Τρεις Έλληνες σεφ μαγειρεύουν στα πέρατα της γης

Τρεις Έλληνες σεφ μαγειρεύουν στα πέρατα της γης Facebook Twitter
0

Τρεις Έλληνες σεφ μαγειρεύουν στα πέρατα της γης Facebook Twitter
Αν αποφάσιζα να γυρίσω στην Ελλάδα, δεν θα με απασχολούσε ιδιαίτερα σε ποιο μέρος θα πήγαινα – ακόμα και στο πιο απομακρυσμένο χωριό ο καθένας μας μπορεί να περάσει όμορφα...


Δόξης Μπεκρής 

Υπεύθυνος και διευθύνων σεφ για όλα τα ξενοδοχεία Fairmont της Αφρικής

Γεννήθηκα στη Ρόδο και αποφάσισα να ασχοληθώ με τη μαγειρική βοηθώντας τη μητέρα μου, ιδίως όταν έφτιαχνε γλυκά (κι εγώ κλασικά έγλειφα το άδειο μπολ από το κέικ).

Πήγα σε σχολή τουριστικών επαγγελμάτων. Πήρα πτυχίο στη Διοίκηση Ξενοδοχείων (University of Wolverhampton) και παρακολούθησα ένα ταχύρρυθμο εκπαιδευτικό πρόγραμμα για σεφ στο Culinary Institute (CIA) στη Νάπα της Καλιφόρνια.

Ξεκίνησα από πολύ χαμηλά, αλλά είχα την τύχη να δουλέψω με πολύ καλούς μάγειρες και σεφ. Ακόμα και τώρα έχω την τύχη να βρίσκω τέτοιους στην πορεία μου αλλά και να μαθαίνω από συναδέλφους και φίλους – όχι απαραίτητα διάσημους. Εξάλλου, σημασία έχει να δώσεις εσύ ο ίδιος αξία σε αυτά που μαθαίνεις και όχι να αρκείσαι στη θεωρία που μαθαίνεις από τους ειδήμονες του κάθε στυλ μαγειρικής.

Η μαγειρική υψηλού επιπέδου είναι ένα πολύ ιδιαίτερο στυλ μαγειρικής, που ίσως πολλοί μπορούν να αντιληφθούν αλλά λίγοι να εκτελέσουν.

Η δε μαγειρική όλων εμάς των υπολοίπων (μια και δεν θεωρώ τον εαυτό μου μεγάλο σεφ) είναι υποκειμενική και καθαρά προσωπική υπόθεση.

Είχα την τύχη να δουλέψω με τον ίδιο τον Gordon Ramsay και τον Marco Pierre White στο Λονδίνο, τον Daniel Boulud στη Νέα Υόρκη, να κάνω stage με αρκετούς γνωστούς σεφ, όπως οι Ferran Adria, Martin Berasategui, Raymond Blanc και Thomas Keller, χωρίς να δυσκολευτώ ιδιαίτερα.

Αν είναι να αναφέρω κάποιους «δασκάλους» μου, θα συμπεριλάβω πρώτα τους γονείς μου, την Άννα και τον Αντώνη, που με έμαθαν να τρώω σωστά και τα πάντα από μικρός (θέλοντας και μη...) και να μην πετάω το φαγητό μου. Τα σουτζουκάκια της μαμάς μου, το γίδινο του μπαμπά μου... Αν ο παράδεισος είχε γεύση, τότε θα ήταν κάπως έτσι!

