Με τον Αγγελή γνωριστήκαμε στο facebook και συναντηθήκαμε στην είσοδο του Μητροπολιτικού Μουσείου της νέας Υόρκης. Δεν χρειάστηκε κόκκινο τριαντάφυλλο για να αναγνωρίσει ο ένας τον άλλον - η ενέργεια του είναι αρκετή. Δεν ήταν η πρώτη φορά που πήγα στο ΜΕΤ, αλλά ήταν η πρώτη φορά που είδα αντικείμενα τέχνης μέσα από το αιώνιο και βαθιά ανθρώπινο θέμα του φαγητού και της κουλτούρας της γεύσης.
— Με λίγα λόγια: ποιος είσαι, και τι κάνεις;
Ονομάζομαι Αγγελής Νάννος και τα τελευταία 3 χρόνια ζω στη Νέα Υόρκη, όπου εργάζομαι στον χώρο του φαγητού ως σύμβουλος γαστρονομίας και ξεναγός γευσιγνωσίας. Δουλεύω σε προσωπικά ή συμμετέχω σε ομαδικά πρότζεκτς γαστρονομικού ενδιαφέροντος που ποικίλλουν: από σύμβουλος σε food start-ups, και την επιμέλεια ενός μενού εστιατορίου, έως παραγωγή εκδηλώσεων για την παρουσίαση ενός βιβλίου μαγειρικής. Επίσης, έχω την άδεια ξεναγού για την πολιτεία της Νέας Υόρκης και διοργανώνω γαστρονομικές και πολιτισμικές περιηγήσεις για τουρίστες και ντόπιους.
Μου λείπει ένα παλιομοδίτικο σουβλατζίδικο στην Ομόνοια, ένα μπουγατσατζίδικο επί της Εγνατίας στη Θεσσαλονίκη ή ένας καφενές για πρέφα και ουζομεζεδάκια στη Δράμα. Άντε βρες τα παραπάνω στο Μανχάταν ή το Μπρούκλιν!
— Τι είναι το In Food We Trust;
Όλες οι επιχειρηματικές μου δράσεις στεγάζονται στην εταιρεία που ίδρυσα με όνομα In Food We Trust. Επιδίωξή μου είναι να αποτελέσει έναν φορέα συνάντησης επαγγελματιών από τους χώρους της γαστρονομίας, των τεχνών και της επιχειρηματικότητας, για επιτυχημένες συνεργασίες που θα αποφέρουν οικονομικά αποτελέσματα και θα μας κάνουν να διακριθούμε στην ανταγωνιστική ζούγκλα του Μανχάταν!
— Πώς και πότε ξεκίνησες να ασχολείσαι με το θέμα του φαγητού;
Το 2009 μετακόμισα από την Αθήνα, όπου εργαζόμουν ως πολιτικός μηχανικός, στην Κωνσταντινούπολη, όπου αγαπούσα και είχα ζήσει για μικρές περιόδους, ήδη από το 2003. Ξεκινώντας τη νέα μου ζωή, με χαρά αποτίναξα τον βραχνά του μηχανικού - συγχωρέστε με πρώην συνάδερφοι - που τόσο άργησα να συνειδητοποιήσω ότι δε μου ταίριαζε καθόλου, άσε που ήμουν και σκράπας! Μιας και ο ισχνός τραπεζικός μου λογαριασμός, ήταν ικανός να με βιοπορίσει μόλις για μερικούς μήνες, είχα την φαεινή ιδέα να αρχίσω να πουλώ την αγάπη και τη γνώση μου για την Πόλη, ώστε να επιβιώσω. Μέσω του μπλογκ Angelis and the Istanbul μοιράστηκα τα αγαπημένα μου κεμπαπ, λουκούμ, μπαχαρικά, αλλά και κουκλίστικα Οθωμανικά τζαμιά, Βυζαντινές εκκλησίες και τσιγγάνους οργανοπαίχτες με τους αναγνώστες, οι οποίοι μου ζητούσαν να τους ξεναγήσω στις αληθινές γωνιές της Πόλης. Η τύχη μου χαμογέλασε όταν η τότε διμελής ομάδα ενός μικρού Αμερικανικού food blog με εμπιστεύτηκε να ξεκινήσω τα γαστρονομικά τουρ τους, τα οποία χάρη σε διθυραμβικές δημοσιεύσεις στους New York Times, Condé Nast Traveler, Lonely Planet και άλλα έγκυρα διεθνή μέσα, από τους πρώτους κιόλας μήνες εκτοξεύτηκαν. Ήταν τρομερό συναίσθημα επιβεβαίωσης ότι έκανα κάτι, επιτέλους, σωστά! Στην περίπτωσή μου, τάιζα κιοφτέδες ενώ διηγούμουν οριεντάλ ιστορίες και παράλληλα συνέβαλα στην ανάπτυξη της εταιρίας Culinary Backstreets, η οποία πλέον αποτελεί αυτοκρατορία στον χώρο του γαστρονομικού τουρισμού, με δράσεις από την Αθήνα και τη Βαρκελώνη, μέχρι το Τόκιο και το Ρίο Ντε Τζανέιρο.
