ΜΕ ΣΥΓΚΙΝΟΥΝ ΠΟΛΥ οι άνθρωποι που τολμούν να ακολουθήσουν τον δρόμο της καρδιάς τους, αναλαμβάνοντας ενσυνείδητα κάθε ρίσκο που προκύπτει. Κάθε επιχειρηματική κίνηση κρύβει μεγάλες δυσκολίες, πιστεύω όμως ότι η αγορά που περιλαμβάνει τρόφιμα και ποτά είναι η πιο δύσκολη. Εκεί παίζεις με πολλούς διαφορετικούς παράγοντες, όπως με την κουλτούρα ενός τόπου και τις συνήθειές του, τα γούστα του, τη διάθεση που έχει ή δεν έχει για να ανακαλύψει νέες γεύσεις, την οικονομική του κατάσταση ή ακόμη και την ψυχολογία του.
Δεν είναι πάντα ανοιχτή μια κοινωνία σε νέες προτάσεις, οι δοκιμές και οι πειραματισμοί απαιτούν μια ανεμελιά. Συνεπώς, νομίζω ότι δικαιολογημένα απόρησα όταν η Θάλεια Καζάζογλου, και όχι μια μεγάλη πολυεθνική ή έστω μια εταιρεία καθιερωμένη στον χώρο της σίτισης, αποφάσισε να δημιουργήσει ένα νέο προϊόν, ένα ιδιαίτερο παγωτό ή παγωμένο dessert, και να το διαθέσει στην ελληνική αγορά.
Μάλιστα, η ιδέα της γεννήθηκε την εποχή που βγαίναμε από τις αλλεπάλληλες καραντίνες, τότε που ακόμη η πανδημία βρισκόταν στα κόκκινα και η διάθεσή μας δεν ήταν και στα καλύτερά της. Εκείνη την περίοδο της μεγάλης ανασφάλειας, η Θάλεια αποφάσισε ότι ήρθε η στιγμή να πραγματοποιήσει μια τρελή της ιδέα και να κολυμπήσει σε βαθιά νερά. Και ενώ αρχικά είχε στο μυαλό της κάτι γενικό που αφορούσε γλυκά με υγιεινές συνθέσεις και προθέσεις, μια άλλη ιδέα την παρέσυρε σε ένα ταξίδι με πρωταγωνιστή τα ιαπωνικά γλυκά mochi.
«Πρωτοδοκίμασα mochi στην Ιαπωνία. Και εννοώ hand made mochi και όχι τυποποιημένα. Κλασικά mochi με τις γλυκιές πάστες που χρησιμοποιούν από φρούτα και καρπούς. Κάθε mochi ήταν “like a piece of art” και τουλάχιστον εγώ δεν μπορούσα να αρκεστώ ποτέ σε ένα. Έχω κάτσει για μισή ώρα σε ουρά για τις πολυπόθητες αυτές μπουκιές. Αυτή όμως ήταν η γνωριμία μου με τα mochi και όχι η αφετηρία της ιδέας.
Η ιδέα ξεκίνησε στην εποχή της καραντίνας. Και συγκεκριμένα μόλις αρχίσαμε να βγαίνουμε από αυτή. Όλα ξεκίνησαν από έναν τυχαίο συνειρμό που μου δημιουργήθηκε πάνω σε κουβέντα με μια φίλη. Κάτι σούπερ exciting αλλά από αυτά που συζητάς και σου φαίνονται άπιαστα. Βλέπεις όμως την πρώτη λάμψη στα μάτια της φίλης σου και μετά χωρίς να το καταλάβεις όλα έχουν πάρει τον δρόμο τους».
Στην Ιαπωνία, τα mochi παρασκευάζονται σε μια τελετή που ονομάζεται mochitsuki. Η τιμητική τους είναι τις μέρες της ιαπωνικής πρωτοχρονιάς, καθώς θεωρούνται το απόλυτα παραδοσιακό γλύκισμα. Μάλιστα, οι Ιάπωνες συνηθίζουν να τοποθετούν ένα mochi με topping πικρό πορτοκάλι στον ναό του σπιτιού τους, για καλοτυχία.