Είχα επίσης την τύχη να δουλέψω με τον ίδιο τον Gordon Ramsay και τον Marco Pierre White στο Λονδίνο, τον Daniel Boulud στη Νέα Υόρκη, να κάνω stage με αρκετούς γνωστούς σεφ, όπως οι Ferran Adria, Martin Berasategui, Raymond Blanc και Thomas Keller, χωρίς να δυσκολευτώ ιδιαίτερα. Στην Ελλάδα σέβομαι τους πάντες για ό,τι έχουν καταφέρει στον χώρο αυτό κι έχω κάνει πολλούς φίλους που τους αγαπώ και με αγαπάνε συναδελφικά – μεταξύ μας υπάρχει αμοιβαίος σεβασμός. Ο Λευτέρης Λαζάρου και ο Έκτορας Μποτρίνι με ξέρουν από τα πρώτα μου βήματα στην Ελλάδα. Σέβομαι και βοηθώ όσο μπορώ φίλους και νεαρά παιδιά, όπως με στήριξαν κι εμένα όταν ξεκινούσα. Ο Απόστολος Δήμου, ο Θεόδωρος Καρίνος, ο Βαγγέλης Λιακούρης, ο Γιώργος Μαυρογιαννόπουλος, ο Άρης Αθανασίου, ο Αλέξης Σάκαρης, ήταν στην μπριγκάντα μου και τώρα διευθύνουν οι ίδιοι κουζίνες εστιατορίων και ξενοδοχείων. Ανταλλάσσουμε ακόμα απόψεις και αυτή είναι για μένα μια μεγάλη βοήθεια αλλά και βαθιά ικανοποίηση.

Δεν θα χαρακτήριζα την κουζίνα που μαγειρεύω «διεθνή» ή με κάποιο συγκεκριμένο άρωμα ή γεύση. Φροντίζω πάντα, όπου εργάζομαι, να αφουγκράζομαι την περιοχή και τα προϊόντα που παράγει, την κουλτούρα του κόσμου και, φυσικά, τις ανάγκες της επιχείρησης για την οποία δουλεύω.

Με εξιτάρει να ανακαλύπτω καινούργια ντόπια προϊόντα, τεχνικές και μαγειρικές συνταγές στο μέρος όπου δουλεύω κάθε φορά και σε αυτό τον άξονα κινούμαι όταν δημιουργώ τα μενού μου. Έτσι, πετυχαίνω να κάνω αυθεντικές συνταγές με διαφορετικές γεύσεις και μενού με παιχνιδιάρικες παρουσιάσεις. Όσο για την κουζίνα που μου αρέσει περισσότερο, το είπα και πριν, είναι η κουζίνα της μαμάς, με επόμενη αγαπημένη την ασιατική κουζίνα, από τα ψητά της Μογγολίας μέχρι το γιαπωνέζικο σούσι, τα κινέζικα νουντλς και ντιμ σαμ, τα ταϊλανδέζικα κάρι και τα μαγειρευτά της Κορέας...

Δεν είναι αυτή η πρώτη φορά που εργάζομαι στο εξωτερικό. Τα πιο πολλά χρόνια της καριέρας μου έχω δουλέψει εκτός Ελλάδας. Η απόφαση να φύγω δεν ήταν δύσκολη, μια και η εταιρεία για την οποία εργάζομαι τώρα (FRHI, Fairmont Hotels and Resorts) είναι η εταιρεία όπου δούλευα πριν έρθω στην Ελλάδα για να συνεργαστώ με την Costa Navarino. Με πλησίασαν και μου ζήτησαν να αναλάβω ως Group Chef όλα τα ξενοδοχεία τους στην Αφρική – η προσφορά τους έκανε εύκολη την απόφασή μου...

Ποτέ δεν δέχτηκα μια δουλειά σκεπτόμενος το χρηματικό, ούτε ξεκίνησα να κάνω αυτό το επάγγελμα για να πλουτίσω. Στους σεφ τα χρήματα έρχονται εκ του αποτελέσματος. Κάθε φορά που κάπου πετύχαινα κάτι η επόμενη προσφορά ήταν πάντα καλύτερη.

Επιμένω να βλέπω πάντα τα πράγματα θετικά, το «ποτήρι μισογεμάτο», και γι' αυτό δεν δυσκολεύτηκα ιδιαίτερα κάπου εκτός Ελλάδας. Δύσκολες στιγμές υπήρξαν και θα υπάρξουν κι άλλες, αλλά ποτέ δεν θα με αποτρέψουν από το να διασκεδάζω με αυτό που κάνω.

