Γεννήθηκα στην Κέρκυρα και αμέσως φύγαμε οικογενειακώς για την Ισπανία. Ο πατέρας μου ήταν σεφ και δούλευε εκεί – μετά γυρίσαμε όλο τον κόσμο. Στην Κέρκυρα επιστρέψαμε δέκα χρόνια αργότερα. Στα δέκα μου μίλαγα ισπανικά, ιταλικά, γαλλικά, αλλά όχι ελληνικά. Τα ελληνικά τα έμαθα στη συνέχεια. Πήγαινα σχολείο και τα καλοκαίρια ακολουθούσα τον πατέρα μου όπου πήγαινε, Αίγυπτο, Γαλλία, Ρεϊνιόν. Έχω δει πράγματα σε κουζίνες για δέκα ζωές, από τα πιο ωραία μέχρι τα πιο άσχημα.
• Η γιαγιά μου είχε εστιατόριο στην Τοσκάνη, η προγιαγιά μου το ίδιο, το να γίνω μάγειρας ήταν μια λογική εξέλιξη. Γεννήθηκα και μεγάλωσα μέσα σε μια κουζίνα, ήταν το φυσικό μου περιβάλλον και δεν ένιωσα ποτέ ότι η μαγειρική ήταν επάγγελμα. Όταν ο πατέρας μου σταμάτησε τα ταξίδια, άνοιξε το Etrusco, κι αυτό το έκανε πιο πολύ για μένα. Ήθελε να φτιάξει ένα μικρό ξενοδοχείο, αλλά τελικά πήγε πολύ καλά το εστιατόριο και κρατήσαμε αυτό, παρότι είχε και δέκα δωμάτια.
Σπούδασα Ξενοδοχειακές Επιχειρήσεις στη σχολή της Λωζάνης και ο πατέρας μου νόμιζε ότι θα γίνω διευθυντής ξενοδοχείου. Όταν του είπα ότι ήθελα να γίνω μάγειρας, μου είπε: «Μάγειρας θέλεις να γίνεις; Ξεκίνα από λάντζα! Από κει ξεκινούν οι μάγειρες». Για τρία χρόνια έκανα λάντζα στο Etrusco και απολύθηκα πάνω από είκοσι φορές σε μία σεζόν. Με ξαναπροσλάμβανε γιατί ήταν πατέρας μου, διαφορετικά θα με είχαν διώξει απ' το μαγαζί. Κάθε φορά που έφευγα τον έβριζα κι έλεγα στη μάνα μου: «Τον μαλάκα που πήρες για άντρα».
• Είναι πολύ ωραίο να έχεις εικόνες μαγειρικές. Στο Κάιρο έζησα τρία χρόνια –πήγα και σε αιγυπτιακό σχολείο στην Ηλιούπολη– κι εκεί είδα πώς γινόταν το κουσκούς. Είναι άλλο να το βλέπεις από τους ντόπιους και να το μάθεις από αυτούς κι άλλο να το δεις σε βίντεο στο YouTube, όπως σήμερα. Δεν έχει καμία σχέση. Είναι διαφορετικό να καταλάβεις την κουλτούρα κάθε περιοχής παρακολουθώντας την και διαφορετικό να προσπαθείς να τη μάθεις μέσα από μια εκπομπή.
Έχω δει απίστευτα πράγματα στη Αίγυπτο, στο Μαρόκο, στην Τυνησία. Στη Γουαδελούπη είδα πώς μαγείρευαν τη θαλάσσια χελώνα, κάτω απ' την άμμο, σκεπασμένη με μπανανόφυλλα και από πάνω κάρβουνα. Στην αρχή είναι κατακόκκινη και μετά πρέπει να την ξεπλύνεις πολύ καλά με το νερό και να πάρεις τα καλύτερα κομμάτια. Η γεύση της είναι κάτι σαν κοτόπουλο και ψάρι και θέλει μαεστρία και μπαχαρικά για να τη μαγειρέψεις. Δεν ξέρω αν θα την ξανάτρωγα, αλλά ήταν κάτι καταπληκτικό.
Αυτήν τη στιγμή ζοριζόμαστε γαστρονομικά, γιατί η οικονομική κρίση είναι μεγάλη. Και όταν υπάρχει κρίση, τα γαστρονομικά εστιατόρια δεν είναι προτεραιότητα. Προτεραιότητα είναι να πας να φας, να περάσεις καλά και να χαλάσεις λίγα, για να μη σου κόψουν το ρεύμα.
