Πρόσφατα βρέθηκα στο κτίριο ενός τηλεοπτικού καναλιού. Η γνωστή, ιδρυματική κατάσταση των μεγάλων εταιριών, γραφεία, γραφειάκια και γραφειόπουλα εκατέρωθεν απρόσωπων διαδρόμων, διαχωριστικά από φθηνά υλικά που περισσότερο ενώνουν παρά χωρίζουν τον ημερήσιο κάματο των εργαζομένων, εκεί όπου η ιδιωτικότητα φαντάζει το ίδιο φαντεζί, όσο και στα υπερφορτωμένα κελιά του Κορυδαλλού. Ήταν η ώρα της πείνας που ξεδίπλωσε μπροστά μου πρόσφατες μυρωδιές κι άλλες, περασμένες μνήμες, από τα χρόνια του λάιφ-στάιλ, τότε που και η δική μου μέρα χόρταινε παρέα με άλλων 570 εργαζομένων, στριμωγμένη ανάμεσα σε λάπ-τοπ, σωρούς από χαρτιά, ακουστικά τηλεφώνων και ραντεβού που έσκαγαν-φτου γαμώτο- μαζί με το ντελίβερυ που είχε καθυστερήσει μισή μέρα και μια ώρα τον πόθο μιας παραγγελίας.
Το φαγητό στο γραφείο έχει τα δικά του χούγια, κάτι ανάμεσα σε νηπιαγωγείο και άσυλο γενικώς, ένα ψυγείο με γιαουρτάκια και πακετάκια αυστηρώς ονοματισμένα με το ονοματεπώνυμο του κατόχου τους, κατινιές του τύπου «ο τάδε πάλι έφαγε το δικό μου τοτάλ ταχαμού καταλάθος», οπωσδήποτε ένα κουτί με γλυκά στην πασαρέλα αφού όλο και κάποιος κερνάει για ένα γενέθλιο ή μια ονομαστική, σνακς που περιφέρονται πάνω σε γραφεία, μούτρα γιατί μου πήρες το τελευταίο κριτσίνι χωρίς να με ρωτήσεις, το κέικ κάποιας προκομμένης που περνάει κέρασμα σε όλους, πολλά χαρτιά από κάθε λογής και γούστου ντελιβεράδικα ανάμεσα σε πολύτιμα έγγραφα, σουσάμια από κουλούρι σφηνωμένα στα πληκτρολόγια.
Εκεί που παλιότερα, η Κυριακούλα που έφερνε ταπεράκι με μπάμιες ήταν η γραφικιά του γραφείου, τώρα το ταπεράκι είναι μαστ, είναι οπωσδήποτε, είναι μονόδρομος, ένα ερωτικό ραβασάκι στη γραμμή και την υγεία μου, καλή πράξη απέναντι στον υπέροχο εαυτό μου και το σύμπαν.
Και μια γενικευμένη αποφορά από σουβλατζίδικο, μαγέρικο, ψησταριά, πιτσαρία και τοστάδικο συνάμα, την ώρα που η πείνα χτυπά γενικό προσκλητήριο. Τα παλιά χρόνια της ευμάρειας, τότε που όλοι είχαν να θρέψουν τα ντελιβεράδικα της γειτονιάς, η μυρωδιά της πίτσας ερχόταν να εκνευρίσει τον διπλανό σου με τη ρόκα-παρμεζάνα και τον fitness προβληματισμό, τα κρεμμύδια από τα σουβλάκια θόλωναν την πνευματική διαύγεια του γείτονα που προτιμούσε ένα σκέτο καλαμάκι-κοτόπουλο, καυγάδες στηνόντουσαν πάνω από τα καλαθάκια των αχρήστων για το ποιός πέταξε πάλι εδώ μέσα κονσερβοκούτι από τόνο που αναδύει τη μπόχα της ψαραγοράς σε ώρα αιχμής.
Τότε που λέτε, τα γκραν σουξέ του γραφείου ήταν η σαλάτα ρόκα-παρμεζάνα με ρόδι, το σάντουιτς με σολομό, η πράσινη σαλάτα με σολομό, ο σολομός-φαντάρος γενικότερα και η σαλάτα φακές-μπαλσάμικο, επιτομή του νέου γενιάς ντελίβερυ, εκείνου που στα μέσα της περασμένης δεκαετίας άρχισε να ρωτά για την ποιότητα, το καλό λάδι, βάζοντας στο «φαγητό απέξω» μια αύρα από φαγάκι της μαμάς. Το γκραν σουξέ της συντριπτικής πλειοψηφίας, ωστόσο, έπαιζε στο ντουετάκι πίτσα-σουβλάκι.