Ταξιδεύω μόνο με μια βαλίτσα με τα απαραίτητα και χτίζω τη ζωή μου πάντα στον τόπο όπου βρίσκομαι, ανάλογα με το κλίμα, τον χώρο και τους ανθρώπους που με περιβάλλουν. Πάντα όμως παίρνω μαζί μου την ταπεινή μου περηφάνια ως Έλληνας, δεν την αποχωρίζομαι ποτέ. Θα ήθελα βέβαια να έχω μαζί μου το τζιπ μου, το Classic Mini Cooper, τη Harley, το Scooter Lambretta του 1962, τα πανιά του kite surf, τους γονείς μου, τα αδέρφια μου Μαρία, Γιώργο και Τάσο, τα ανίψια μου, τα σκυλάκια μου και την Κίρκη, το άλογό μου. Αν μπορούσα, θα έφερνα τη μισή Ελλάδα, τους φίλους μου και τους συγγενείς μου...

Ταξιδεύω μόνο με μια βαλίτσα με τα απαραίτητα και χτίζω τη ζωή μου πάντα στον τόπο όπου βρίσκομαι, ανάλογα με το κλίμα, τον χώρο και τους ανθρώπους που με περιβάλλουν. Πάντα όμως παίρνω μαζί μου την ταπεινή μου περηφάνια ως Έλληνας, δεν την αποχωρίζομαι ποτέ.

Όταν έφτασα στην Κένυα, εντυπωσιάστηκα με την καλοσύνη και την ευγένεια του κόσμου και κατάλαβα πόσο λάθος είναι η αντίληψη ότι στην Αφρική ζουν ακόμα στον Μεσαίωνα... Είναι μια πανέμορφη χώρα, με καλοσυνάτους ανθρώπους, που ο καθένας μας θα έπρεπε να επισκεφτεί μια φορά στη ζωή του, όχι μόνο για να δει τις ομορφιές της αλλά και για να δώσει αξία σε άλλα, διαφορετικά ιδανικά.

Πραγματική εντύπωση μου έκανε επίσης πόσο αγαπούν κι εκτιμούν τα απλά πράγματα και φαγητά της κουζίνας τους, από έναν καλαμποκένιο χυλό, το ugali, που συνοδεύει κάθε γεύμα τους, μέχρι το sukuma wiki, ένα φαγητό σαν τα δικά μας λαδερά, από λαχανίδα, με ντομάτα και κρεμμύδι. Απλά κι όμως τόσο σημαντικά για τη δική τους μαγειρική κουλτούρα.

Από τα ντόπια υλικά, πάντως, ξεχωρίζει το κρέας τους, ποιοτικό και γευστικό. Στο Fairmont έχουμε μια φάρμα με 2.000 μοσχάρια που μεγαλώνουμε και σιτεύουμε μόνοι μας. Το κλασικό BBQ εδώ λέγεται Nyama Choma κι έχει κάποια πολύ ιδιαίτερα λουκάνικα, όπως το μουτούρα, από μείγμα γίδινου, αρνίσιου και χοιρινού κρέατος. Φιλέτα κροκόδειλου αλλά και ιπποποτάμου υπάρχουν επίσης στα μενού και πάντα εντυπωσιάζουν τους τουρίστες.

Στο μενού όλων των ξενοδοχείων στην Αφρική παρουσιάζουμε και κάποια ελληνικά φαγητά, τη χωριάτικη σαλάτα μας, τον μουσακά, σούπα φακές, αρνάκι στη γάστρα, γαρίδες σαγανάκι με φινόκιο και πολλά παραδοσιακά γλυκά μας, όπως οι λουκουμάδες και οι δίπλες, που μοιάζουν με ορισμένα δικά τους γλυκά! Η ελληνική κουζίνα τούς είναι γνωστή, ιδίως στη βόρεια και νότια Αφρική, και τους αρέσουν πολύ η φέτα, το μανούρι, το κασέρι, η γραβιέρα, όπως και όλες οι συνταγές με θαλασσινά.

Αν αποφάσιζα να γυρίσω στην Ελλάδα, δεν θα με απασχολούσε ιδιαίτερα σε ποιο μέρος θα πήγαινα – ακόμα και στο πιο απομακρυσμένο χωριό ο καθένας μας μπορεί να περάσει όμορφα. Τα δε ξενοδοχεία και εστιατόριά μας τα ζηλεύουν όλοι οι επαγγελματίες σεφ του εξωτερικού. Αν ήταν να φτιάξω κάτι δικό μου... έχω κάτι κατά νου, αλλά ας μην το ανακοινώσουμε ακόμα, θέλει λίγο χρόνο...