Η αλήθεια είναι πως η Θάλεια έχει μια μεγάλη πορεία στο marketing μιας εταιρείας με ασιατικά προϊόντα. Η Cardinal εδώ και 30 χρόνια τροφοδοτεί τα περισσότερα ασιατικά εστιατόρια με πρώτες ύλες. Οπότε, ήξερε πως οι πρώτες ύλες με καταγωγή από την Ιαπωνία τραβούν όλο και περισσότερο το ενδιαφέρον των Ελλήνων.
«Τα τελευταία δέκα χρόνια μπορείς να βρεις ασιατικά πιάτα ή επιρροές της ασιατικής κουζίνας σε κάθε εστιατόριο και μενού. Είτε πρόκειται για ένα πιάτο, όπως γίνεται τελευταία με τα bao, είτε για συστατικά που χρησιμοποιούν οι σεφ στην παρασκευή ενός κλασικού πιάτου, όπως το mirin ή το miso paste. Οι Έλληνες είναι πια εξοικειωμένοι με τις ιδιαίτερες γεύσεις αυτής της χώρας και την κουλτούρα της. Δεν ένιωθα να βαδίζω σε σίγουρο έδαφος αλλά, σίγουρα, ήξερα ότι έχω διαλέξει έναν καλό δρόμο».
Τι είναι, όμως, τα mochi;
Ουσιαστικά μιλάμε για ιαπωνικά κέικ ρυζιού από κολλώδες ρύζι που γίνεται μια πάστα, η οποία πλάθεται σε διάφορα σχήματα και γεμίζεται με διάφορα υλικά. Τα mochi μπορούν να καταναλωθούν αμέσως ή να υποστούν την ανάλογη επεξεργασία και να τα φάμε αργότερα.
Στην Ιαπωνία, τα mochi παρασκευάζονται σε μια τελετή που ονομάζεται mochitsuki. Η τιμητική τους είναι τις μέρες της ιαπωνικής πρωτοχρονιάς, καθώς θεωρούνται το απόλυτα παραδοσιακό γλύκισμα. Μάλιστα, οι Ιάπωνες συνηθίζουν να τοποθετούν ένα mochi με topping πικρό πορτοκάλι στον ναό του σπιτιού τους, για καλοτυχία. Το βασικό υλικό τους, το κολλώδες ρύζι, glutinosa όπως λέγεται, είναι ένα κοντόκοκκο ρύζι που καλλιεργείται σε όλη την Ασία και ιδίως στην Κίνα.
Η διαδικασία παρασκευής της ζύμης περιλαμβάνει αρχικά το ψήσιμο του ρυζιού και έπειτα το κοπάνισμά του σε μεγάλα ξύλινα ή πέτρινα γουδιά, που ονομάζονται usu, μέχρι να γίνει μια μαστιχωτή πάστα. Οι γεμίσεις ποικίλουν, από κόκκινα φασόλια και ζαχαρωμένο κάστανο ή τσάι μάτσα μέχρι τις πιο σύγχρονες της βανίλιας, της σοκολάτας και των φρούτων. Το mochi καλύπτεται με σκόνη κινάκο, που είναι καβουρντισμένος και κοπανισμένος σπόρος σόγιας.
Τα mochi πρωτοεμφανίστηκαν στην Κίνα αλλά έχουν καταγραφεί ιστορικά και στην Ιαπωνία, την περίοδο Heian και από τον 10ο αι. πρωταγωνιστούν σε θρησκευτικές τελετές. Η λέξη mochi πιθανότατα προέρχεται από το ρήμα motsu και σημαίνει αυτό που έχει δοθεί από τον θεό.
Η θερμιδική αξία ενός κομματιού φτάνει εκείνη που έχει ένα μπολ με ρύζι, προσφέροντας σημαντική ενέργεια σε όποιον το καταναλώνει. Αυτό εξηγεί γιατί τα mochi ήταν αγαπημένα των αγροτών που είχαν αυξημένες ανάγκες αλλά και των σαμουράι, όταν κατέβαιναν στη μάχη.