Ω! πόσο διαφορετική η εικόνα που αντίκρισα προσφάτως, λοιπόν, στο τραπέζι του σταθμού που σας έλεγα, όταν μεμιάς ανοίχτηκαν μπροστά μου δεκάδες ταπεράκια, επιμελώς παραγεμισμένα με μια άλλη διατροφική συνείδηση. Για παραγγελίες απ’έξω, ούτε λόγος να γίνεται! Εκεί που παλιότερα, η Κυριακούλα που έφερνε ταπεράκι με μπάμιες ήταν η γραφικιά του γραφείου, τώρα το ταπεράκι είναι μαστ, είναι οπωσδήποτε, είναι μονόδρομος, ένα ερωτικό ραβασάκι στη γραμμή και την υγεία μου, καλή πράξη απέναντι στον υπέροχο εαυτό μου και το σύμπαν. Πατάτες βραστές επιμελώς κομμένες και στοιχισμένες σε ροδελίτσες, κολοκυθάκια βραστά παρομοίως, ελιές και φιλέτο ρέγκας, φάβα και φακές σαλάτα, μπρόκολο σε κομψά μπουκετάκια, φιλέτο ψαριού στον ατμό μαζί με το κουνουπίδι του-όπως θα έλεγαν και οι σεφ της δημιουργικότητας-ψωμί από ζέα, ψωμί των Εσσαίων και παξιμάδι των Κρητικών, ανθότυρο με χαμηλά λιπαρά, ντοματίνια με φρέσκο βασιλικό και γίγαντες πιάζ.
Τα παιδιά μοιράζονται μπουκιές και συνταγές για βελούδινη φάβα, διευθύνσεις για τα πιο βραστερά φασόλια, περνάνε από κόσκινο τα μαρούλια της κάθε βιολογικής λαϊκής, ψηφίζουν εξάπαντος τζίντζερ στη φασολάδα, εξομολογούνται τιπς για την πιο al dente κινόα, σχολιάζουν συνταγές για την πιο τούρμπο σπιτική υγιεινομπάρα με ανάλατα κάσιους, χαρουπόμελο και συκομαϊδα, τσακώνονται για το αν το μανιάτικο λάδι αναδεικνύει καλύτερα από το κρητικό τη λεπτή γεύση του πρασόρυζου, για το αν τα κράνμπερις είναι πιο αντιοξειδωτικά από τα κράνα και αναρωτιούνται πόσα αβοκάντο την εβδομάδα καθιστούν μια κοσμική δόση αντιοξείδωσης και πού θα βρουν την καλύτερη θρούμπα. Στο μετά, όλοι έχουν ραντεβού με έναν πέρσοναλ τρέιλερ (μοιρασμένον στους 5 νοματαίους), μια χοτ, μια aerial ή μια μπίκραμ γιόγκα, μια βόλτα με τον Μπούμπι το ροντβάιλερ στον Υμηττό-που βγάζει και καλή άγρια ρόκα-, ένα πιλάτες, μια ζούμπα, ένα ropes gone wild και πολλές άλλες άγνωστες λέξεις του φίτνες αιχμής.
Τα καθόλα ταπεινά ταπεράκια με τα όσπρια, τα ραδίκια, τις βρούβες και τα παξιμάδια από χαρούπι, αν κλείσεις τα μάτια, σε πάνε κατευθείαν πίσω στην κατοχική διατροφή και σε όλες τις διατροφές των στριμωγμένων καιρών, της δυσκολίας και της ανέχειας. Τότε που-καθότι ουδέν κακόν αμιγές καλού-ο άνθρωπος τρώει καλύτερα και αποτελεσματικότερα για την υγεία και την μακροημέρευσή του. Ας μην ξεχνάμε, πως όταν λέμε κρητική ή μεσογειακή διατροφή εννοούμε τη διατροφή του φτωχού κρητικού και μεσόγειου και ποσώς του τωρινού ευπόρου ξενοδόχου των Χανίων. Μπορεί το ταπεράκι να ξεκίνησε από ανάγκη, όμως στο μεταξύ και στην πορεία, ξύπνησε μέσα μας και μια άλλη διατροφική συνείδηση που όσο την σκαλίζεις, τόσο σε πάει πίσω στην αρχέγονη ταπεινότητα του ακατέργαστου ψωμιού, της ελιάς, του λαδιού, των οσπρίων και του άγριου χορταρικού.
σχόλια