Η μεγαλύτερη δυσκολία όταν δουλεύεις στο εξωτερικό είναι η μάχη που δίνεις με τον εαυτό σου μακριά από τους φίλους σου και την οικογένειά σου, από όλα αυτά τα απλά πράγματα που απολαμβάνεις στη χώρα σου, αλλά σου λείπουν όταν είσαι μακριά... Για όλα τα άλλα υπάρχει λύση, αν υπάρχει θέληση...

Σταμάτης Τσίλιας

Σεφ στο Μολών Λαβέ, το πρώτο ελληνικό εστιατόριο της Μόσχας

Τρεις Έλληνες σεφ μαγειρεύουν στα πέρατα της γης Facebook Twitter
Είμαστε μια γενιά που έχουμε ξεφύγει από την «old school» κατάσταση και πάμε να βγάλουμε κάτι διαφορετικό. Καλός ο μουσακάς, καλές οι παλιές τεχνικές, αλλά δεν πρέπει να φοβόμαστε και τις καινούργιες των σύγχρονων εστιατορίων που αναβαθμίζουν την τέχνη του σεφ.


Σπούδασα στη Σχολή Palmier και πρόπερσι πήρα πτυχίο από το NCFE της Αγγλίας, κάτι που μέτρησε για τη δουλειά στη Ρωσία.
Έχω δουλέψει σε πολλά εστιατόρια και ξενοδοχεία, μικρά και μεγάλα, αλλά σε δύο έδειξα κάτι διαφορετικό, στον «Νικόλα της Σχοινούσας» στη Γλυφάδα και στο «Bellagio» στη Μύκονο.

Δούλευα στο Bellagio όταν ένας Ρώσος επιχειρηματίας μού πρότεινε να ανοίξω το πρώτο ελληνικό εστιατόριο στη Μόσχα – θα ήμουν ο πρώτος σεφ στη ρωσική μεγαλούπολη. Τον χειμώνα ήρθαν στην Αθήνα, συζητήσαμε και τότε έβαλα ένα μεγάλο στοίχημα με τον εαυτό μου. Μεγάλο, τόσο λόγω της ξένης γλώσσας όσο και λόγω των προβλημάτων που δημιουργούσε τότε το εμπάργκο ευρωπαϊκών προϊόντων από τη Ρωσία!

Οι προκλήσεις, βέβαια, αποδείχτηκαν περισσότερες όταν πήγα εκεί: άλλη νοοτροπία στο φαγητό (-24 βαθμοί βλέπετε), ελάχιστη γνώση της μεσογειακής κουζίνας και ακόμα λιγότερη της ελληνικής, με εξαίρεση όσους είχαν επισκεφτεί τη χώρα μας και είχαν δοκιμάσει ελληνικό φαγητό – κάπως διαφορετικό, βέβαια, από αυτό που σκεπτόμουν να προσφέρω εγώ στο μενού μου, αφού οι αναφορές τους ήταν από μεγάλα ξενοδοχεία της Ρόδου, της Χαλκιδικής, της Κω και της Κρήτης, με all-inclusive προσέγγιση.

Τα trendy περιοδικά, οι εφημερίδες, η τηλεόραση και το Ίντερνετ στη Μόσχα έδωσαν δημοσιότητα στο «φρικιό με τη Harley» και στο Μολών Λαβέ, κι έτσι αυτά που με χαρακτηρίζουν, τα τατουάζ, η Harley και ελληνική μαγειρική, πήγαν όλα... σετάκι.

Το αρχικό αποτέλεσμα ήταν μια αυτόματη σύγκριση με ό,τι είχαν δοκιμάσει στο παρελθόν. Σύγκριναν, για παράδειγμα, την τούρκικη φάβα που είχαν δοκιμάσει (λόγω εμπάργκο εμείς δεν μπορούσαμε να στείλουμε τη δική μας) με τη σαντορινιά, αλλά καταφέραμε, με έξυπνη τακτική, να τους αρέσουν αυτά που πρότεινα.

Δεν ήθελα ν' αφήσω να χαρακτηριστεί το εστιατόριο «ταβέρνα», γιατί είχαν επενδυθεί πολλά χρήματα, κι έτσι κινήθηκα σε τεχνικές μοριακής κουζίνας.

