ΤΟ ΠΕΔΙΟ ΤΟΥ ΚΟΜΜΑΤΙΚΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ, από τις εκλογές έως σήμερα, χαρακτηρίζεται από σταθερή πολιτική υπεροχή της ΝΔ. Η υπεροχή της στηρίχτηκε σε κάποιους πυλώνες: στην αποτελεσματική διαχείριση κρίσεων (π.χ. Έβρος, 1η φάση της πανδημίας κ.ά.), οι οποίες της έδωσαν έξτρα πολιτικό κεφάλαιο, στην προσωπική εικόνα του κ. Μητσοτάκη, στη βελτίωση οικονομικών δεικτών που υποστηρίζουν ένα αφήγημα για την πορεία της χώρας, στην εμφανή πρόοδο σε κάποιους τομείς (ψηφιοποίηση, μείωση ανεργίας, δημόσια έργα κ.λπ.) και στη στήριξη όσων επλήγησαν την περίοδο της πανδημίας (με επιδόματα κ.λπ.). Κυρίως, δε, σε μια οριζόντια πεποίθηση ότι η ΝΔ εκφράζει πιο πειστικά το αίτημα για επιστροφή στην «κανονικότητα» μετά από μια ταραγμένη δεκαετία.
Αρκετοί ψηφοφόροι δεν θεωρούν την κυβέρνηση ιδανική, αλλά αναγνωρίζουν ότι «το παλεύει» σε δύσκολες συνθήκες, ότι «γίνονται βήματα» και ότι κάποιες ανησυχίες που υπήρχαν (κυρίως στο πεδίο της κοινωνικής πολιτικής) διαψεύστηκαν. Ο συνδυασμός των παραπάνω είναι ο λόγος της καταγραφόμενης πολιτικής υπεροχής της ΝΔ.
Σήμερα η κυβέρνηση βρίσκεται στο δυσκολότερο σημείο της θητείας της, καθώς για πρώτη φορά αμφισβητείται ο πυρήνας του αφηγήματός της. Η διαχείριση της πρόσφατης θεομηνίας ήταν προβληματική και αυτό λειτουργεί σωρευτικά με τις καλοκαιρινές πυρκαγιές. Στη διαχείριση της πανδημίας δεν είμαστε πλέον χώρα-πρότυπο, όπως στην πρώτη φάση.
Το μεγαλύτερο αγκάθι όμως για την κυβέρνηση είναι οι διεθνείς πληθωριστικές τάσεις, οι οποίες αποδυναμώνουν το κεντρικό της μήνυμα για ισχυρή ανάπτυξη και θετικές προοπτικές της χώρας. Οι (πράγματι καλές) επιδόσεις της οικονομίας υπονομεύονται από το κύμα ακρίβειας που πλήττει τα νοικοκυριά.
Το γεγονός ότι το πρόβλημα είναι σε μεγάλο βαθμό εξωγενές λειτουργεί ελαφρυντικά για την κυβέρνηση, γι’ αυτό δεν έχει ακόμα αντίστοιχα μεγάλο πολιτικό κόστος. Όσο παρατείνεται, όμως, η κοινωνική δυσαρέσκεια θα μεγαλώνει και το ποιος ευθύνεται θα μετράει λιγότερο.
Σήμερα η κυβέρνηση βρίσκεται στο δυσκολότερο σημείο της θητείας της, καθώς για πρώτη φορά αμφισβητείται ο πυρήνας του αφηγήματός της. Η διαχείριση της πρόσφατης θεομηνίας ήταν προβληματική και αυτό λειτουργεί σωρευτικά με τις καλοκαιρινές πυρκαγιές. Στη διαχείριση της πανδημίας δεν είμαστε πλέον χώρα-πρότυπο, όπως στην πρώτη φάση.
Διαθέτει όπλα αντιμετώπισης η κυβέρνηση; Ασφαλώς. Ο κ. Μητσοτάκης έχει ακόμα απόθεμα προσωπικής αξιοπιστίας. Η εναλλακτική επιλογή θεωρείται προβληματική. Οι θετικές προοπτικές της οικονομίας μπορούν να απορροφήσουν μέρος των πληθωριστικών τάσεων και να εμπεδώσουν την αίσθηση ότι «παρά τις δυσκολίες, τα πράγματα βελτιώνονται». Ως κυβέρνηση θα καθορίσει την πολιτική ατζέντα. Σίγουρα, πάντως, χρειάζεται να αναπροσαρμόσει σε κάποια στοιχεία και τη στρατηγική και τις στοχεύσεις της.
