Το να έχεις επισκεφθεί την Ίο τα τελευταία οκτώ χρόνια και να μην έχεις φάει στο Κατώγι είναι μεγάλο κρίμα. Στο μικροσκοπικό, σχεδόν υπόσκαφο μεζεδοπωλείο έφαγα πρώτη φορά το καλοκαίρι του 2007, την πρώτη μου φορά στο νησί. Με πήγαν την τελευταία μέρα των διακοπών μου και πολύ στενoχωρήθηκα γι' αυτό. Θυμάμαι ακόμα την έκπληξή μου όταν ήρθε η Θεοδώρα να μας πάρει παραγγελία, μια γυναίκα ψηλή, όλο πόδια, με υπέροχα λαδί μάτια, που με μια σχεδόν χορευτική ικανότητα κινούνταν ανάμεσα στα τραπέζια και στη μαγκιά όλων όσoι ήμασταν καθισμένοι μπροστά της εκείνη τη στιγμή. Όταν έβγαλε, δε, το στυλό από τον κότσο της για να γράψει τα φαγητά μας, πρέπει να την κοιτούσα με το στόμα ανοιχτό. Η μια ευχάριστη έκπληξη ακολουθούσε την άλλη: η διακόσμηση που ήταν (και παραμένει) ένα πάρτι απενοχοποιημένου μαξιμαλισμού και προσωπικών ιστοριών, οι ρακές που έρρεαν άφθονες και, τέλος, το φαγητό. Από την τότε στενόχωρη κουζίνα του ο Γιώργος έβγαζε τους πιο νόστιμους μεζέδες από διαλεχτά υλικά, χωρίς ίχνος επιτήδευσης και προσπάθειας εντυπωσιασμού. Ερωτεύτηκα παράφορα το κους κους σαλάτα, ένα πιάτο που υπάρχει μέχρι σήμερα στο μενού και το οποίο παραγγέλνω κάθε φορά που θέλω να κάνω την έξυπνη σε ανυποψίαστους φίλους. Από το 2007 πάω κάθε χρόνο στην Ίο και ποτέ δεν ξεχνάω να φάω τουλάχιστον μία φορά στο Κατώγι.
Ο Γιώργος Κατσέας και η Θεοδώρα Τζιαμαλή γνωρίστηκαν προ δεκαετίας, ενώ δούλευαν και οι δύο σε μπαρ του νησιού. Ερωτεύτηκαν κι έζησαν μαζί σχεδόν αυτομάτως. Πώς, όμως, προέκυψε η μαγειρική για τον Γιώργο; «Από πιτσιρίκι μαγείρευα στους φίλους μου, αλλά ήθελα να γίνω tattoo artist. Ευτυχώς, κατάλαβα νωρίς ότι δεν είχα το ταλέντο και σκέφτηκα να πάω στο Λονδίνο να μάθω κομμωτική. Φτάνοντας εκεί, βρήκα τις οικονομικές απαιτήσεις εξωπραγματικές κι έτσι επέστρεψα στην Αθήνα, όπου και πήγα σε σχολή μαγειρικής». Το μαγαζί προέκυψε από σπόντα. Όντας ζευγάρι και εκτός σεζόν, επέστρεψαν στο νησί να πάρουν το δίπλωμα μηχανής του Γιώργου και να βοηθήσουν έναν φίλο να βρει έναν χώρο για να ανοίξει κατάστημα ρούχων. Περνώντας μπροστά από τη θολωτή αυλή, κοντοστάθηκαν. Το αποφάσισαν επιτόπου και το έκλεισαν με σκοπό να ανοίξουν μεζεδοπωλείο.