Δεν έκανα σουβλάκι, ο μουσακάς μας όμως ήταν αξιοπρεπέστατος, αν σκεφτεί κανείς τα μέτρια υλικά με τα οποία έπρεπε να δουλέψουμε. Τόλμησα, δηλαδή, να σερβίρω τον μουσακά με coulis βασιλικού και ντομάτας, για να προσθέσω νοστιμιά και να πρωτοτυπήσω στην εμφάνιση.

Αυτή ήταν η πραγματική δυσκολία: ακόμα κι ένας βασικός ζωμός λαχανικών γινόταν κατόρθωμα, εφόσον καταφέρναμε με τα άνοστα υλικά που είχαμε στη διάθεσή μας να τον φτάσουμε κάπου που να θυμίζει τα αρώματα του ελληνικού, που γίνεται με τα απλούστερα υλικά – τι υλικά όμως... Για παράδειγμα, βρέθηκα να επιλέγω με δυσκολία ανάμεσα σε 12 ποικιλίες ντομάτας από το Ισραήλ μέχρι τον Καύκασο, να χρησιμοποιώ βασιλικό από το Αζερμπαϊτζάν – χώρες με μεγάλα θερμοκήπια για συγκεκριμένα λαχανικά που χρησιμοποιούν οι επαγγελματικές κουζίνες της περιοχής.


Έμεινα στη Μόσχα έναν περίπου χρόνο και η μεγαλύτερη προσωπική δυσκολία ήταν που δεν μπορούσα να βλέπω την κόρη μου, τη Σοφία.
Μέσα στον πρώτο κιόλας χρόνο το εστιατόριο χαρακτηρίστηκε ένα από τα καλύτερα της Μόσχας, ήρθαν τα βραβεία... Το μεγαλύτερο βραβείο, όμως, ήταν οι Έλληνες που ζουν εκεί και απολάμβαναν το φαγητό του Μολών Λαβέ, χαμογελώντας με τη μικρή ελληνική σημαία στο κολάρο της στολής μου. Η γαστρονομική λέσχη Chaine des Rotisseurs Μόσχας διοργάνωσε ένα δείπνο εκεί με θέμα την ελληνική δημιουργική κουζίνα, απονέμοντας αναμνηστική πλακέτα στο εστιατόριο. Έναν μήνα μετά ανέβηκα στην Αγία Πετρούπολη κι έγινα μέλος τους, πήρα τον τίτλο Chef des Rotisseurs, μια σημαντική διάκριση για έναν Έλληνα σεφ, αφού ανήκω πλέον σε μια ένωση με επαγγελματίες από τα top ξενοδοχεία, το Marriott, το Four Seasons, το Hilton.

Τα trendy περιοδικά, οι εφημερίδες, η τηλεόραση και το Ίντερνετ στη Μόσχα έδωσαν δημοσιότητα στο «φρικιό με τη Harley» (το φρικιό εκεί σημαίνει «ασυνήθιστος», «biker», «ανήσυχος», «ασυμβίβαστος») και στο Μολών Λαβέ, κι έτσι αυτά που με χαρακτηρίζουν, τα τατουάζ, η Harley και ελληνική μαγειρική, πήγαν όλα... σετάκι.

Τρεις Έλληνες σεφ μαγειρεύουν στα πέρατα της γης Facebook Twitter
Κολοκύθα ψητή με κρέμα κανέλας και παγωμένο γιαούρτι με μπισκότο καραμέλας και αμυγδάλου.

Όταν πέρσι τον Μάιο πάρκαρα την αγαπημένη μου Harley Road King '98 Chopper στο... σαλόνι του σπιτιού μου στο Αιγάλεω κι έφυγα για Μόσχα, το μαγαζί ήταν ακόμα οικοδομή. Βγάλαμε τα σχέδια της κουζίνας κι επέστρεψα για τις Ημέρες Γαστρονομίας στο Μπενάκη ως Food Stage Coordinator.

