεγάλη στεναχώρια της Λίντα στο «Deep Throat» είναι πως δεν έχει ποτέ οργασμό. Λατρεύει το σεξ, αλλά εκεί που θα έπρεπε να αισθανθεί μια έκρηξη, νιώθει απλά ένα μικρό τσούξιμο. Τα διάφορα κοινά ερωτικά βοηθήματα δεν βοηθούν. Το ίδιο και ο προκύπτων σεξουαλικός πειραματισμός. Μέχρι που αναζητά τις υπηρεσίες ενός σεξολόγου, ο οποίος ανακαλύπτει πως η κλειτορίδα της είναι… ε, μέχρι τώρα πρέπει να το μαντέψατε. Κι όμως, δεν ήταν αυτό το μεγάλο εύρημα που έκανε την ταινία εμπορική επιτυχία, αλλά το ότι η Λίντα φαινόταν να παίζει… τον εαυτό της: «Starring Linda Lovelace as herself» έγραφε στην αφίσα.
Έμοιαζε με κάλεσμα για σεξουαλική απελευθέρωση, αλλά ο Ρότζερ Ίμπερτ ήταν δύσπιστος. Στην κριτική του έγραψε: «H ενέργεια που φέρνει στον ρόλο η Λίντα Λάβλεϊς είναι, εντέλει, λιγότερο εντυπωσιακή και περισσότερο αποκαρδιωτική. Αν πρέπει να τραβήξεις τόσα για τη σεξουαλική απελευθέρωση, ίσως και να μην αξίζει τον κόπο». Δεν πρέπει να αποτελεί πάντως έκπληξη πως πολλοί κριτικοί της εποχής αγκάλιασαν την ταινία με ενθουσιασμό. Άλλοι, όχι και τόσο. Αλλά οι περισσότεροι ήταν μπερδεμένοι. Τους ήταν πολύ δύσκολο να εκφράσουν την αποστροφή τους για την ταινία, χωρίς να φανεί πως σιγοντάρουν τις δυνάμεις της λογοκρισίας.
Πάντως ο Μορτ Σέινμαν της εφημερίδας «Women’s Wear Daily» χαρακτήρισε το φιλμ «αξιοσημείωτο», τονίζοντας πως «προσφέρει μια τολμηρή “ώθηση” στην κινηματογραφική τέχνη, χαρτογραφώντας περιοχές που δεν εξερευνήθηκαν ποτέ άλλοτε στο σινεμά». Η Τζούντιθ Κριστ του «New Yorker», πάλι, χαρακτήρισε την ταινία μια «ηλίθια δημιουργία» και τους ηθοποιούς «απαίσιους», ενώ ο Άντριου Σάρις στη «Village Voice» έγραψε: «Πού είναι η γοητεία; Πού είναι το χιούμορ; Πού είναι ο ερωτισμός; Πού είναι η απελευθέρωση; Και, για να μιλήσουμε λίγο σοβαρά, πού είναι η έξοδος;». Η σκηνοθέτιδα Νόρα Έφρον σε άρθρο της στο περιοδικό «Esquire» αποκάλεσε το «Deep Throat» «μια από τις πιο δυσάρεστες, ανησυχητικές ταινίες που έχω δει ποτέ», γράφοντας πως «δεν είναι μόνο μισογύνικο αλλά και αντισεξουαλικό». Και η Έλεν Γουίλις από το «New York Review of Books» βρήκε την ταινία «ερωτική όσο και μια αμυγδαλεκτομή».
Το πορνό υπό διωγμό, η pop κουλτούρα αλλάζει
Φυσικά οι κριτικές προέκυψαν επειδή η ταινία ξέφυγε από τα κακόφημα συνοικιακά τσοντάδικα και άρχισε να προβάλλεται σε κεντρικούς κινηματογράφους, που είχαν συνηθίσει το κοινό τους σε άλλα θεάματα. Για κάποιον λόγο που κανείς δεν είχε ακόμα καταλάβει, το «Deep Throat» άρχισε να προσελκύει ολοένα και περισσότερους θεατές. Κι αν οι κριτικοί κινηματογράφου έδειχναν απρόθυμοι να ασχοληθούν μαζί του, οι συντάκτες του αστυνομικού ρεπορτάζ είχαν πολλά να γράψουν: κάθε βδομάδα που περνούσε, προέκυπτε και ένα νέο περιστατικό, έτοιμο να ενθουσιάσει το αναγνωστικό κοινό.