• Ο παππούς μου και η γιαγιά μου ήταν απ' την Τοσκάνη και όταν ήμουν μικρός ήταν «άρρωστοι» με την πρώτη ύλη. Μας έφερναν λαγούς, μπεκάτσες, αγριογούρουνα, μούρα, σπαράγγια, άγρια μανιτάρια. Πήγαιναν και τα μάζευαν μόνοι τους ή τα κυνηγούσε ο παππούς μου. Το να μαγειρεύεις λαγό και να παίρνεις το αίμα του για να δέσεις τη σάλτσα δεν είναι κάτι που μπορείς να δεις πλέον, είναι ωστόσο εικόνα που έχω ζήσει από κοντά.
Μεγάλωσα ανάμεσα σε κότες, κουνέλια, χώματα, ψάρεμα και κυνήγι. Πήγαινα κι εγώ μέχρι πριν από μερικά χρόνια. Ακόμα και τα αγριόχορτα που μαζεύουμε, τα άγρια σπαράγγια, τα μανιτάρια πορτσίνι, έμαθα να τα μαζεύω από τους παππούδες μου. Είναι πολύ σημαντική η πρώτη ύλη στη μαγειρική, θεωρώ ότι αυτή είναι που κάνει τον μάγειρα, είναι η πρωταγωνίστρια. Ο μάγειρας είναι απλώς ένας συνθέτης, τίποτα παραπάνω. Έχω την αίσθηση ότι τα επόμενα χρόνια οι ποπ-σταρ δεν θα είναι οι μάγειρες, όπως τώρα, θα είναι οι παραγωγοί.
• Κάθε Κυριακή ξύπναγα –τότε πηγαίναμε σχολείο και το Σάββατο– και από τη μυρωδιά καταλάβαινα τι φαΐ μαγείρευε η μάνα μου. Έκανε ένα ραγού εκπληκτικό. Το κοτόπουλο που έκανε στον φούρνο, γεμιστό με πατάτες, μαζί με μια σαλάτα, ήταν το τέλειο φαγητό κι αυτή είναι η άποψή μου για την γκουρμέ κουζίνα. Γκουρμέ είναι οτιδήποτε είναι διαλεγμένο προσεκτικά και συνδυάζεται με άλλα υλικά, που κι αυτά έχουν διαλεχτεί προσεκτικά και έχουν ποιότητα. Μια πολύ καλή φέτα με ένα πολύ καλό ψωμί, πολύ καλό ελαιόλαδο και μια ντομάτα στην εποχή της, αυγουστιάτικη, είναι γκουρμέ πιάτο. Έχουμε χάσει την απλότητα.
• Μου αρέσει πολύ η ντομάτα, το κύμινο, τα εσπεριδοειδή, τα σπετσερικά του νησιού μου, το άρωμα της λεβάντας, το τζίντζερ, το φρέσκο ελαιόλαδο, το καυτερό κοκκινοπίπερο που βάζουμε στο μπουρδέτο και στη μανέστρα κολοπίμπιρι –η λέξη βγαίνει από το βενετσιάνικο «collu pimpiri», που σημαίνει «με πιπέρι»–, αλλά όλα αυτά θέλουν να ξέρεις ακριβώς πόσο θα βάλεις για να βρεις το μέτρο, την αρμονία.
Βασικά, θεωρώ ότι όλα τα υλικά έχουν την ίδια αξία, αρκεί να ξέρεις να τα συνδυάσεις. Αν φας μια λευκή τρούφα σκέτη, είναι ένα πράγμα σαν πετρέλαιο. Αν τη συνδυάσεις με μια πατάτα, είναι κάτι μαγικό. Μου αρέσει πολύ το ψάρι στην απλή του μορφή. Το ψωμί. Το καρίκι, ένα τυρί από την Τήνο, που ζυμώνεται μέσα σε κολοκύθα και είναι σαν ελληνικό ροκφόρ. Είμαι των απλών πραγμάτων και όσο περνάνε τα χρόνια και γερνάω θέλω ό,τι πιο λιτό, δηλαδή ψάρι, λίγο λεμόνι και λίγο αλάτι, αλλά να είναι ένα καλό ψάρι και σωστά ψημένο. Ο μάγειρας έχει την ικανότητα να γαμήσει όλα τα υλικά. Φαντάσου ένα γαμάτο ψάρι να το παραψήσει και να το παρακαρυκεύσει. Το έχει τελειώσει.
