Πληροφορήθηκα για πρώτη φορά γι’ αυτή την δυτικογερμανική (κατά τον IMDb) παραγωγή πριν πολλά χρόνια, όταν είχε πέσει στα χέρια μου το μνημειακό βιβλίο της Anna - Martine Lucciano «Γιάννης Χρήστου/ Έργο και Προσωπικότητα ενός Έλληνα Συνθέτη της Εποχής μας» [Βιβλιοσυνεργατική, 1987].
Εκεί, στην εργογραφία τού Χρήστου, αναφερόταν και η συγκεκριμένη ταινία του Philip Saville, τη σκηνική μουσική της οποίας είχε αναλάβει ο θρυλικός πια έλληνας συνθέτης. Υπήρχε μάλιστα και μια σημείωση του μεταφραστή (και γνωστού μουσικολόγου/ μουσικοκριτικού) Γιώργου Λεωτσάκου, στο κάτω μέρος της σελίδας, που από τότε μου είχε κάνει, για δύο διαφορετικούς λόγους, ιδιαίτερη εντύπωση. Έγραφε ο Λεωτσάκος:
«Η μόνη μουσική, που έγραψε ποτέ ο Χρήστου για να κερδίσει χρήματα. Με τα χρήματα αυτά (τα πορθμεία του στον Χάροντα, θάλεγε κανένας!) αγόρασε τη μοιραία ‘Κορτίνα’, το αυτοκίνητο που τον οδήγησε στο θάνατο».
Ως γνωστόν ο Γιάννης Χρήστου σκοτώθηκε σε αυτοκινητικό δυστύχημα την 8/1/1970, στα 44 χρόνια του…
Η ταινία "Oedipus the King" του Philip Saville γυρίστηκε εξολοκλήρου στην Ελλάδα (βασικά στο αρχαίο θέατρο της Δωδώνης), με τη συμμετοχή πολλών ελλήνων ηθοποιών και τεχνικών, και προβλήθηκε, τιμής ένεκεν, σε παγκόσμια πρεμιέρα στην Αθήνα περί τον Μάρτιο του '68. Η μουσική του Γιάννη Χρήστου ήταν ένα από τα ενδιαφέροντα στοιχεία της...
Πέρα από το μακάβριο και μοιραίο του πράγματος (που εντοπίζει ανατριχιαστικά ο Λεωτσάκος) υπήρχε και κάτι άλλο, που δεν μου καθόταν και τόσο καλά στη σημείωση. Είχε ανάγκη ο ευκατάστατος Χρήστου τα χρήματα ενός σάουντρακ, για ν’ αγοράσει αυτοκίνητο;
Ο Νίκος Μαμαγκάκης στην βιογραφία του, που έχει επιμεληθεί ο Πάνος Χρυσοστόμου ως «Μουσική ακούω, ζωή καταλαβαίνω» [Άγκυρα, 2006], αναφέρει το εξής σχετικό με το θέμα μας:
«Είχε έρθει εδώ (σ.σ. στην Ελλάδα εννοεί) ένας παραγωγός (σ.σ. ο Michael Luke) για να γυρίσει τον “Οιδίποδα” με τον Όρσον Ουέλς. Ο σκηνοθέτης είχε ακούσει τη μουσική μου και ήθελε εμένα. Ο παραγωγός, όμως, ήταν συμμαθητής του Χρήστου στο Χάρβαρντ ή στο Κέιμπριτζ, δεν θυμάμαι που ακριβώς, και πρότεινε εκείνον.
Του είπα τότε: “Γιάννη, εσένα δεν σου χρειάζονται και πολύ τα χρήματα, εγώ έχω μωρό παιδί, άσε με να το κάνω, αφού με θέλει κι ο σκηνοθέτης”. Ήμουν τότε σε άθλια οικονομική κατάσταση. Ο Χρήστου αρνήθηκε, και φυσικά έκανε την ταινία… Και αυτή ήταν και η τελευταία κουβέντα που κάναμε ποτέ σαν φίλοι, μπροστά στο στούντιο ΕΡΑ… Έγινε μετά η χούντα και έφυγα ξανά εγώ στη Γερμανία, και το 1970 καθώς είμαι εκεί, Γενάρη μήνα, και κρατώ μια κιθάρα και παίζω, χτυπά το τηλέφωνο… Είναι ο Γιάννης Παπαϊωάννου, ο μουσικολόγος, που μου λέει: “Σκοτώθηκε ο Χρήστου…”. Και δίνω μια και σπάω τη χορδή, την μπάσα…».