— Γιατί διάλεξες το Met για τις ξεναγήσεις σου;
Το ΜΕΤ είναι μια μικρογραφία της ίδιας της Νέας Υόρκης, την οποία αγάπησα από την πρώτη φορά που επισκέφτηκα, και οι παραλληλισμοί μεταξύ τους πολυεπίπεδοι. Όπως η Νέα Υόρκη στεγάζει πολλά από τα τεχνολογικά και αρχιτεκτονικά επιτεύγματα των ΗΠΑ, μερικούς από τους πρώτους ουρανοξύστες, μνημεία, γέφυρες και έργα τέχνης σε δημόσιους χώρους, έτσι και στο ΜΕΤ φυλάσσονται κάποια από τα αρχαιότερα κειμήλια της ανθρωπότητας. Η χαοτική του κάτοψη, με τις στην εντέλεια αριθμημένες αίθουσες, αλλά και τα δαιδαλώδη περάσματα και της κρυφές αυλές της, θυμίζει την αντίθεση μεταξύ του εν γένει τετραγωνισμένου ρυμοτομικού κανάβου του Μανχάταν, και της χάνει-η-μάνα-το-παιδί Τσαϊνατάουν. Και όπως στην πόλη υπάρχουν, πρακτικά, άπειρα εστιατόρια, με φαγητό από κάθε γωνιά του πλανήτη, έτσι και το ΜΕΤ «σερβίρει» εκατομμύρια έργα τέχνης, με χιλιάδες εξ αυτών να απεικονίζουν ή να συνδέονται σε πρακτικό και εννοιολογικό επίπεδο με το φαγητό. Σε ένα μουσείο, όπου γίνονται τουρς με θέμα τη μόδα, τη θρησκεία, την ομοερωτική τέχνη ή τα Pokemon, καιρός ήταν να υπάρξει και το πρώτο γαστρονομικό, που ευλόγως ονόμασα Yum Yum MET Culinary Art Tour!
— Για ποιο λόγο θα πρότεινες σε κάποιον να κλείσει μια ξενάγηση μαζί σου;
Το τουρ στο ΜΕΤ είναι ιδανικό τόσο για μια πρώτη επίσκεψη στο μουσείο, μιας και καλύπτει πολλά από τα τμήματά του και δίνει μια σφαιρική εικόνα μέσα σε ένα δίωρο, όσο και για την πολλοστή, μιας και αφενός ανακαλύπτουμε άγνωστα αριστουργήματα, και αφετέρου προσεγγίζουμε διάσημα έργα με έναν φρέσκο και «νόστιμο» τρόπο! Τα γαστρονομικά τουρς στην πόλη δε, σε επιλεγμένες γειτονιές του Μανχάταν, του Μπρούκλιν και του Κουίνς, σχεδιάζονται με στόχο να φωτίσουν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της εκάστοτε περιοχής, την ιστορία της, αλλά και το σημερινό δημογραφικό προφίλ της. Για παράδειγμα, στο Λόουερ Ιστ Σάιντ, βουτάμε στο Εβραϊκό παρελθόν του, ενώ στην Αστόρια...βουτάμε στο τζατζίκι! Πέρα από εστιατόρια, επισκεπτόμαστε και μνημεία, γκαλερί, αρχιτεκτονικά απομεινάρια μιας άλλης εποχής. Βέβαια, επ' ουδενί δεν αφήνω τους επισκέπτες μου νηστικούς. Συνεχώς μασουλάμε μπέιγκελς, παστράμι, ντάμπλιγκς, τόρτας, κανόλι, τζελάτο, κίμτσι, σουβλάκια, BBQ, πίτσα και άλλα διαιτητικά.
— Ποιο είναι το αγαπημένο σου φαγητό αυτή την περίοδο;
Αγαπώ τα οστρακοειδή, που μου θυμίζουν τις θάλασσες της Ελλάδας, αλλά ταυτοχρόνως είναι και μια από τις πιο εμβληματικές νοστιμιές της Νέας Υόρκης. Τις ίσα με το μπράτσο μου μοσχαρίσιες μπριζόλες, ψημένες rare. Τον φρέσκο κολίανδρο που ποτέ δεν είχα δοκιμάσει πριν έρθω στην Αμερική. Και γύρω στα εκατό ακόμα πιάτα από όλες τις κουζίνες του κόσμου.
