Όσο κι αν έχουν αλλάξει οι συνθήκες της καθημερινότητας στο πέρασμα του χρόνου, το κυριακάτικο πρωινό δεν μοιάζει με κανένα άλλο, γι' αυτό διατηρεί αναλλοίωτη τη γοητεία του.
Η Κυριακή έχει τους δικούς της ρυθμούς και αν τους ακολουθήσεις μπορείς να απολαύσεις μια, αν μη τι άλλο, επίφαση χαλαρότητας, ξυπνώντας πρωί για να τσιμπολογήσεις τη μοναδική ίσως ημέρα που έχεις χρόνο για breakfast.
Ευτυχώς, όμως, οι Βρετανοί, αρκετά νωρίς, τον 19ο αιώνα, φρόντισαν να εφεύρουν το brunch. Η πρώτη γραπτή αναφορά στην ιδέα του brunch αποδίδεται στον δημοσιογράφο Guy Beringer's, ο οποίος στο άρθρο του «Brunch: A Plea», που δημοσιεύτηκε το 1895 στο «Hunter's Weekly», σημείωνε:
«Αντί για το κλασικό απογευματινό δείπνο της Κυριακής με βαριά κρέατα και αλμυρές πίτες, γιατί να μη δοκιμάσουμε ένα καινούργιο γεύμα που σερβίρεται νωρίς το μεσημέρι, ξεκινώντας με τσάι ή καφέ, μαρμελάδα και άλλα είδη πρωινού, πριν προχωρήσουμε σε κάτι πιο δυνατό!
Εξαλείφοντας την ανάγκη να σηκωθείτε νωρίς την Κυριακή, το brunch θα μπορούσε να κάνει τη ζωή πιο φωτεινή για τους ξενύχτηδες του Σαββάτου, προωθώντας την ανθρώπινη ευτυχία με πολλούς τρόπους.
Το brunch είναι χαρούμενο, κοινωνικό, συναρπαστικό, σας δίνει καλή διάθεση, προσφέρει ικανοποίηση σ' εσάς και τους συνανθρώπους σας, διαλύει τις ανησυχίες της εβδομάδας».
Αυτό το κείμενο, που γράφτηκε πριν από περίπου 130 χρόνια, αποδίδει πολύ καλά την ιδέα του brunch και εξηγεί γιατί απέκτησε πολλούς θιασώτες τα χρόνια που ακολούθησαν, τόσο στην Ευρώπη όσο και στη Βόρεια Αμερική, και έφτασε ως τις μέρες μας με διάφορες παραλλαγές, προσεγγίσεις και ενισχύσεις.
Ακόμα και όσοι δεν συμφωνούν με την ιδέα του brunch –σε αυτούς συγκαταλεγόταν και ο Anthony Burden που έλεγε ότι το brunch δεν είναι τάση αλλά εφεύρημα των εστιατορίων για να προωθήσουν τις πωλήσεις τους– δεν μπορούν να αρνηθούν το ότι αυτού του είδους το γεύμα συναρπάζει πολλούς και γι' αυτό έχει ευρύτερη αποδοχή, η οποία ενισχύεται και επεκτείνεται συνεχώς.
Ακόμα και όσοι δεν συμφωνούν με την ιδέα του brunch –σε αυτούς συγκαταλεγόταν και ο Anthony Burden που έλεγε ότι το brunch δεν είναι τάση αλλά εφεύρημα των εστιατορίων για να προωθήσουν τις πωλήσεις τους– δεν μπορούν να αρνηθούν το ότι αυτού του είδους το γεύμα συναρπάζει πολλούς και γι' αυτό έχει ευρύτερη αποδοχή, η οποία ενισχύεται και επεκτείνεται συνεχώς.
Τα ξενοδοχεία ήταν τα πρώτα που την καλλιέργησαν, καθώς ταίριαζε απόλυτα με τη λογική του μπουφέ, αλλά και τα εστιατόρια δεν άφησαν την ευκαιρία να πάει χαμένη. Οφείλουμε να πούμε ότι η ιδέα των κυριακάτικων γευμάτων που ξεκινούν νωρίς και αναπτύσσονται σταδιακά με διάφορα εδέσματα υπάρχει σε πολλές μαγειρικές και διατροφικές κουλτούρες.
