ΜΕΡΙΚΑ ΒΡΑΔΙΑ ΒΛΕΠΩ ισπανικές σαχλοσειρές στο Νέτφλιξ. Κοιλιακοί, μπράτσα, τέλεια χαμόγελα, ποτά σε φοβερά διαμερίσματα και, απροσδόκητα πλην εντελώς φυσικά, κάποιος ή κάποια που από κάτι πάσχει, χωρίς αυτό να γίνεται το κεντρικό θέμα.
Η οροθετική/πανέμορφη τύπισσα στα πρώτα επεισόδια του «Elite» και (spoiler!) ο καρκινοπαθής κούκλος στη συνέχεια, ο γλυκούλης αδελφός μίας από τις πρωταγωνίστριες στο «Valeria», που μετακινείται με αμαξίδιο, μεθάει με τη συγκάτοικο της αδελφής του και, τελικά, κάνει σεξ είναι περιπτώσεις συμπαθητικών χαρακτήρων που ζουν τη νεότητά τους με μία επιπλέον, σημαντική, δυσκολία.
Πολλοί θα σκεφτούν: «Έβαλαν κι αυτόν τον συμπαθητικό στο αμαξίδιο, γιατί τώρα να, βλέπεις... politically correct». Και ίσως όντως οι σειρές που βασικός τους στόχο είναι να τις δει όσο το δυνατόν μεγαλύτερος αριθμός ανθρώπων για όσο το δυνατόν περισσότερες ώρες να μην έχουν τα πιο αγαθά κίνητρα όταν περιλαμβάνουν έναν σέξι καρκινοπαθή στο σενάριο.
Ε, και; Αν η συμπερίληψη στις σειρές είναι όπως κάθε άλλη επιφανειακή συμπερίληψη εντός του οικονομικού συστήματος στο οποίο ζούμε, ένας τρόπος δηλαδή να αναγνωρίζει μεγαλύτερος αριθμός καταναλωτών τον εαυτό του στο προϊόν που καλείται να καταναλώσει, είναι τόσο κακό αυτό;
Το να σκεφτόμαστε πως μόνο οι υπέργηροι, ή όσοι δεν προσέχουν, ή οι «εξαιρέσεις» (βλ. καλλιτέχνες) παθαίνουν πράγματα, έχει μια παρηγορητική διάσταση σε μεταφυσικό επίπεδο και είναι πολύ βολική σε πολιτικό επίπεδο.
Η κάζουαλ απεικόνιση μιας ασθένειας θίγει την αρρωστημένη συνήθεια να βλέπει κανείς τους άλλους σαν την αρρώστια τους, όπως στο Μαγικό Βουνό, που επειδή είναι όλοι πολύ άρρωστοι για πάρα πολλές σελίδες σταδιακά εστιάζεις στο τι φοράνε, τι επιθυμούν, τι συζητούν και τι αλλαγές συντελούνται μέσα τους ως μέρος της αρρώστιας αλλά και άλλων πραγμάτων. Στη ζωή εκτός κλασικής λογοτεχνίας, όμως, συχνά αρρωσταίνει κανείς και συρρικνώνεται η ιδέα μας γι’ αυτόν, με αποτέλεσμα να εστιάζουμε υπερβολικά στην ασθένεια ή να βλέπουμε το άλλο πρόσωπο κυρίως μέσα απ’ αυτό το πρίσμα.
Γι’ αυτό με ενοχλούν όλες οι βιογραφίες/κουτσομπολίστικες αγιογραφίες καλλιτεχνών που εστιάζουν πάρα πολύ στην ψυχική τους ασθένεια, τροφοδοτώντας τα αντίστοιχα κλισέ. Γι’ αυτό μου άρεσε που σε μια άλλη σειρά, το «Borgen», όταν η πρωθυπουργός έπρεπε ν’ ακολουθήσει θεραπείες, οι δημιουργοί δεν παρέλειψαν να δείξουν ότι ταυτόχρονα η ζωή, με όλες τις πιέσεις της, συνεχιζόταν στο σπίτι και στο κόμμα της ασθενούς, η οποία, προφανώς, παρέμενε μητέρα, πολιτικός και υποψήφια στις εκλογές.
Το να σκεφτόμαστε πως μόνο οι υπέργηροι, ή όσοι δεν προσέχουν, ή οι «εξαιρέσεις» (βλ. καλλιτέχνες) παθαίνουν πράγματα, έχει μια παρηγορητική διάσταση σε μεταφυσικό επίπεδο και είναι πολύ βολική σε πολιτικό επίπεδο. Το ανέμελο κλισέ του νέου, υγιούς party animal που η μόνη σωματική του ενόχληση είναι τα χανγκόβερ δεν συμβιβάζεται, όμως, με τις έρευνες που μελετούν την κακή ψυχική υγεία πολλών νέων τώρα ή τα καινούργια εργατικά ατυχήματα που αποδεδειγμένα προκαλεί η μονότονη, μοναχική, πολύωρη και επισφαλής εργασία online και offline.
Όμως, όσο μένει στη σκιά η αξία της πρόσβασης στην υγεία, μπορούν να μένουν στη σκιά και ο απαιτήσεις για μισθούς και επιβραβεύσεις σ’ αυτούς που την παρέχουν. Είναι πολλαπλά βολική η ιδέα ότι η ανάγκη για φροντίδα είναι κατ’ εξαίρεση.
Μικρότερη κι εγώ είχα αντιδράσει απαίσια και ανεύθυνα σε εξομολογήσεις φίλων που είχαν κάποιου είδους σοβαρή αρρώστια. Δεν είχα το πλαίσιο που θα με βοηθούσε να αντιδράσω. Δεν ήξερα τι υποτίθεται πως έπρεπε να πεις σε κάποιον που αρρωσταίνει σοβαρά, αλλά δεν είναι ο παππούς σου. Ταυτόχρονα, προφανώς δεν μπορούσα να το μεταβολίσω ‒ φοβόμουν.
Αλλά δεν έφταιγα μόνο εγώ. Η τηλεόραση, σημαντικό στοιχείο διαμόρφωσης των παιδιών στα ’00s κι αργότερα ο mainstream δημόσιος διάλογος δεν αναφέρονταν συχνά σε τέτοια πράγματα. Ή το έκαναν μελοδραματικά, με ρεπορτάζ που τόνιζαν την ιδιαιτερότητα της ατυχούς περίπτωσης, ή ασχολούνταν μόνο με σπάνιες περιπτώσεις που γίνονταν θέαμα.
Αυτό σκεφτόμουν, στα είκοσι εννιά μου πια, καθώς εμφανίστηκε στη σαχλοσειρά που με νανουρίζει γαλήνια ο όμορφος καρκινοπαθής με αέρα μοντέλου σε βιντεοκλίπ της δεκαετίας του ’90. Κι ότι θα ήθελα να την είχα δει μικρότερη. Κι ότι όλοι διαρκώς ψάχνουν ένα αστείο, ανάλαφρο και προφανώς ψεύτικο πλαίσιο για να στριμώξουν τα υπαρξιακά τους.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.