Δεν χρειάζεται να πω, για να μην υπάρξει παρεξήγηση, πως ο Μαμαγκάκης εκτιμούσε απεριόριστα τον Γιάννη Χρήστου, αφού σημειώνει λίγο πιο πριν πως… «δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ήταν ένας από τους πιο συγκροτημένους μουσικούς που είχα γνωρίσει ποτέ, και σαν μαέστρος πραγματικά πολύ μεγάλος, θα μπορούσε να διευθύνει άνετα», για να συμπληρώσει αμέσως μετά πως… «ήταν ένας χαριτωμένος άνθρωπος, άλλα όπως όλοι αυτοί οι άνθρωποι που δεν έχουν αυτά τα προβλήματα επιβίωσης που έχουμε όλοι εμείς οι υπόλοιποι, είναι σίγουρο ότι διαμορφώνονται αλλιώς, ακόμα και ο ανθρωπισμός τους είναι διαφορετικός…».
Η δική μου άποψη είναι πως ο Χρήστου δεν έκανε την ταινία για τα λεφτά. Θα ήταν παράξενο κάτι τέτοιο. Πρέπει να την έκανε επειδή είχε την ανάγκη προβολής τού ονόματός του (και του έργου του) στο εξωτερικό, ή κάπως σαν πρόκληση. Μάλλον θεώρησε την ταινία σαν «ευκαιρία». Οι μουσικές του δεν ήταν από εκείνες που ενδιέφεραν τους περισσότερους, οπότε ένα επιτυχημένο σάουντρακ θα μπορούσε να στρέψει πιο πολλά αυτιά (κυρίως επαϊόντων από την αλλοδαπή) προς το μέρος του. Πιθανώς και να συνέβη… σ’ ένα μικρό βαθμό.
Η μουσική δεν ήταν μεγάλη σε διάρκεια, τουλάχιστον δεν χρησιμοποιήθηκε πολύ στην ταινία. Όπου, όμως, ακούγεται (προσέξτε την στην αρχή και στο τέλος) είναι εντυπωσιακή. Όχι όπως οι «ανάλογες» επενδύσεις του για τις παραστάσεις του Εθνικού Θεάτρου και του Θεάτρου Τέχνης («Αγαμέμνων», «Πέρσες», «Βάτραχοι») που είχαν προηγηθεί, αλλά σίγουρα μια σοβαρή… κινηματογραφική συνέχεια εκείνων. Μαγνητοταινία, χορωδιακά φωνητικά, οργανικά κρεσέντα, πολλά κρουστά… ένας απόηχος των «Περσών» θα μπορούσε να υποστηρίξει κάποιος και ίσως μια προετοιμασία για τον καθ’ ολοκληρίαν ηλεκτρονικό «Οιδίποδα Τύραννο» του Κουν, ένα χρόνο αργότερα (Λονδίνο, Aldwych Theatre, 22/5/1969).
Η ταινία “Oedipus the King”, θα πρέπει να το πούμε αυτό, γυρίστηκε εξολοκλήρου στην Ελλάδα (βασικά στο αρχαίο θέατρο της Δωδώνης), με τη συμμετοχή πολλών ξένων (Christopher Plummer, Lilli Palmer, Richard Johnson, Orson Welles…), όπως και ελλήνων ηθοποιών και τεχνικών, για να προβληθεί, τιμής ένεκεν, σε παγκόσμια πρεμιέρα στην Αθήνα περί τον Μάρτιο του ’68.