Ας μην ξεχνάμε ότι τα κινέζικα εστιατόρια ανά τον κόσμο σερβίρουν τις Κυριακές τα dim sum brunches που περιλαμβάνουν μια μεγάλη ποικιλία από γεμιστά ψωμάκια, dumplings και άλλα γλυκά ή αλμυρά εδέσματα.
Η σύγχρονη αθηναϊκή ιδέα του brunch ξεκίνησε από τα μεγάλα ξενοδοχεία και επεκτάθηκε σε εστιατόρια και wine bars. Όσο για τους Αθηναίους, δείχνουν να βρήκαν αυτό που έλειπε από τη ζωή τους, μια ευκαιρία για ένα πιο καθυστερημένο και πλούσιο πρωινό.
Αξίζει να αναφερθεί ότι η αποδοχή του εξελληνισμένου brunch δεν αφορά (μόνο) κάποιον μιμητισμό, αφού η ιδέα ενός γεύματος που τραβά σε διάρκεια και περιλαμβάνει πολλά πιάτα ταιριάζει απόλυτα με την ελληνική φιλοσοφία του μεζέ και της παρεΐστικής διάθεσης γύρω από ένα τραπέζι με διάφορα εδέσματα που εναλλάσσονται.
Οι Έλληνες μπορεί κατά κανόνα να μην έχουν καμία σχέση με αυτό που ονομάζουμε πρωινό γεύμα, λόγω κοινωνικών συνθηκών, κλίματος, παραδοσιακών συνηθειών κ.λπ., αλλά δεν λένε εύκολα «όχι» σε ένα καλογεμισμένο τραπέζι, οποτεδήποτε και αν στηθεί.
Όπως δεν λένε «όχι» στο να μοιραστούν αυτό το τραπέζι με καλή παρέα. Άλλωστε, τα μεγάλα ελληνικά εορταστικά τραπεζώματα (Πάσχα, Χριστούγεννα, Καθαρή Δευτέρα κ.ά.) ποτέ δεν κρατούν αυστηρό μεσημεριανό ωράριο.
Οι κανόνες του φαγητού
Το brunch, λοιπόν, φαίνεται ότι ήρθε για να μείνει και στην εν Ελλάδι εκδοχή του και, βεβαίως, δεν αφορά μόνο την Κυριακή αλλά και το Σάββατο και πιθανώς κι άλλες ημέρες της εβδομάδας, αρκεί να έχει κανείς τον χρόνο και το μέρος.
Αυτό που θα μπορούσε να ρωτήσει κανείς είναι αν υπάρχουν κανόνες στο τι μπορεί να περιλαμβάνει ένα καλό brunch. Εδώ υπάρχουν δύο σχολές.
Η μία περιλαμβάνει τους οπαδούς του «περί ορέξεως κολοκυθόπιτα», όπου τα πάντα επιτρέπονται, και η δεύτερη, που είναι και η δημοφιλέστερη, υποστηρίζει ότι αν είσαι οπαδός του brunch, οφείλεις να ακολουθήσεις κάποιες σταθερές σε ό,τι αφορά τον χρόνο, το είδος του εδεσματολογίου που περιλαμβάνεται, αλλά και την κλιμάκωσή του — αλλιώς, αυτό στο οποίο συμμετέχεις δεν ονομάζεται brunch αλλά απλώς πλούσιο γεύμα.
Μια αρκετά πιο διευρυμένη εκδοχή αυτής της άποψης λέει ότι το brunch δεν είναι απλώς ένα πλούσιο breakfast ούτε κάποιο γεύμα στο οποίο καταναλώνεις εδέσματα που κατά παράδοση εντάσσονται στο πρωινό.
Για να έχει πράγματι τον χαρακτήρα του brunch πρέπει να περιλαμβάνει διατροφικά στοιχεία και από το breakfast και από το lunch, με κάποια κλιμάκωση. Το να εναλλάσσεις κρουασάν με μπέργκερ και σολομό με τάρτες με γρήγορους ρυθμούς δεν συνιστά παράγοντα επιτυχίας.