Σε έναν κινηματογράφο, η ταινία εξοστράκισε από το πρόγραμμα την απογευματινή παιδική προβολή. Μετά από έντονες διαμαρτυρίες (και κάποιες διαδηλώσεις), οι κάτοικοι της συνοικίας τα βρήκαν με τον αιθουσάρχη, και η ταινία μετακόμισε λίγα τετράγωνα ανατολικά, σε μια γειτονιά όπου οι δεσμοί της κοινότητας ήταν μάλλον πιο χαλαροί. Στο Μίσιγκαν, η εταιρεία απορριμματοφόρων Λάνσινγκ σταμάτησε να εξυπηρετεί την περιοχή γύρω από την αίθουσα «Cinema X» όπου παιζόταν το «Deep Throat». «Δεν θέλουμε σχέσεις με αυτού του είδους τα σκουπίδια» δήλωσε ο διευθυντής της. Και στο Μιλγουόκι οι κάτοικοι διαδήλωσαν ακόμα πιο οργισμένα, διαμαρτυρόμενοι όχι για την ταινία, αλλά για τον κόσμο που προσέλκυε στην πόλη – οι περισσότεροι από το Σικάγο, όπου το φιλμ είχε απαγορευτεί.
Συνέβαινε βλέπετε και αυτό: έξαλλοι, οι εισαγγελείς των Ηνωμένων Πολιτειών άσκησαν αμέτρητες διώξεις ενάντια στους αιθουσάρχες αλλά και στον πρωταγωνιστή της ταινίας, Χάρι Ριμς. Το 1973 ο δικαστής του Μανχάταν Τζόελ Τάιλερ έκρινε το «Deep Throat» άσεμνο και επέβαλε πρόστιμο στους κινηματογράφους της 49ης οδού, όπου η ταινία χάλαγε κόσμο εφτά μήνες σερί. Ο Τάιλερ, ωστόσο, παραδέχτηκε επανειλημμένα πως «μάθαινε πολλά» κατά τη διάρκεια της τρίμηνης δίκης, όπως για παράδειγμα, τι είναι η κλειτορίδα και σε τι χρησιμεύει. Στ’ αλήθεια, αυτά είναι λόγια από τα πρακτικά της δίκης.
Προέκυψαν επίσης διώξεις και για τους χρηματοδότες του φιλμ, τους Λου Περάινο και Άντονι Μπατίστα. Στο μεταξύ, το FBI αρχίζει να παρακολουθεί στενά τον Τζέραλντ Νταμιάνο, ο οποίος με τη σειρά του έχει αποποιηθεί κάθε αξίωση από τα ποσοστά των εισπράξεων, «επειδή δεν ήθελα να μου σπάσουν τα πόδια», όπως λέει ο ίδιος, υπογραμμίζοντας γλαφυρά τους δεσμούς των παραγωγών με το οργανωμένο έγκλημα. Ακούγεται πως η ταινία έφτασε τα 600 εκατομμύρια δολάρια σε εισπράξεις – πιθανότατα όμως ο αριθμός «φούσκωσε» λόγω ξεπλύματος μαύρου χρήματος. Τα 300 πάντως, πρέπει να τα ξεπέρασε για πλάκα. Σε περίπτωση που αναρωτιέστε, ο Νταμιάνο αμείφθηκε με 24.000 δολάρια, η Λάβλεϊς με 1.200 δολάρια (τα οποία πήγαν αμέσως στην τσέπη του συζύγου της), ο δε Χάρι Ριμς με 250. Ο τελευταίος μάλιστα θα καταδικαστεί το 1976 στο Μέμφις, σε μια δίκη για «άσεμνη συμπεριφορά» (μιλάμε για την ταινία πάντα), αλλά εν τέλει η απόφαση θα ανατραπεί στο εφετείο το 1977.
Ήταν η τελευταία φορά που οι δυνάμεις καταστολής των ΗΠΑ παρατάχθηκαν με τέτοιο μένος ενάντια στη «διαφθορά» των εικόνων. Αξιωματούχοι σε όλα τα επίπεδα της κυβέρνησης Νίξον (που ήξεραν πόσο ευνοούσε την εικόνα μιας συντηρητικής κυβέρνησης μια τέτοια μάχη) προσπάθησαν να σταματήσουν τις προβολές της ταινίας με κάθε τρόπο. Όλη αυτή η προσπάθεια έπεσε στο κενό. Ήταν το timing σωστό; Πιθανότατα. Το ζήτημα του «Deep Throat» προκύπτει σε περίοδο έξαρσης όλων των κοινωνικών κινημάτων στις ΗΠΑ. Τα μέτωπα είναι πολλά: πόλεμος στο Βιετνάμ, φεμινισμός, Μαύροι Πάνθηρες, ομοφυλόφιλοι, όλοι τους οργισμένοι σε μια εποχή όπου ο πολιτικός ακτιβισμός έμοιαζε να λειτουργεί. Οι προστάτες μας δεν μπορούσαν πλέον να μας προστατέψουν, ο αγώνας για το «καρότο» της ηθικής είχε πια χαθεί, η πορνογραφία είχε γίνει pop.