Είχαν αρχικό κεφάλαιο πεντακόσια ευρώ. «Ήρθαμε για τρεις μέρες βόλτα και φύγαμε με μαγαζί. Το κλείσαμε Οκτώβρη, πήραμε δάνειο και ξεκινήσαμε εργασίες τον Δεκέμβρη. Ανοίξαμε το Πάσχα». Το Κατώγι σήμερα είναι τρεις φορές το μέγεθος του αρχικού μαγαζιού, με δύο προσθήκες, μια παλιά αποθήκη κι ένα κουρείο. Τα δυο, όμως, πρώτα χρόνια είχε οκτώ τραπέζια και ήταν όλο φτιαγμένο από τα χέρια τους. Η Θεοδώρα θυμάται τον πρώτο χρόνο: «Μάθαμε να κάνουμε τα πάντα. Έπαιρνα τον θείο μου και τον ρωτούσα αν βάζω ασβέστη στο σοβάτισμα. Πλέον μπορώ να σου φτιάξω χτιστό κρεβάτι με μπαουλάκι από κάτω για τα σεντόνια. Για λίγο καιρό, στην αρχή, κοιμόμασταν μέσα, στον χώρο μπροστά από την κουζίνα. Μετά το κλείσιμο στρωματσάδα και ταινία στο laptop, το πρωί με το νεσεσέρ και την οδοντόβουρτσα στο μπάνιο». «Ρίξαμε πάρα πολλή δουλειά» συνεχίζει ο Γιώργος. «Θυμάμαι να τελειώνω την πρώτη μέρα και να το έχω μετανιώσει πικρά. Είπα στη Θεοδώρα ότι κάποια στιγμή μέσα στη βραδιά σκέφτηκα να τα παρατήσω όλα και να φύγω». Παρ' όλα αυτά, ο Γιώργος και η Θεοδώρα έμειναν και συνέχισαν να δουλεύουν, τον πρώτο χρόνο μόνοι τους, εκείνος στην κουζίνα κι εκείνη στο σέρβις και το μπαρ. Από πελατεία στην αρχή θυμούνται μόνο τους γνωστούς τους. «Ερχόταν ο λογιστής μας, ο προμηθευτής μας και, φυσικά, το καλοκαίρι κάποιοι φίλοι». Μετά από δύο χρόνια λειτουργίας ο διπλανός αποφασίζει να τους δώσει την αποθήκη που δεν χρησιμοποιούσε. Η πρώτη αυτή επέκταση αποδείχτηκε σωτήρια για το Κατώγι. «Είχαμε συνειδητοποιήσει ότι τα έξοδα έβγαιναν, αλλά δεν είχαμε σχεδόν καθόλου κέρδος. Ή θα το μεγαλώναμε ή θα το κλείναμε. Ευτυχώς, με την επέκταση άνοιξε η δουλειά. Μετά μας έκατσε να αδειάσει και το κουρείο δίπλα και φτάσαμε στο σημερινό μαγαζί». Η Θεοδώρα πλέον δεν είναι μόνη της. Η αδερφή της και άλλα δύο κορίτσια στο σέρβις εξυπηρετούν με χαμόγελο, καθώς και ο Γιώργος έχει πλέον μια οργανωμένη κουζίνα. Σε καθημερινή βάση ο μάγειρας πάει γυμναστήριο. «Πρέπει να πηγαίνω, να ξεφεύγω λίγο, και να γυμνάζομαι. Προσέχω και τι τρώω, γιατί, αντίθετα από τη Θεοδώρα, εγώ παχαίνω». «Είναι αλήθεια, εγώ δεν παίρνω κιλά, ό,τι και να φάω. Μπορώ να φάω ένα ταψί γεμιστά με τραχανά μόνη μου και να μη βαρυστομαχιάσω καν» λέει η Θεοδώρα, χαμογελώντας. Είναι δύσκολο να την πιστέψεις. Η φιγούρα της θυμίζει μοντέλο.
Όση ώρα μιλάμε μπαίνει κόσμος να κλείσει τραπέζι για το βράδυ. Πολλοί Έλληνες αλλά και πολλοί ξένοι, φίλοι των παιδιών που έρχονται στο νησί επί χρόνια. Υπάρχει μια διάχυτη αίσθηση χαλαρότητας κι ευθυμίας. Ο κόσμος χαιρετάει και τους δύο, πολλοί τους ασπάζονται, όπως έχουν δει να κάνουν εδώ στην Ελλάδα. Τα παιδιά χαμογελούν πλατιά. Κοιτώντας τους καταλαβαίνω τι κάνει αυτό το μαγαζί μοναδικό. Είναι αυτοί οι δύο νέοι άνθρωποι που ξεκίνησαν με ένα όνειρο και κατάφεραν να κάνουν ένα μαγαζί στο οποίο κανείς δεν νιώθει πελάτης, παρά φίλος, καλεσμένος για μερικούς μεζέδες, ρακί και καλαμπούρι. Ό,τι πρέπει!
=====
Αν πας στο Κατώγι, μην ξεχάσεις να δοκιμάσεις κους κους σαλάτα, κοτόπουλο πάπρικα και την παγκόσμια πατέντα «μουσακαδοκροκέτα».
Επίσης, καλό είναι να κάνεις ένα τηλέφωνο μετά τις έξι για κράτηση, αν είσαι με παρέα. Εξαιρετική και η μπάρα με κοκτέιλ ημέρας.