Τρίτη 03.06
Καλύτερα απ' όλους το είπε ο Προυστ νομίζω: «Όταν όμως από ένα μακρινό παρελθόν τίποτα δεν επιζεί, αφού πεθάνουν οι άνθρωποι, αφού καταστραφούν τα άψυχα, μόνες, οι πιο φθαρτές, αλλά πιο μακρόβιες, πιο άυλες, πιο επίμονες, πιο πιστές, η όσφρηση και η γεύση ζουν για καιρό ακόμα σαν τις ψυχές, για να θυμούνται, να περιμένουν, να ελπίζουν, επάνω σε αυτά τα ερείπια, να βαστούν χωρίς να λυγίζουν, πάνω στη μικρή, σχεδόν άυλη σταγόνα τους, το τεράστιο οικοδόμημα της ανάμνησης».
Για πολλούς ανθρώπους, και όχι μόνο για τους καλοφαγάδες, αυτό που αποκαλούμε αναμνήσεις είναι συνήθως ένα πλέγμα από οσμές και γεύσεις που μέσω τους καταγράφουν τη ζωή τους. Το σκέφτομαι τώρα που διαβάζω το έξοχο βιβλίο του Επίκουρου που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ίκαρος. Το βιβλίο έχει τίτλο Η γεύση της μνήμης. Αναμνήσεις και εξομολογήσεις ενός κριτικού εστιατορίων. Πέραν του αποσπάσματος από τον Προυστ που βρίσκεται στην αρχή αυτού του υπέροχου βιβλίου που κάπως με βοήθησε αυτήν τη δύσκολη μέρα, θα ήθελα να μη γράψω κάτι άλλο γι' αυτό μέχρι την επόμενη εβδομάδα που θα το ολοκληρώσω.
Με αφορμή, όμως, αυτό το βιβλίο, που είναι ένα food memoir, ένα βιβλίο δηλαδή που καταγράφει τη γαστρονομική βιογραφία ενός ατόμου, θέλω να πω πως αυτό το είδος της λογοτεχνίας είναι για μένα κάτι πολύ μαγικό που έτσι, ως διά μαγείας, εμφανίζεται και μου επιβάλλεται ως χρήσιμο όταν είμαι λίγο στα κάτω μου.
Αγαπώ το φαγητό, το ξέρω. Και σίγουρα μέσα από τη μαγειρική παίρνω ανείπωτες χαρές. Τα food memoirs, ωστόσο, δεν είναι μόνο για τη δόξα του φαγητού. Είναι υπέροχες, μεγαλειώδεις ιστορίες από ανθρώπους που συγκινούνται από μια γεύση ή συγκλονίζονται από μια άλλη. Είναι κυρίως βιβλία γι' αυτούς που έχουν πιστέψει όσα λέει ο Προυστ. Ότι δηλαδή, μέσω μιας γεύσης ή μιας οσμής, ένα παρελθόν που προφανώς κρυβόταν μέσα σε στάχτες παίρνει σάρκα και οστά κι έρχεται να σε βρει στο παρόν, να σου εξηγήσει ποιος είσαι και γιατί είσαι έτσι όπως είσαι.
Μπορεί να μην είναι για όλους αυτό, αλλά για μένα είναι. Να, όπως προχθές, που ήμουν στο νησί μου, ένα μέρος που επιμένει να διαγράφει όλες του τις μνήμες. Να μη θυμάται τίποτα. Πας στα σπίτια για να φας και στα εστιατόρια και νομίζεις πως είσαι στην Αυστρία ή κάπου αλλού στην κεντρική Ευρώπη. Θέλει να αντιγράφει τα μεγάλα και τα σπουδαία που βλέπει στην τηλεόραση και διαβάζει στα ξένα περιοδικά. Και, φυσικά, έχει ξεχάσει ή αγνοεί παντελώς τη δική του γαστρονομική παράδοση που είναι σπουδαία κι έχει ρίζες σε χίλια δυο πράγματα και, κυρίως, δεν είναι καταγεγραμμένη. Εκεί, λοιπόν, μέσα στην ξενομανία που βιώνεις, στα σούσι, τα σασίμι με ψάρια που έρχονται με κούριερ από άλλες θάλασσες, τα ιταλικά, τα κινέζικα, τα μεξικάνικα και τα αραβικά, κάθεσαι ένα μεσημέρι και τρως το «λουβί» της μάνας σου ή μυρίζεις την «τηγάνιση» από κρεμμύδια και ελαιόλαδο που περιχύνεται πάνω στις φακές και όλες οι κυψελίδες του μυαλού σου παίρνουν φωτιά και θυμάσαι χίλια δυο, καλά και κακά, από τα παλιά. Το σίγουρο είναι πως έτσι ξέρεις ότι ζεις, ενώ με τα άλλα δεν την παλεύεις, αφού δεν τα κατέχεις. Σας φιλώ.
σχόλια