#quote#Ο Νίκος Ρούσσος και η Γεωργιάννα Χιλιαδάκη συναντήθηκαν τυχαία, όταν σπούδαζαν στο Institute of Culinary Education στη Νέα Υόρκη. «Ήμασταν οι μοναδικοί Έλληνες στη σχολή» λέει η Γεωργιάννα. Μετά από μια σύντομη θητεία επί ελληνικού εδάφους στο Boschetto και στο 48 αντίστοιχα, έφυγαν κατευθείαν για το εξωτερικό. Η Γεωργιάννα δούλεψε στο περίφημο El Bulli κάτω από τον Ferran Adria για 4 μήνες («Ήμασταν 50 άτομα στην κουζίνα. Ήταν μεγάλο σχολείο»), ενώ ο Νίκος πήγε στην Ολλανδία στο εστιατόριο Cineac. Όταν επέστρεψαν πια στην Αθήνα, αποφάσισαν να κάνουν κάτι δικό τους («Τη μαγειρική θέλαμε να την κάνουμε δική μας και να την προωθήσουμε με τον τρόπο μας»).
Ξεκίνησαν να μαγειρεύουν για φίλους, κάνοντας private cheffing με τo όνομα «Funky Gourmet». Μετά από συνεννόηση με τον πελάτη, δηλαδή, μαγειρεύουν ένα μενού από την αρχή, έχοντας την πλήρη επιμέλεια της εμπειρίας. «Μας άρεσε πιο πολύ αυτή η ιδέα και ξεκινήσαμε με κόσμο που ξέραμε. Στην αρχή ειδικά, σχεδόν όλοι μας οι πελάτες ήταν και φίλοι ή φίλοι των γονιών μας». Το όλο εγχείρημα γίνεται άκρως επαγγελματικά και με στρατιωτική ακρίβεια: συνεννοούνται με τον πελάτη, διαλέγουν το μενού, φέρνουν υλικά, σκεύη, το προσωπικό τους και μετά φεύγουν αφήνοντας την κουζίνα ακριβώς όπως τη βρήκαν. Ένα χρόνο πριν απέκτησαν και τον δικό τους χώρο, ένα ανακαινισμένο νεοκλασικό σε έναν πεζόδρομο του Kεραμεικού. «Είπαμε να κάνουμε τον δικό μας χώρο, έτσι ώστε να μπορούν να έρχονται κι εδώ να ζουν την ίδια εμπειρία. Είναι μια καλή ιδέα, για τα εταιρικά μενού περισσότερο. Το να πας σε ξενοδοχείο είναι απρόσωπο, σε ένα εστιατόριο δεν υπάρχει ιδιωτικότητα. Εδώ είναι ακριβώς αυτό που χρειάζεται για ένα εταιρικό γεύμα». Όχι ότι ο χώρος θυμίζει ψυχρό εταιρικό δείπνο, κάθε άλλο· είναι άκρως καλόγουστος, όπως θα περίμενε κανείς και από το όνομά του - funky.
Αυτό που είναι ξεκάθαρο από την πρώτη στιγμή είναι ότι και ο Νίκος και η Γεωργιάννα έχουν μεγάλο πάθος γι' αυτό που κάνουν. Μου δείχνουν όλο περηφάνια την high tech κουζίνα τους. Η Γεωργιάννα μού λέει ότι το πρωί ξύπνησε με ανυπομονησία για να σκεφτεί πώς θα φτιάξει ένα καινούργιο πιάτο με καβούρι. Κάθε χρόνο, μάλιστα, κάνουν ένα μεγάλο γαστρονομικό ταξίδι. Φέτος πήγαν σε 7 εστιατόρια σε Γαλλία, Ισπανία και Αγγλία.
Οι ίδιοι λένε πως για ένα σωστό, καθιστό, γκουρμέ γεύμα ο ιδανικός αριθμός είναι μέχρι 14 άτομα, έτσι ώστε να μπορούν να συζητήσουν οι πελάτες τι έφαγαν. «Αυτό που σερβίρουμε δεν είναι απλό. Έχει γεύση, έχει επίγευση, έχει πολλά πράγματα» διευκρινίζει η Γεωργιάννα. Όσο για το τι σημαίνει γκουρμέ στην Αθήνα: «Νομίζω ότι χρειαζόμαστε περισσότερο γκουρμέ φαγητό στην Αθήνα - και γκουρμέ σημαίνει καλό φαγητό, για μένα. Δηλαδή, φαγητό που να έχει καλή πρώτη ύλη, καλή τεχνική και καλή παρουσίαση. Μας ενδιαφέρει να μυήσουμε περισσότερο κόσμο σε αυτή την κουζίνα, να γνωρίσουμε στον κόσμο περισσότερα υλικά. Κακώς πιστεύουν ότι το γκουρμέ φαγητό είναι μια μικρή ποσότητα σε ένα μεγάλο πιάτο. Είναι πάνω απ' όλα ένας ευφάνταστος συνδυασμός, μια δημιουργική κουζίνα που ξυπνάει συναισθήματα και αναμνήσεις. Είναι θέμα παιδείας. Οι Γάλλοι, ας πούμε, στα 12 πάνε στο φούρνο και βρίσκουν τυρόπιτα με ροκφόρ, κατσικίσιο τυρί, τα παιδιά τρώνε απ' όλα τα φαγητά· έχουν μεγάλη εξοικείωση με το θέμα του φαγητού. Κάτι παρόμοιο θα θέλαμε να δούμε και στην Ελλάδα· μια εξοικείωση με το ουσιαστικά καλό φαγητό. Να δούμε το φαγητό ως εμπειρία».
σχόλια