Εκεί έκανα ένα μάθημα για τη διατροφική αξία των τροπικών φρούτων και σχεδίασα μερικά πιάτα από... τα Χόμπιτ (ένα φιλέτο ψαριού φτιαγμένο σε φύλλο μπανανιάς) κι ένα γλυκό (μάφιν με ξηρούς καρπούς και σταφίδα) που έδειχναν πόσο λιχούδικα είναι τα Χόμπιτ! Είχε επιτυχία, ο κόσμος ζητούσε συνταγές κι έκαναν εντύπωση τα πιάτα... όχι μόνο τα τατουάζ μου!

Απαντούσα ότι έχω τατουάζ όχι επειδή είμαι σεφ αλλά επειδή είμαι μηχανόβιος, όπως είναι και ο Δόξης και ο Κατριβέσης. Και οι δυο με έχουν βοηθήσει και στηρίξει πολύ με τις γνώσεις τους – respect και στους δυο! Μαγειρικά ξεχωρίζω ακόμα τον Αθηναγόρα Κωστάκο, τον Αλέξανδρο Χαραλαμπόπουλο, παιδιά που τα νιώθω πιο κοντά στη δική μου νοοτροπία. Ποια είναι αυτή; Είμαστε μια γενιά που έχουμε ξεφύγει από την «old school» κατάσταση και πάμε να βγάλουμε κάτι διαφορετικό. Καλός ο μουσακάς, καλές οι παλιές τεχνικές, αλλά δεν πρέπει να φοβόμαστε και τις καινούργιες των σύγχρονων εστιατορίων που αναβαθμίζουν την τέχνη του σεφ.

Το πιάτο που με εκφράζει, αλλά ποτέ δεν παρουσίασα στη Μόσχα, είναι ένα ορεκτικό με βάση την κινόα, με ζωμό χωριάτικης σαλάτας και κύβο κοτόπουλου, γεμιστό με γραβιέρα, καπνιστό χοιρινό και δυόσμο. 

 

Προσωπικό μου ενδιαφέρον, πάντως, αποτελεί η διατροφή της μητέρας και του παιδιού κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και τους πρώτους μήνες μετά τη γέννηση. Γι' αυτό συνεργάζομαι με τη διατροφολόγο Αριάδνη Νιαγάσα στο ABC NUTRITION (anti oxidant brain care). Και, βέβαια, ονειρεύομαι ένα street food happening με τους χαρλεάδες της Αθήνας...

Θάνος Κάραλης

Σεφ του εστιατορίου Aquanor στην πόλη Saint Denis, στο νησί Reunion

Τρεις Έλληνες σεφ μαγειρεύουν στα πέρατα της γης Facebook Twitter
Η μεγαλύτερη δυσκολία για έναν Έλληνα σεφ που μαγειρεύει στο εξωτερικό είναι που δεν έχει τα δικά μας, καλής ποιότητας υλικά, όπως το εξαιρετικό ελαιόλαδό μας και τα δικά μας βότανα που προσθέτουν τόση γεύση στο φαγητό.


Πρώτο παιδί πολύτεκνης οικογένειας με έξι αδέρφια, γεννημένος σ' ένα παραδοσιακό χωριό, το Κυριάκι (που βρίσκεται στους πρόποδες του Ελικώνα και είναι, θαρρείς, ξεκομμένο από τον υπόλοιπο κόσμο, μια και ακόμα ζει με τους δικούς του, αργούς ρυθμούς ζωής).

Εδώ είχα τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα για τη μαγειρική, μεγαλώνοντας με αγνά υλικά από το μποστάνι του κήπου, με τα ζωντανά του παππού μου και, φυσικά, με τους καλύτερους σεφ να με μυούν: τη γιαγιά μου και τη μάνα μου! Τι άλλο ήθελα; Τα καλύτερα υλικά και οι αυθεντικές αγνές συνταγές στα χέρια ενός 8χρονου που έπρεπε να μαγειρέψει για τα πέντε μικρότερα αδέλφια του, μια και οι γυναίκες του σπιτιού απουσίαζαν μονίμως στα χωράφια ή σε άλλες υποχρεώσεις του σπιτιού... Έτσι, λοιπόν, μεγαλώνοντας ήξερα ακριβώς τι ήθελα να γίνω. Τελείωσα τη σχολή Chef d' Οeuvre στην Αθήνα και ξεκινώντας πια επαγγελματικά, είχα την τύχη να εργαστώ σε πολύ καλά εστιατόρια, όπως το Μilos του Ηilton, και σε πολύ καλά boutique hotels στα περισσότερα νησιά της Ελλάδας. Αγαπημένα; Η Kρήτη, για τα υπέροχα υλικά της και, φυσικά, η Σαντορίνη, για τη μαγεία που σου προσφέρει αυτό το πανέμορφο νησί. Εκεί θα 'θελα να ανοίξω το δικό μου εστιατόριο, σε κάποιο καλντερίμι μιας πολύ ήσυχης, γραφικής γειτονιάς.