Στο απέναντι στρατόπεδο, το μεγαλύτερο πρόβλημα του κ. Τσίπρα παραμένει η εμμονή του να συνομιλεί αποκλειστικά με έναν πυρήνα φανατικών. Οι παρεμβάσεις του τις περισσότερες φορές δεν απευθύνονται στον μέσο ψηφοφόρο αλλά στο κοινό του Twitter. Η οξύτητα σε κάθε δημόσια παρουσία του είναι πλέον κανόνας, με αποτέλεσμα να δημιουργεί την εντύπωση ότι αισθάνεται άνετα μόνο μέσα σε ένα τοξικό περιβάλλον κοινωνικής έντασης, τα οποίο και επιδιώκει. Ότι ποντάρει στις κρίσεις, ίσως επειδή «η κανονικότητα δεν είναι ευκαιρία για την αριστερά», όπως είχε πει και ένα στέλεχός του.
Ο ΣΥΡΙΖΑ εκτινάχθηκε πολιτικά σε ένα τέτοιο περιβάλλον, στις αρχές της περασμένης δεκαετίας, αλλά οι συνθήκες σήμερα είναι διαφορετικές. Αυτός είναι ο βασικός λόγος που η στρατηγική του δεν αποδίδει. Όχι επειδή ο κ. Τσίπρας είναι κακός περφόρμερ –κάθε άλλο– αλλά επειδή η εικόνα που περιγράφει ο ΣΥΡΙΖΑ είναι αναντίστοιχη με το κοινωνικό κλίμα. Και γιατί η πόλωση που καλλιεργεί προκαλεί αντισυσπειρώσεις.
Θα περίμενε κανείς ότι μετά από δυόμισι χρόνια πενιχρών πολιτικών αποτελεσμάτων αυτή η στρατηγική θα είχε εγκαταλειφθεί. Αντιθέτως, η οξύτητα μοιάζει να κλιμακώνεται. Ο ΣΥΡΙΖΑ σήμερα μοιάζει να έχει παραδοθεί σε συγκεκριμένα πρόσωπα (στελέχη του ή υποστηρικτές του σε ΜΜΕ και social media), τα οποία καθορίζουν τη γραμμή και την εικόνα του κόμματος.
Υπάρχει, μάλιστα, ένα παράδοξο. Θεωρητικά ο κ. Τσίπρας επιδιώκει τη μετακίνηση προς το κέντρο και την απομάκρυνση από τον «ΣΥΡΙΖΑ του 3%», η οξύτητα όμως δεν καλλιεργείται τόσο από τα στελέχη του παλαιού ΣΥΡΙΖΑ, όσο κυρίως από τον στενό προεδρικό πυρήνα και τους νεοπροσήλυτους πασοκογενείς. Από αυτούς δηλαδή που θεωρητικά επιδιώκουν τη μετατόπιση προς το κέντρο! Αν γίνει αντιληπτό το λάθος, ίσως λυθεί και το πρόβλημα…
Όσο για το «new kid in town», τον κ. Ανδρουλάκη, η συζήτηση στη Βουλή έδειξε τις δυσκολίες που θα έχει σε ένα περιβάλλον αυξανόμενης έντασης. Το επόμενο διάστημα το ΚΙΝ.ΑΛ. δεν θα αντιμετωπίζεται με συγκατάβαση, όπως μέχρι τώρα. Αντιθέτως θα πιέζεται από τις πρωτοβουλίες και κινήσεις των δύο μεγαλύτερων κομμάτων, τα οποία θα προσπαθήσουν να περιορίσουν τις πρόσφατες διαρροές τους προς αυτό.
Η αντιμετώπιση των πιέσεων αυτών δεν θα είναι εύκολη για τον κ. Ανδρουλάκη, καθώς θα πρέπει να διαχειριστεί αντίρροπες τάσεις στο εσωτερικό του ΚΙΝ.ΑΛ. Η παλαιότερη γενιά στελεχών διακατέχεται από αντιδεξιές εμμονές, τις οποίες ωστόσο δεν δείχνει να συμμερίζεται ούτε η νεότερη γενιά ούτε –κυρίως– η εναπομείνασα βάση του κόμματος.
Η αποδοχή του κ. Μητσοτάκη από τη βάση του ΚΙΝ.ΑΛ. είναι (ακόμα τουλάχιστον) μεγαλύτερη από αυτή του κ. Τσίπρα. Οι εισροές που σήμερα φαίνεται να έχει και από τα δύο κόμματα αλλάζουν εύκολα αν μπατάρει άγαρμπα υπέρ της μίας πλευράς ή αν γίνει κάποια άστοχη κίνηση. Η λύση για το ΚΙΝ.ΑΛ. βρίσκεται στη διαμόρφωση διακριτού στίγματος και στην ανάληψη πρωτοβουλιών, ώστε να αποφεύγει τη βάσανο του συνεχούς ετεροπροσδιορισμού. Αλλά αυτό, όσο εύκολα ακούγεται, τόσο δύσκολα γίνεται πράξη.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.