• Στα εστιατόριά μου το φαγητό μας είναι οικογενειακές αναμνήσεις και εμπειρίες που έχω απέξω. Κάνω μια προσωπική κουζίνα, αλλά με συγκεκριμένα πράγματα που ξέρω. Δεν μπορώ να φτιάξω φαγητό που δεν ξέρω και δεν έχω κατανοήσει. Έχω αυτογνωσία, ξέρω μέχρι πού μπορώ να φτάσω, άρα μαγειρεύω ιταλική κουζίνα και κερκυραϊκή, με διάφορες επιρροές απ' τα ταξίδια μου. Προσπαθώ να συνδυάσω αυτά που ξέρω με αυτά που μεγάλωσα. Και είναι πολύ σημαντικό να το κάνεις αυτό, γιατί εξελίσσεσαι στα πράγματα που ήδη γνωρίζεις.
Δεν θα έκανα ποτέ σούσι. Ενώ μου αρέσει, δεν το κάνω ούτε στο σπίτι μου, το αγοράζω. Δεν έχει νόημα να σου σερβίρω ένα πιάτο χωρίς να σε βοηθήσω να καταλάβεις την ιστορία που μοιράζομαι μαζί σου. Αν πήγαινες να δεις Ταρκόφσκι ή Ακίρα Κουροσάβα χωρίς να μιλάς τη γλώσσα και χωρίς υπότιτλους, θα έβλεπες απλώς γοητευτικές ταινίες που δεν θα κατανοούσες ακριβώς.
• Δεν γίνεται να είσαι σεφ στα 25 σου, εκτός και αν είσαι ιδιοφυΐα. Δυστυχώς, λίγες ιδιοφυΐες υπάρχουν. Οι Γάλλοι λένε: «Για να γίνεις σεφ, πρέπει να έχεις περάσει τα 30 σου και να έχεις δουλέψει κάποια χρόνια σε κουζίνα». Πρέπει να έχεις περάσει απ' όλα τα πόστα. Είναι δυνατό ένας τύπος που βγαίνει από τη σχολή να γίνεται σεφ σε δύο χρόνια; Είναι σαν να αποφοιτήσω μόλις από το πανεπιστήμιο και να πω «αύριο θα πάω να κάνω χειρουργείο». Θα άφηνες έναν τέτοιο γιατρό να σε εγχειρίσει;
Σεφ σημαίνει κεφάλι, βγαίνει από το λατινικό caput∙ δηλαδή είναι ο επικεφαλής μιας ομάδας. Χωρίς ομάδα να διοικείς, τι σεφ θα είσαι; Αν, τώρα, σου εμπιστευτούν μια ομάδα κουζίνας σε πολύ νεαρή ηλικία, σημαίνει ή πως το αξίζεις ή πως δεν έχουν ιδέα τι σημαίνει «διοικώ». Αν με ρώταγε κάποιος νεαρός φίλος μου, πριν αναλάβει, θα του πρότεινα να ψηθεί πρώτα στα διάφορα πόστα της κουζίνας και, αφού μάθει να κολυμπάει, μετά ας πέσει και στα βαθιά. Πρέπει να πατάς γερά για να μπορέσεις να πας μπροστά.
• Μία από τις δουλειές που κάνουμε είναι consulting και έχουμε χάσει εκατοντάδες δουλειές επειδή μας ζητάνε να τους δείξουμε πώς να κάνουν σούσι! Θέλουν κουζίνα ταϊλανδέζικη, τους λες «αυτό δεν το ξέρω» και σου απαντούν «μα, θέλω το όνομά σου». Πάρε το όνομά μου, ρε διάολε, αν θέλεις ιταλική κουζίνα. Δεν γίνεται να θέλεις το όνομά μου με ταϊλανδέζικη.