Μου λείπει η Ελλάδα πολύ... Ποτέ μου δεν περίμενα ότι θα έφτανε η μέρα που για να μαγειρέψω ένα ελληνικό φαγητό θα 'πρεπε να ταξιδέψω στο εξωτερικό!

Ένιωσα την ανάγκη να φύγω από την Ελλάδα και να ταξιδέψω στον κόσμο για να γνωρίσω άλλες τεχνικές και να δοκιμάσω άλλες γεύσεις. Πρώτοι σταθμοί μου, το Λονδίνο, η Ιταλία, η Ισπανία, η Γερμανία και, φυσικά, εδώ που είμαι τώρα, το Reunion, ένα πανέμορφο εξωτικό νησί απέναντι από τoν Άγιο Μαυρίκιο. Η κουζίνα τους είναι κρεολική, με επιρροές ασιατικές. Για εμάς τους Έλληνες θεωρείται αρκετά πικάντικη και μάλλον βαριά κουζίνα.

Αγαπημένο μου υλικό είναι ένα μοσχολέμονο που έχουν, το γκουμπάβα, όπως το αποκαλούν, με υπέροχο άρωμα.

Η μεγαλύτερη δυσκολία για έναν Έλληνα σεφ που μαγειρεύει στο εξωτερικό είναι που δεν έχει τα δικά μας, καλής ποιότητας υλικά, όπως το εξαιρετικό ελαιόλαδό μας και τα δικά μας βότανα που προσθέτουν τόση γεύση στο φαγητό.

Δυσκολεύτηκα πολύ, αλλά μετά από έναν χρόνο που είμαι εδώ πιστεύω ότι έχω καταφέρει να προσαρμοστώ και να τους δώσω την καλύτερη εικόνα για τη μεσογειακή κι ελληνική κουζίνα. Αγαπημένο τους πιάτο μου είναι οι κοτολέτες αρνιού με δενδρολίβανο και πουρέ καπνιστής μελιτζάνας και από τα γνωστά παραδοσιακά πιάτα είναι, φυσικά, ο μουσακάς και τα πολιτικά σουτζουκάκια.

Ναι, είναι πολύ δύσκολο για έναν Έλληνα να εργαστεί στο εξωτερικό, ιδιαίτερα αν δεν γνωρίζει τη γλώσσα, αλλά και από άποψη κουλτούρας.
Ταξιδεύοντας στο εξωτερικό, ένιωσα πολύ υπερήφανος για την καταγωγή μου και επιβεβαιώνεται συνέχεια αυτό που λέγεται για τους Έλληνες ότι είμαστε ξεχωριστός λαός. Δεν μπορώ να το εξηγήσω, πρέπει να το ζήσεις για να το καταλάβεις πόσο διαφορετικοί είμαστε ως λαός και πόσο ευφυώς λειτουργούμε όταν πρέπει να φέρουμε κάτι εις πέρας.

Μου λείπει η Ελλάδα πολύ... Ποτέ μου δεν περίμενα ότι θα έφτανε η μέρα που για να μαγειρέψω ένα ελληνικό φαγητό θα 'πρεπε να ταξιδέψω στο εξωτερικό! Θα ήθελα μια μέρα να γυρίσω, αλλά να δω την Ελλάδα που είχα γνωρίσει ως παιδί και όχι ως ενήλικας τα τελευταία δέκα χρόνια.