Μεγάλη σημασία για το brunch έχει η χαλαρή προσέγγιση και η επιλογή εδεσμάτων ανάλογα με την ώρα και τη διάθεση, χωρίς να πρέπει τα πάντα να μπουν σε μια σειρά. Και, βεβαίως, το να καταναλώσεις μια τυρόπιτα ή ένα σάντουιτς στα γρήγορα δεν συνιστά brunch αλλά απλό δεκατιανό ή κολατσιό.
Όταν το αυγό συνδυαστεί με λιπαρά υλικά, όπως καπνιστό ψάρι, αλλαντικά και δυνατά, έντονα τυριά πρέπει να είναι απλά μαγειρεμένο –συνήθως ποσέ–, εκτός αν έχουμε αυγά συνδυασμένα σε πιάτα με μαγιονέζα, σάλτσα ολαντέζ ή μπεαρνέζ, δηλαδή αυγά με σάλτσες από... αυγά, που αποτελούν ιδιαιτέρως νόστιμες υπερβολές, όταν πρόκειται για πετυχημένες εκδοχές του συνδυασμού.
Όπως και να έχει, το αυγό είναι πρωταγωνιστής στο brunch και αυτό δεν αλλάζει. Από τις πιο απλές εκδοχές του, ποσέ, τηγανητά μάτια, ομελέτα, σκραμπλ χωρίς πρόσθετα, έως τις εκδοχές με προσθήκες αλλαντικών, λαχανικών ή καπνιστού ψαριού και, βεβαίως, τις εκλεπτυσμένες προσεγγίσεις που αποτελούν εμβληματικά πιάτα για το brunch, δηλαδή τα αυγά Benedict, που είναι ψημένα στρογγυλά ψωμάκια στα οποία τοποθετούνται φέτες μπέικον ή καπνιστό αλλαντικό και αυγά ποσέ λουσμένα με πλούσια σάλτσα ολαντέζ.
Eπίσης, υπάρχει η εκδοχή των αυγών Florentine, που φτιάχνονται πάλι από αυγά ποσέ, τα οποία τοποθετούνται πάνω σε σοταρισμένο σπανάκι με σάλτσα βουτύρου ή κρέμας γάλακτος.
Στο brunch μπορούν να συμμετέχουν πολλά τυριά, κάθε είδους αλλαντικά, τάρτες αλμυρές ή γλυκές, κρέπες με διάφορα γεμίσματα, pancakes, ψωμιά διαφόρων ειδών, μανιτάρια, ντομάτες κ.λπ.
Αυτά όσον αφορά το κομμάτι του breakfast, καθώς η συνεισφορά από το κομμάτι του lunch είναι επίσης σημαντική, αφού ενδέχεται να υπάρχουν κρεατικά σε διάφορες μορφές ή ψάρι, συνήθως σολομός, αλλά όχι μόνο. Στην πράξη, το μενού μπορεί να είναι μεγάλο, καθώς τα πάντα εξαρτώνται από τη φαντασία του σεφ, αλλά κυρίως από το... πορτοφόλι του συνδαιτυμόνα.
Το ρεπερτόριο του brunch μπορεί να περάσει σε μικρότερες ή μεγαλύτερες υπερβολές, όπως σπαράγγια, τρούφες, θαλασσινά, χαβιάρι, αστακό κ.ά. Το γεγονός ότι υπάρχουν ορισμένα στερεότυπα σε ό,τι αφορά τη σύνθεση των πιάτων που συμμετέχουν σε ένα brunch δεν απαγορεύει σε κάποιον να αυτοσχεδιάσει ελληνικά, αν το επιθυμεί.
Έτσι, μπορούμε να βρούμε καγιανά, αυγά με στάκα, χορτόπιτα, τυρόπιτα, ελιόπιτα, τυρόψωμο, μαραθόπιτα, μπουγάτσα, σύγκλινο, απάκι, κουλούρι Θεσσαλονίκης, χωριάτικο λουκάνικο, σπετζοφάι, ρυζόγαλο, γιαούρτι με φρούτα και ελληνικό μέλι, χωριάτικη σαλάτα, ντάκο με ντομάτα, τηγανίτες με μέλι, μυζηθρόπιτες, λουκουμάδες, ακόμα και φάβα.
σχόλια