• Το νέο εστιατόριο που ετοιμάζουμε στη Σαντορίνη είναι το Selene, που θα λειτουργήσει μέσα σε παλιό καθολικό μοναστήρι που σήμερα στεγάζει το ξενοδοχείο Katikies Garden. Είναι ένα από τα πιο ιστορικά εστιατόρια της Ελλάδας, μαζί με τον Etrusco, τη Σπονδή, το Βαρούλκο, το οποίο το πήραμε και το συνεχίζουμε, διατηρώντας τη φιλοσοφία του κ. Χατζηγιαννάκη. Δεν θέλω να βγάλω στον ξένο που θα έρθει φουαγκρά και χαβιάρια, όπως βγάζουν όλοι, γιατί θα βάλει τα γέλια. Αυτά τα τρώει στην Αμερική, στη Γαλλία, στην Αγγλία, στα καλύτερα εστιατόρια, από καλύτερους μάγειρες, καλύτερους σερβιτόρους και σε πολύ ωραία settings.
Φαντάσου, όμως, ένα καρίκι μέσα σε κολοκύθα να το φέρνει μια κοπέλα ντυμένη λιτά, όπως οι μοναχοί, με ένα καροτσάκι, και δίπλα να έχει άνυδρο ντοματάκι Σαντορίνης και ένα μπουκάλι Vinsanto. Να ανοίξει την κολοκύθα, να ρίξει λίγο Vinsanto μέσα, να κάνει ένα μείγμα και να το βάλει στο πιάτο μαζί με λίγη ντομάτα. Είναι κάτι που δεν έχει ξαναδεί και θα πάθει πλάκα. Είναι τρία υλικά που δεν τα έχεις πειράξει σχεδόν καθόλου, πρωτόγονα και του λες: «Φάε! Πάρε κι αυτό το κριτσίνι και φα' το με το χέρι, δεν φέρνουμε μαχαιροπίρουνα». Για να ζήσει την ελληνική ψυχή.
• Στο μοναστήρι ζουν ακόμα δέκα μοναχές, οι οποίες δεν εμφανίζονται ποτέ. Η Ελλάδα έχει φοβερή Ιστορία να πουλήσεις. Έρχεται ο άλλος στη Σαντορίνη και θα δει το γαμημένο το ηφαίστειο και μετά θα πάει να φάει καρμπονάρα, πίτσα ναπολιτάνα, wagyu, χαβιάρι και φουαγκρά. Είναι ντροπή. Ο Heston Blumenthal του «Fat Duck» με τα τρία αστέρια Michelin έχει στο μενού του ένα κρέας με λάδι Μάνης.
Η Ελλάδα έχει όλα τα φόντα να κάνει μια αναγέννηση γαστρονομική. Είναι δυνατόν να πηγαίνουμε στη Σουηδία και να φέρνουμε τεχνικές από κει; Τι σχέση έχουμε με τους Σουηδούς; Εμείς, ένας λαός με άλλο ταμπεραμέντο, πιο κοντά στους Ισπανούς, στους Ιταλούς. Είμαστε ζεστοί, αγκαλιαζόμαστε, φιλιόμαστε. Αυτοί είναι ψυχροί κι έτσι είναι και τα πιάτα τους, αέρινα. Έχουν μάθει να τρώνε το καβούρι στον ατμό, με βρύα, λειχήνες και ό,τι σκατά βάζουν επάνω, εμείς έχουμε μάθει να τρώμε γεμιστά. Πάρε τα γεμιστά και το μπουρδέτο το κερκυραϊκό και κάν' τα ό,τι γουστάρεις, εξέλιξε την κουζίνα την ελληνική. Δείξε στον ξένο το ελληνικό ταμπεραμέντο και το μπρίο στο φαΐ.
• Κάποτε, θα γινόσουν ή μάγειρας ή οικοδόμος. Η μαγειρική ήταν μια δουλειά που δεν είχε το πρεστίζ και την αναγνώριση που έχει σήμερα, ειδικά στην Ελλάδα. Ήταν και είναι μια δουλειά πολύ σκληρή, εξαντλητική, με ξενύχτια. Μια δουλειά που, όποιος την κάνει, πρέπει να καταλάβει ότι δεν έχεις γιορτές, δεν έχεις αργίες. Το πιο σημαντικό απ' όλα, όμως, είναι ότι δεν είναι αυτό που βλέπεις στην τηλεόραση. Έρχονται όλοι εδώ και νομίζουν ότι θα γίνουν ένας μικρός Άκης Πετρετζίκης. Δεν είναι καθόλου έτσι.