«Μπορεί να μην ακούγεται πολύ ελκυστική η μαστιχωτή, κολλώδης ζύμη των mochi, αλλά όταν κάποιος τα δοκιμάζει, καταλαβαίνει την ιδιαιτερότητα και τη μαγεία της. Τα mochi δεν μοιάζουν με τίποτα άλλο που ξέρουμε και αυτό είναι που τα κάνει να ξεχωρίζουν. Είναι ένα γλυκό σνακ για κάθε στιγμή της ημέρας. Τα mochi ice cream εμφανίστηκαν αρχικά στην Αμερική και μετά ήλθαν στην Ευρώπη. Και το δικό μας στοίχημα ήταν να κάνουμε ένα mochi ice cream που θα συνδυάζει την παραδοσιακή ζύμη με αυτό που εμείς οι Δυτικοί ξέρουμε ως παγωτό», μου εξηγεί η Θάλεια και συμπληρώνει ότι στη Δύση έχουν μεγάλο ρεύμα και τα αγαπούν πολύ.
Παρόλο που όντως η ιαπωνική κουζίνα έχει αποκτήσει φανατικό κοινό στην Ελλάδα, εξακολουθώ να πιστεύω ότι είναι πολύ τολμηρό το εγχείρημα της Θάλειας, όταν μάλιστα ξέρω ότι έχει μπει στη διαδικασία να επενδύσει ένα σημαντικό χρηματικό ποσό στον χώρο της παραγωγής, με τον οποίο δεν είχε καμιά σχέση.
«Δεν ήταν καθόλου εύκολο να υλοποιηθεί το project. Μιλάμε για ένα προϊόν το οποίο έχει πολλά μυστικά που δεν είναι εύκολο να τα μάθεις. Υπάρχουν τεχνικά θέματα στην παραγωγή και δυσκολίες. Σίγουρα φοβήθηκα όταν κατάλαβα ότι θα επενδύσω παραπάνω από όσα έχω και θα αναγκαστώ να μάθω πολλά καινούργια πράγματα που δεν έχουν καμιά σχέση με το μέχρι τώρα αντικείμενο της δουλειάς μου, αλλά τίποτα δεν μπορούσε να αλλάξει την απόφασή μου».
Για την παρασκευή των Wowchi Mochi χρειάστηκαν να γίνουν γευστικές δοκιμές που κράτησαν μήνες. Για την παραγωγή δημιουργήθηκε ειδική μονάδα που εξοπλίστηκε με ειδικά μηχανήματα. Τίποτα δεν έγινε στην τύχη.
«Το challenge μου ήταν αν θα τα καταφέρω. Αλλά γενικά εμπιστεύομαι το ένστικτό μου. Και όταν κάτι μου κάνει κλικ, αρχίζω να δημιουργώ stories… Και λόγω του επαγγέλματός μου, αυτό είναι κάτι που μου βγαίνει αβίαστα γιατί όλα τα χρόνια η δουλειά μου είναι να βλέπω την ιστορία πίσω από κάθε προϊόν και κάθε ετικέτα και να σκέφτομαι πώς μπορούν να συνδεθούν με τον κόσμο. Δεν σκέφτηκα αυστηρά την ελληνική αγορά. Σκέφτηκα ένα mochi με την κλασική αυθεντική ζύμη (όσο φυσικά αυτό είναι εφικτό) και με ένα παγωτό που θα είναι αυτό που οι Δυτικοί έχουμε συνηθίσει ως παγωτό γευστικά».
Οι γεύσεις που επιλέχθηκαν πρώτες είναι τέσσερις, όλες gluten free και vegetarian: mango, vanilla & nuts, hazelnut και vegan dark chocolate. Μια ασφαλής επιλογή, κατάλληλη ακόμη και για εκείνους που δεν είναι εξοικειωμένοι με το προϊόν.
Αρχικά, δοκίμασα το σοκολατένιο, καθώς αγαπώ τη μαύρη σοκολάτα. Η γεύση του ήταν πλούσια και η επικάλυψη του ρυζιού ευχάριστη στο στόμα. Το φουντούκι είναι πραγματικά η μεγάλη έκπληξη, καθώς σου δίνει την απόλυτη γεύση του καρπού και μια υπέροχη πληρότητα.
Δροσερό και γλυκόπικρο το mango, σίγουρα θα το επέλεγα για να κλείσω ένα γεύμα, ενώ η βανίλια με τους ξηρούς καρπούς είναι η ήρεμη δύναμη, η κατάλληλη δόση παγωτού για να ξεγελάσεις τις υπογλυκαιμίες σου. Συμβουλή μου είναι να μη δοκιμάσετε να το γλείψετε, σαν παγωτό. Το mochi θέλει δαγκωνιά για να σκάσει η γεύση στο στόμα σου.