Σαν ταινία, πάντως, δεν λέει πολλά πράγματα. Θέλω να πω πως αν εξαιρέσεις την ελληνική της περιπέτεια, που έχει διάφορα επεισόδια (σοβαρά και λιγότερο σοβαρά), το ενδιαφέρον της, σαν θέαμα, είναι περιορισμένο. Το αρχαίο θέατρο δύσκολα μεταφέρεται στον κινηματογράφο, χωρίς να είναι κινηματογραφημένο θέατρο και οπωσδήποτε η απόπειρα του Saville δεν ήταν από εκείνες που έκαναν τη διαφορά. Σίγουρα η μουσική του Γιάννη Χρήστου είναι από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία τού“Oedipus the King”, ενώ, όπως και να το κάνουμε, έχει την αξία του να βλέπεις τον Μίνωα Αργυράκη π.χ. ως μέλος του χορού, πίσω από τον Κορυφαίο Donald Sutherland.
Μέλη του χορού ήταν επίσης οι Μανώλης Δεστούνης, Γιώργος Διαλεγμένος, Τάκης Εμμανουήλ κ.ά., κάποιους πρωταγωνιστικούς ρόλους είχαν ο Δήμος Σταρένιος και ο Αλέξης Μανθεάκης, ενώ στο τεχνικό τμήμα συναντάμε τον γνωστό για τις ελληνικές ταινίες του οπερατέρ Walter Lassally, την ενδυματολόγο Ντένη Βαχλιώτη, τους Μικέ Καραπιπέρη και Τάσο Ζωγράφο (στο art department και τα κοστούμια), τους βοηθούς σκηνοθέτες Χρήστο Κεφάλα (« Η Κρουαζιέρα του Τρόμου») και Γιώργο Σταμπουλόπουλο («Ανοιχτή Επιστολή», «Δύο Ήλιοι στον Ουρανό») και άλλους πολλούς και διαφόρους…
Μάλιστα ο τελευταίος (ο Σταμπουλόπουλος) θυμάται τη γνωριμία του με τον Orson Welles, σ’ ένα πολύ ενδιαφέρον κείμενο που είναι αναρτημένο στο filmiconjournal.com. Μεταφέρω χαρακτηριστικά αποσπάσματα:
«(…)Ανάμεσα στις πολλές ευθύνες που επωμίστηκα χωρίς να θέλω, είχα και την αγωνία για το αν θα εμφανιστεί ποτέ ο Orson Welles ή αν θα έπρεπε ν’ αναζητήσουμε έγκαιρα κάποιον αντικαταστάτη στην περίπτωση που δεν θα ερχόταν.(…)
Αυτή ήταν πάνω κάτω η κατάσταση τις πρώτες εβδομάδες, αλλά όσο πλησίαζε η μέρα που, υποτίθεται, θα εμφανιζόταν ο Orson Welles, τόσο εμένα μ’ έζωναν τα φίδια κι έθετα ξανά και ξανά το θέμα του αντικαταστάτη στον παραγωγό Michael Luke. Περιέργως όμως τόσο αυτός όσο και μια αμερικανίδα γραμματέας παραγωγής –που δε θυμάμαι το όνομά της– έδειχναν να μην ανησυχούν ιδιαίτερα και με διαβεβαίωναν πως θα έρθει οπωσδήποτε. Η γραμματέας μάλιστα μου έλεγε πως είχε μιλήσει μαζί του η ίδια τηλεφωνικά πριν ένα μήνα, όταν ο Welles βρισκόταν κάπου στο Χονγκ Κονγκ, και είχαν ορίσει και την ημερομηνία, αλλά και την ώρα, που θα ερχόταν μόνος του στα Γιάννενα. Τώρα, από πού κι ως πού ένας αμερικανός ηθοποιός, και μάλιστα ο Orson Welles, θα μπορούσε να βρεθεί ξαφνικά από το Χονγκ Κονγκ στα Γιάννενα χωρίς κανείς από την παραγωγή να τον παραλάβει από το αεροδρόμιο στην Αθήνα και να τον φέρει, μου φαινόταν πολύ παράξενο, αλλά δεν ήθελα και να επιμείνω (…).