Χρειάζεται να ρίξεις καθάρισμα, να κάνεις προετοιμασία, γιατί δεν είναι μόνο το μαγειρικό κομμάτι, του πάσου, το οποίο μπορεί να κρατήσει 2,5-3 ώρες. Το πριν και το μετά είναι το συνταρακτικό. Πρέπει να ξέρεις να προετοιμάζεις τα υλικά με σωστό τρόπο, να οργανώνεις τη δουλειά σου, να μπορείς να συνεργαστείς με άλλους και να αντέχεις την πίεση, που είναι απίστευτη. Όταν το κατανοήσουν αυτό, θα μπορέσουν να γίνουν μάγειρες, γιατί όλοι σκέφτονται: «Θα πάω και θα σκίσω στριφογυρίζοντας τηγάνια». Και μετά, όταν έρθει η ώρα να τα πλύνουν τα τηγάνια ή να μαζέψουν την κουζίνα, σηκώνονται και φεύγουν.
Πρέπει να ρίξεις πολλή δουλειά για να γίνεις μάγειρας. Θέλει πολλές γνώσεις, να διαβάζεις πολύ, πρέπει να ενημερώνεσαι για τις καινούργιες τεχνικές, να έχεις έναν χαρακτήρα που να μπορεί να αντέξει την πίεση, τη ζέστη. Να είσαι αφοσιωμένος σε αυτό που κάνεις 100%.
• Αν πάνε όλα καλά, ο «Εφιάλτης στην κουζίνα» θα ξεκινήσει όταν σταματήσει το lockdown. Είναι πολύ ζόρικος ο «Εφιάλτης», γιατί δεν υπάρχει script. Μπαίνεις σε ένα μαγαζί και κάνεις αυθεντική κριτική στο φαγητό που σου φέρνουν. Δεν έχω κοροϊδέψει ποτέ κάποιον, δεν υπάρχει κάτι που να είναι καλό και να έχω πει ότι είναι κακό. Σε αυτό το κομμάτι είμαστε σούπερ αληθινοί. Είναι ένα παιχνίδι όμως. Προσπαθείς να βρεις περσόνες, να κοντραριστείς μαζί τους, να φέρεις τον άλλον στα όριά του, αυτό είναι το κόνσεπτ της εκπομπής. Κι είναι μια εκπομπή που για να γίνει χρειάζεται γύρισμα τεσσάρων ημέρων, δέκα ώρες τη μέρα. Άρα, υπολόγισε σαράντα ώρες για κάθε επεισόδιο, από τις οποίες παίζουν σαράντα πέντε λεπτά. Ε, μέσα σε σαράντα ώρες και μέσα στον χαβαλέ, σίγουρα η κάμερα θα σε πιάσει να πεις μια μαλακία με τον άλλον. Κι αυτό δείχνουν.
• Ο «Εφιάλτης» πήγε πολύ καλά και φέτος, γιατί βγάζει κάτι το αυθεντικό. Και τα εστιατόρια που δείχνουμε υπάρχουν. Ένα μεγάλο ποσοστό εστιατορίων στην Ελλάδα είναι έτσι, παρατημένα. Έχουν μείνει σε άλλη εποχή, δουλεύουν με μαμά, θείο, θεία, κουνιάδο κι έχουν οικονομικά προβλήματα. Ο «Εφιάλτης» είναι μια μεγάλη βοήθεια, γιατί μπαίνουμε στο εστιατόριο με χορηγούς και το φτιάχνουμε από την αρχή, δηλαδή του δίνουμε στ' αλήθεια μια δεύτερη ευκαιρία να πάει μπροστά.
Σε πολλά εστιατόρια φτιάχνουμε ολοκληρωτικά την κουζίνα – ξέρεις πόσα λεφτά είναι αυτά; Μόνο τα πιάτα, τα πιρούνια, οι κατσαρόλες κοστίζουν 7-8 χιλιάρικα. Πολλοί δεν έχουν τηγάνι να μαγειρέψουν, επειδή έχουν άλλες προτεραιότητες, π.χ. να μεγαλώσουν τα παιδιά τους. Δηλαδή με τα πέντε φράγκα που βγάζουν από το εστιατόριο θα πάρουν να φάνε, δεν θα επενδύσουν στην κατσαρόλα.