Αναπόφευκτα, μετά από όλο αυτό το κυνήγι, η επιλογή τού να δεις το «Deep Throat» ήταν και μια πολιτική πράξη. Η Τζάκι Κένεντι πήγε. Το ίδιο και οι Νόρμαν Μέιλερ, Μάρτιν Σκορσέζε, Τζακ Νίκολσον, Μάικ Νίκολς, Μπεν Γκαζάρα και Τρούμαν Καπότε. Οι δικηγόροι του Χάρι Ριμς τον είχαν ενημερώσει: «Μόνο αν ξαναβγεί ο Νίξον μπαίνεις φυλακή». Και το κοινό, που ίσως και να προσέγγισε το φιλμ με μια πολιτική αφέλεια ανάλογη της εποχής του (ή και όχι), είδε μέσα από αυτή την Οδύσσεια στοματικού σεξ μια αμφισβήτηση των πατροπαράδοτων αντρικών προνομίων καθώς το ζητούμενο εδώ ήταν (και καλά) ο γυναικείος οργασμός. Πλέον, το πορνό ήταν ένα φυσικό παρακλάδι των τεχνών, και η Λίντα Λάβλεϊς, άθελά της, η εκπρόσωπος ενός ρεύματος που ένιωσε πως, στηρίζοντας την πορνογραφία, στέκεται απέναντι σε όλες τις κατασταλτικές δυνάμεις στην ιστορία του αμερικανικού πολιτισμού. Διάολε, ακόμα και ο πληροφοριοδότης πίσω από το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ, που έριξε τελικά τον Νίξον, είχε το παρατσούκλι «Deep Throat».
«Κάθε φορά που βλέπετε την ταινία, βλέπετε τον βιασμό μου»
Το πάρτι της «απελευθέρωσης» έληξε νωρίς, και βάζω τη λέξη σε εισαγωγικά καθώς σύντομα έγινε αντιληπτό πως κανείς δεν ήθελε να δει τη Λίντα να κάνει οτιδήποτε άλλο εκτός από στοματικό σεξ. Ένα (σοφτ) σίκουελ με τίτλο «Deep Throat 2» πήγε άκλαυτο στα ταμεία. Εξίσου αποτυχημένες ήταν και οι εμφανίσεις της στο θέατρο.
Στην αρχή, η Λίντα έμοιαζε να απολαμβάνει την ξαφνική της διασημότητα. Έδινε συμβουλές για το σεξ, έκανε φωτογραφίσεις, ενώ μέσα στο 1974 εξέδωσε και δυο αυτοβιογραφίες («Inside Linda Lovelace» και «The Intimate Diary of Linda Lovelace»), όπου οι γλαφυρές σεξουαλικές περιγραφές είχαν τον πρώτο ρόλο. Αργότερα θα μάθουμε πως, στην πραγματικότητα, τις έγραψαν ο σύζυγός της και ο σκηνοθέτης Ντέιβιντ Γουίντερς. Την ίδια χρόνια θα καταθέσει αίτηση διαζυγίου για να παντρευτεί τον Λάρι Μαρτσιάνο, έναν παιδικό της φίλο το 1976. Θα περάσουν τέσσερα χρόνια μέχρι να δημοσιεύσει την πρώτη «επίσημη» αυτοβιογραφία της, με τίτλο «Ordeal» («Μαρτύριο»). Οι περιγραφές, ανατριχιαστικές:
«Η ζωή με τον Τσακ δεν βελτιώθηκε ποτέ. Έμαθα σύντομα να συμβιβάζομαι, αναζητώντας τους μικρότερους θριάμβους: να μην πονάω για λίγο. Ή να μη φοβάμαι. Με τον καιρό, έμαθα να ικανοποιώ άντρες σαν τον Τσακ, άντρες που την έβρισκαν προκαλώντας πόνο. Εγώ όμως δεν πονούσα. Ο Τσακ μου είχε διδάξει πώς να χαλαρώνω τους μύες του λαιμού μου κατά τη διάρκεια του στοματικού σεξ. Μπορούσα να τους χαλαρώσω όλους μαζί, κατά βούληση, να δεχτώ ακόμα και τη γροθιά του, ή έναν δικέφαλο δονητή. Αλλά, φυσικά, δεν μπορούσα να πω στον Τσακ πως δεν πονούσα. Αντίθετα, έπρεπε να ουρλιάζω για οίκτο, ώστε να εκσπερματίσει αμέσως και να με αφήσει μόνη μου για λίγο. Είχα γίνει μια πολύ καλή ηθοποιός. Έμαθα πώς να προσποιούμαι και τον πόνο αλλά και την ηδονή. Επίσης, μου ήταν πολύ πιο εύκολο να ρουφήξω το πουλί ενός άντρα, παρά να τον αφήσω να μπει μέσα μου. Λόγω της ικανότητάς μου να χαλαρώνω πλήρως τον λαιμό μου, έγινα πολύ δημοφιλής στους άνδρες. Ο Τσακ ήταν πολύ ευχαριστημένος με αυτό. Το αποκάλεσε “διαφήμιση από στόμα σε στόμα”».