Πρέπει όλοι να καταλάβουμε ότι η Ελλάδα είναι ευλογημένος τόπος και απλώς να πιστέψουμε σ' αυτό. Να θυμηθούμε τις ρίζες μας... Όπου και να πήγα στον κόσμο, ήμουν πάντα ο Έλληνας σεφ, έτσι με αποκαλούσαν οι συνεργάτες μου, «the Greek chef». Είμαι και θα είμαι περήφανος που είμαι Έλληνας.

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Μέσα στη νέα, πολυσυλλεκτική Αίγλη Ζαππείου

Γεύση / Μέσα στη νέα, πολυσυλλεκτική Αίγλη Ζαππείου

Ένα τοπόσημο της πόλης αλλάζει ριζικά, επενδύει σε μια dream team και σε ό,τι κλασικό, από το φαγητό και το ποτό μέχρι την αρχιτεκτονική του, ακόμα και τη μουσική του μερικές φορές, και περιμένει τη νέα γενιά Αθηναίων, ακόμα κι εκείνους που δεν το είχαν στο ραντάρ τους μέχρι τώρα.
ΖΩΗ ΠΑΡΑΣΙΔΗ
Η ξέφρενη πορεία του Nolan και η επόμενη μέρα του

Γεύση / Η ξέφρενη πορεία του Nolan και η επόμενη μέρα του

Μπορεί ένα εστιατόριο να είναι μια ιστορία πάθους, ταλέντου, απανωτών δυσκολιών και επιμονής; Φυσικά και μπορεί. Ο restaurateur Κώστας Πισιώτης αφηγείται την πορεία του μικρού εστιατορίου του Συντάγματος, λίγο πριν αυτό ξεκινήσει το νέο του κεφάλαιο. 
ΖΩΗ ΠΑΡΑΣΙΔΗ
Starata: Οι χωριάτικες πίτες των Εξαρχείων που μας έμαθε ένας σταρ σεφ

Γεύση / Starata: Οι χωριάτικες πίτες των Εξαρχείων που μας έμαθε ένας σταρ σεφ

Το πιο κλασικό ελληνικό πρωινό, η τυρόπιτα, φτιάχνεται και ψήνεται μπροστά μας σε ένα μικρό μαγαζί που συνεχίζει τη θεσσαλική παράδοση στην Αθήνα. Την πρότεινε ο Σωτήρης Κοντιζάς και τη δοκιμάσαμε.
ΖΩΗ ΠΑΡΑΣΙΔΗ
Ντρόμ(ι)σες: Ένα ξεχασμένο αρβανίτικο πιάτο και η ιστορία ενός απαγορευμένου έρωτα

Ηχητικά Άρθρα / Ντρόμ(ι)σες: Ένα ξεχασμένο αρβανίτικο πιάτο και η ιστορία ενός απαγορευμένου έρωτα

Φτιαγμένο με τα πιο απλά υλικά, αλεύρι, νερό και λάδι, συνδέθηκε, μαζί με την μπομπότα, με την Κατοχή. Ο M. Hulot περιγράφει τις αναμνήσεις που του φέρνει στο μυαλό αυτό το πολύ απλό «φαγητό των γιαγιάδων».
M. HULOT
Συνταγές με κουνουπίδι

Γεύση / Συνταγές με κουνουπίδι, με ένα από τα «δώρα» της χειμωνιάτικης κουζίνας

Ο σεφ Άγγελος Μπακόπουλος μοιράζεται ιδέες που έχουν το κουνουπίδι για πρωταγωνιστή, πιάτα που μπορούν να σταθούν τόσο στο καθημερινό όσο και σε ένα κυριακάτικο τραπέζι με φίλους.
ΝΙΚΗ ΜΗΤΑΡΕΑ
Μουσουρλού μου η γλυκιά σου κουζίνα ανάβει φωτιές!

Γεύση / Ένα νέο γαστροκαφενείο στον Βύρωνα σερβίρει τη μικρασιατική παράδοση

Στη Μουσουρλού για τραγανά μύδια Κωνσταντινουπόλεως, τηγανητές πατάτες με κιμά και κασέρι, τυροκαυτερή «χτυπητή», κεμπάπ και ένα πιάτο εμπνευσμένο από τα παλιά Λαδάδικα της δεκαετίας του ’70.
ΝΙΚΗ ΜΗΤΑΡΕΑ