Η ώρα που είχε ορίσει ο ίδιος ήταν γύρω στις έξι το απόγευμα.(…)
Το Χωλ του Ξενία ήταν τελείως άδειο εκείνο το απόγευμα. Όλοι είχαν εξαφανιστεί ως δια μαγείας με πρώτο και καλύτερο τον σκηνοθέτη. Παραγωγός, ηθοποιοί, τεχνικοί κι υπεύθυνοι της παραγωγής, Έλληνες και ξένοι, όλοι άφαντοι. Ψυχή. Φόβος και τρόμος είχε καταλάβει τους πάντες, μόνο και μόνο στην ιδέα πως υπήρχε περίπτωση να έρθουν φάτσα με φάτσα με το ‘ιερό τέρας’. Είχα κι εγώ την αγωνία μου, δε λέω, αλλά ούτε που μου πέρασε από το μυαλό να το σκάσω. Με τίποτε δεν θα έχανα αυτή τη μοναδική εμπειρία –αν φυσικά εμφανιζόταν– κι έκατσα και περίμενα. Σε μια στιγμή μάλιστα που είδα την γραμματέα έτοιμη να το σκάσει κι εκείνη, την άρπαξα απ’ το χέρι και την κράτησα μαζί μου με το ζόρι. Αν μη τι άλλο, αν εμφανιζόταν τελικά ο Orson Welles, να υπήρχε κι ένας άνθρωπος της παραγωγής να τον υποδεχτεί.
Και ξαφνικά, γύρω στις έξι, σταματάει μπροστά στην είσοδο του Ξενία ένα ταξί –απ’ αυτά που λέγαμε τότε ‘πειρατικά’– μ’ ένα τεράστιο μεταλλικό κιβώτιο στη θέση του συνοδηγού, που στην αρχή το πέρασα για μπαούλο με ρούχα. Ο οδηγός κάνει το γύρο του αυτοκινήτου βιαστικός κι ανοίγει την πίσω πόρτα απ’ όπου –ω του θαύματος– βγαίνει αυτοπροσώπως ο Orson Welles, ακολουθούμενος από μια Ιταλίδα, αν θυμάμαι καλά, πολύ εντυπωσιακή. Οι υπάλληλοι του ξενοδοχείου τρέχουν να ξεφορτώσουν τις βαλίτσες, ενώ η γραμματέας που τον υποδέχθηκε τον οδηγεί στη ρεσεψιόν για τα τυπικά. Μέχρι να γίνουν οι απαραίτητες διαδικασίες, ο οδηγός –που ήταν συστημένος από έλληνα φίλο του Welles– πρόλαβε να μου εξηγήσει πως το μεταλλικό κιβώτιο (ένα είδος αυτοσχέδιου ψυγείου πάγου), όταν ξεκίνησαν απ’ την Αθήνα ήταν γεμάτο σαμπάνιες και ψητά κοτόπουλα και τώρα είναι ζήτημα αν είχε μείνει τίποτα μέσα. Αυτή ήταν κι η πρώτη μου εντύπωση από το αδηφάγο ‘ιερό τέρας’ που μας ήρθε…(…)».
Η ταινία, που γυρίστηκε το καλοκαίρι του ’67, το πρώτο καλοκαίρι της χούντας δηλαδή, δεν πέρασε… απαρατήρητη από το καθεστώς. Στα «επίκαιρα» της εποχής και βλέποντας τον Orson Welles να φθάνει στην Αθήνα, ακούμε τα εξής:
«Παρά τα κακόβουλα και επαίσχυντα ψεύδη των εχθρών της Ελλάδος, η αλήθεια δια την εσωτερικήν κατάστασιν εις την χώρα μας έλαμψε. Αι αφίξεις των ξένων εις την Ελλάδα είναι καθημεριναί»…
Δεν ξέρω με τι να πρωτογελάσω. Με τον Orson, που περιδρόμιασε ένα ολόκληρο ψυγείο, γεμάτο με κοτόπουλα και σαμπάνιες στη διαδρομή Αθήνα-Γιάννενα, ή με τις προπαγανδιστικές αηδίες των «επικαίρων»;
σχόλια