Αντίθετα με αυτό που φαντάζεστε, το βιβλίο της Λίντα Μπόρμαν (που πλέον υπογράφει με το αληθινό της επίθετο) απορρίφθηκε από 33 εκδοτικούς οίκους, μέχρι να βρεθούν οι εκδόσεις Citadel, που όμως απαίτησαν από τη συγγραφέα να υποβληθεί σε εκτενές τεστ ανίχνευσης ψεύδους. Με τη δημοσίευσή του, η Μπόρμαν εντάσσεται ανοιχτά στο κίνημα κατά της πορνογραφίας, δίνοντας συνεντεύξεις Τύπου παρουσία μελών του W.A.P (Women Against Pornography). Λίγο καιρό μετά, φρεσκοτυπωμένα κλιπ του «Dog Fucker», μιας ταινίας την ύπαρξη της οποίας η Μπόρμαν αρνιόταν (ποιος θα μπορούσε να την κατηγορήσει γι’ αυτό;) αρχίζουν να διακινούνται στα τοπικά τσοντάδικα.
Ο άνθρωπος που την κινηματογράφησε τότε μίλησε για πρώτη φορά σχετικά πρόσφατα, επαναλαμβάνοντας όμως αυτό που τόνιζαν αρκετοί από την ομήγυρή της εκείνα τα χρόνια: πως δηλαδή η Λίντα συμμετείχε σε όλες αυτές τις ταινίες με μεγάλη προθυμία, όντας μια μάλλον φιλότιμη συνεργάτιδα. Ανάμεσα στους συνηγορούντες, η συμπρωταγωνίστριά της (και δηλωμένη φεμινίστρια) Γκλόρια Λέοναρντ, που θα εξελιχθεί σε δυνατό όνομα του πορνό στη δεκαετία του ’80, για να ανοίξει τις πρώτες τηλεφωνικές γραμμές σεξ το 1985, κερδίζοντας και τον τίτλο της «πρωτοπόρου» στη βιομηχανία. «Στους ανθρώπους αρέσει να τα βλέπουν όλα σε άσπρο και μαύρο, αλλά η αλήθεια είναι πιο κοντά στις 50 αποχρώσεις του γκρι», σχολίασε ο Νταμιάνο. Σημειώστε εδώ πως η Μπόρμαν δεν είχε τίποτα να προσάψει στους Νταμιάνο και Χάρι Ριμς, τους οποίους περιέγραψε ως «καλόκαρδους, αλλά πολύ φιλόδοξους».
Σήμερα, η φημισμένη ψυχίατρος Τζούντιθ Λιούις Χέρμαν αναφέρει πως πολλές από τις αυτοβιογραφικές εξομολογήσεις της Μπόρμαν δείχνουν εμφανή σημάδια σύνθετης διαταραχής stress οφειλόμενης σε ψυχοτραυματισμό (C-PTSD), όπου πολύ συχνά το υποκείμενο παρουσιάζει διαταραχή πολλαπλής προσωπικότητας μετά από ένα άκρως κακοποιητικό συμβάν. Είναι δηλαδή πιθανό η Μπόρμαν να έδινε πραγματικά την εντύπωση μιας σεξουαλικά απελευθερωμένης γυναίκας, όντας «φυλακισμένη» σε μια άλλη προσωπικότητα. Η ίδια πάντως δεν θα αλλάξει ποτέ τη μαρτυρία της. Χρόνια μετά, καταθέτοντας ενώπιον του Γενικού Εισαγγελέα για την Πορνογραφία στη Νέα Υόρκη, θα πει: «Κάθε φορά που βλέπετε αυτή την ταινία, βλέπετε τον βιασμό μου».