• Πετυχημένος σεφ είναι αυτός που αγαπάει τη μαγειρική και είναι το εστιατόριό του γεμάτο. Ένας σεφ που καταφέρνει να κάνει τον κόσμο να φεύγει ευχαριστημένος από το εστιατόριό του και την ώρα που κλείνει πια την πόρτα διαπιστώνει πως το ταμείο του δεν είναι μείον. Αυτός που έχει υπομονή, επιμονή, ακρίβεια, συνέπεια, μαγειρικό ήθος, σεμνότητα, πάθος, διοικητικές ικανότητες, φαντασία και ενσυναίσθηση. Και δεν αναφέρομαι στο ταλέντο, γιατί αυτό από μόνο του ως τροχοπέδη έχει λειτουργήσει στις κουζίνες. Δεν φαντάζεσαι πόσες αηδίες ταλαντούχων έχω δοκιμάσει σ' αυτήν τη ζωή.
• Δεν υπάρχουν μεγάλα εστιατόρια, υπάρχουν μεγάλοι πελάτες. Εμείς οι μάγειρες, οι εστιάτορες, είμαστε έμποροι ευχαρίστησης. Και αυτό που πρέπει να κοιτάξεις, πάνω απ' όλα, είναι να αρέσεις στον πελάτη. Δεν μαγειρεύουμε για εμάς, μαγειρεύουμε για τον κόσμο. Αν είμαστε πολύ μπροστά από την εποχή δεν θα πατήσει ψυχή. Το ίδιο και αν είμαστε πολύ πίσω. Πρέπει πάντα να είσαι επίκαιρος στη μαγειρική.
• Αυτήν τη στιγμή ζοριζόμαστε γαστρονομικά, γιατί η οικονομική κρίση είναι μεγάλη. Και όταν υπάρχει κρίση, τα γαστρονομικά εστιατόρια δεν είναι προτεραιότητα. Προτεραιότητα είναι να πας να φας, να περάσεις καλά και να χαλάσεις λίγα, για να μη σου κόψουν το ρεύμα. Για να ευδοκιμήσει η γαστρονομία, πρέπει να υπάρχει ευμάρεια. Ξεκινάει όταν δεν πεινάμε πια.
Η υψηλή γαστρονομία στην Ελλάδα πέρασε μεγάλο ζόρι από τα capital controls και μετά. Απορώ πώς έχουμε αντέξει όλοι. Ζοριστήκαμε πολύ. Και μόλις πήγαμε να πάρουμε τα πάνω μας, ήρθε ο κορωνοϊός και μας γονάτισε. Ένας λόγος που κάνω τηλεόραση είναι επειδή βοηθάει να έρθει κόσμος στο εστιατόριο. Δυστυχώς ή ευτυχώς, αυτό γίνεται. Με ρωτάνε: «Γιατί κάνεις τον "Εφιάλτη στην κουζίνα" όταν έχεις αστέρι Michelin, έχεις εστιατόριο στην Κέρκυρα, στην Αθήνα και Χρυσούς Σκούφους;». Αν δεν είχα την τηλεόραση, μπορεί να τα είχα κλείσει και τα δύο μαγαζιά μου.
• Η δική μου μαντλέν είναι ένα παγωτό μόκα που μου θυμίζει τους περιπάτους με τη μάνα μου και τη θεία μου, που κατέληγαν στο Λιστόν. Καθόμασταν στου Μπούζη, που έφτιαχνε φοβερή μόκα αλά παλαιά, ένα παγωτό από καφέ, βανίλια και κρέμα σαντιγί. Σου έκανε μια τρύπα στη μέση μ' ένα τεράστιο κουτάλι, έριχνε nescafé και το ανακάτευες. Eκείνη την ανάμνηση μετέφερα στο pre-dessert του Εtrusco «Παραλλαγή σε μια μόκα αλά παλαιά». Είναι και το λουκούμι τριαντάφυλλο, το οποίο έχω μεταφέρει στο επιδόρπιο «Υποβρύχιο της παιδικής μου ηλικίας».
• Η ζωή με έχει μάθει το «κοίταζε, άκου και μη μιλάς». Ότι οι άνθρωποι θυμούνται πάντα πώς τους έκανες να αισθάνονται, ακόμα κι αν δεν θυμούνται τι τους είπες. Αυτό είναι αλήθεια, να ξέρεις.
Info: botrinis.com
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
σχόλια