Λίγο πριν από τον θάνατό της σε τροχαίο το 2002, σε ηλικία 53 ετών, η Μπόρμαν έδειχνε να συμβιβάζεται κάπως με την ταινία, ή τουλάχιστον να την αποδέχεται ως ένα μέσο για να τα βγάζει πέρα. Και ήταν ακόμα πιο στενάχωρο που αυτή η γυναίκα έπρεπε να επιστρέψει στην πιο τραυματική ανάμνησή της, εκεί δηλαδή που την ήθελαν οι «θαυμαστές» της, έστω κι αν το μόνο που έπρεπε να κάνει αυτήν τη φορά ήταν να υπογράφει αυτόγραφα, άντε και κάποια αισθησιακή φωτογράφιση εσωρούχων, όπως αυτή στο περιοδικό «Leg Show» (όπου θα δηλώσει πως «δεν υπάρχει τίποτα κακό στο να δείχνεις σέξι, αρκεί να γίνεται με γούστο»).
Σήμερα
Πριν από τη δημιουργία του «Deep Throat», η πορνογραφία ήταν μπίζνα παρακατιανών και μαφιόζων, οπλισμένων με κάμερες 8mm. Σήμερα είναι μια διεθνής βιομηχανία πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων. Η μαφία δεν εμπλέκεται πια – όλα καλύπτονται από ένα αδιαπέραστο πέπλο νομιμότητας. Σήμερα, ο καθένας μπορεί να κατεβάσει για πλάκα στο κινητό του εικόνες απείρως πιο σοκαριστικές απ’ αυτές που έκαναν «διάσημη» την Μπόρμαν, η πορνογραφία είναι εύκολα διαθέσιμη, τα ταμπού χαλαρά, όπως και τα όρια αυτού που ονομάζουμε «αποκλίνουσα συμπεριφορά».
Βλέπεται σήμερα το «Deep Throat»; Όχι εύκολα, είναι η αλήθεια, αλλά διατηρεί ένα ενδιαφέρον – και κάποιες καινοτομίες: οι γυναίκες της ταινίας είναι αρκετά δυνατοί χαρακτήρες, ιδιαίτερα η φίλη της Λίντα, η Έλεν, που διεκδικεί τη σεξουαλική της ικανοποίηση όπου και όπως θέλει, και τονίζει πως μια γυναίκα οφείλει να βρει «αυτό που είναι σωστό για εκείνη». Έχει και μερικές ωραίες ατάκες: «Σε πειράζει να καπνίζω ενώ τρως;», λέει στον παρτενέρ της, που βρίσκεται, ok, καταλάβατε πού. Ακόμα και το σεξ της ταινίας είναι ποικιλόμορφο –σε αντίθεση με τον τίτλο–, ενώ πρωταγωνιστικό ρόλο έχει η κωμωδία. Όσο περίεργο κι αν φαίνεται σήμερα, η ταινία άλλαξε τις σεξουαλικές συνήθειες της Αμερικής. Όλοι είχαν πλέον δικαίωμα να μιλούν για το σεξ, όχι μόνον οι χίπηδες, αλλά και οι μεσοαστοί, που πλέον δεν χρειαζόταν να φορούν καπαρντίνες και να κρύβουν τα πρόσωπα τους πίσω από εφημερίδες για να μπουν στα τσοντάδικα – δεν χρειαζόταν καν να πάνε σε αυτά, η ταινία παιζόταν παντού.
Όλοι μοιάζει να κέρδισαν κάτι από την ταινία, εκτός από τον Χάρι Ριμς (η αγωνία για την επικείμενη φυλάκισή του και μια αποτυχημένη προσπάθεια για καριέρα στο Χόλιγουντ τον έριξαν στα ναρκωτικά) και φυσικά τη Λίντα Μπόρμαν, τη γυναίκα που πέρασε μέσα από την κόλαση για τη σεξουαλική μας απελευθέρωση (που ακόμα αργεί), για να γίνει τελικά σύμβολο τόσο της ελευθεριακής όσο και της πουριτανικής κουλτούρας των ΗΠΑ.