— Θεσσαλονίκη, Αθήνα, Κωνσταντινούπολη, Νέα Υόρκη. Πες μας τα καλύτερα και τα χειρότερα αυτών των πόλεων.
Θεσσαλονίκη: Ένα ακατάπαυστο πάρτι νέων ανθρώπων/ Άγνοια της μακραίωνης ιστορίας της από τους περισσότερους που τη ζήσαμε/ζουν
Αθήνα: Τα καλά μιας διεθνούς μεγαλούπολης / Και τα κακά της
Κωνσταντινούπολη: Το δέος να ξυπνάς κάθε πρωί και να έχεις την επιλογή να ζήσεις σαν σε άλλο αιώνα κάθε φορά / Η κατάρα του να σε θέλουν όλοι με πάθος
Νέα Υόρκη: Έχεις χιλιάδες επιλογές για το επόμενο γεύμα σου, διαμέρισμα, εργασία, ερωτικό σύντροφο / Η οδυνηρή συνειδητοποίηση ότι είσαι κι εσύ το 1‰ των αντίστοιχων επιλογών για τους υπόλοιπους Νεοϋορκέζους. Ααααα, και φυσικά το πόσο βίαια ακριβή είναι η ζωή!
— Ποια ελληνική γεύση σου λείπει περισσότερο όταν είσαι εκτός Ελλάδας;
Για να είμαι ειλικρινής, ενώ είναι πολλές οι Ελληνικές γεύσεις που δεν μπορώ να βρω στην Αμερική, είναι κάποιοι συγκεκριμένοι χώροι εστίασης στην Ελλάδα και η ατμόσφαιρά τους που μου λείπουν πιο πολύ, και δευτερευόντως τα φαγητά που σερβίρουν. Για παράδειγμα, ένα παλιομοδίτικο σουβλατζίδικο στην Ομόνοια, ένα μπουγατσατζίδικο (έτσι τα λέμε στη Βόρεια Ελλάδα) επί της Εγνατίας στη Θεσσαλονίκη ή ένας καφενές για πρέφα και ουζομεζεδάκια στη Δράμα. Άντε βρες τα παραπάνω στο Μανχάταν ή το Μπρούκλιν! Για να σου δώσω όμως και μια πιο συγκεκριμένη απάντηση, αν επισκεφτώ την Ελλάδα καλοκαίρι, ο πρώτος καφές που θα πιω (και ποτέ ξανά) θα είναι ένας φραπές. Το έχω σαν τάμα, τον ρουφάω και βγάζω κάθε τόσο μια κραυγή: «Ελλαδάρα!», μισοαστεία- μισοσόβαρα, προκαλώντας τα βλέμματα των διπλανών τραπεζιών και ντροπιάζοντας τους φίλους μου.
— Ποια είναι τα κοινά και οι διαφορές μεταξύ τουρκικής και ελληνικής κουζίνας;
Πιστεύω ότι οι δύο συγκεκριμένες εθνικές κουζίνες έχουν πολλές επιμέρους τοπικές "διαλέκτους", που μόνο χάρη ευκολίας ή άγνοιας τσουβαλιάζονται όλες μαζί υπό του ονόματος της εκάστοτε χώρας. Κραυγαλέα διεθνή παραδείγματα αυτής της ομαδοποίησης είναι η Ινδική και η Κινεζική κουζίνα. Φυσικά και υπάρχουν πολλά κοινά μεταξύ της Τουρκικής κουζίνας των παραλίων του Αιγαίου με τη λεγομένη Μεσογειακή Ελληνική. Τόσο λόγω των κοινών υλικών (ελαιόλαδο, φρέσκα λαχανικά, ψαρικά), όσο και εξαιτίας της μετακίνησης πληθυσμών από τη μια πλευρά στην άλλη κατά τον τελευταίο αιώνα. Από κει και πέρα όμως, η Τουρκική κουζίνα της Ανατολίας στο Αντέπ, Αντιόχεια, Μάρντιν, είναι πιο κοντά στην κουζίνα της Συρίας. Ή η κουζίνα των Επτανήσων έχει σαφείς Ιταλικές επιρροές.
— Ποια είναι η αγαπημένη σου γαστρονομική ιστορία που σχετίζεται με ένα έργο τέχνης;
Ένα από τα πιο αγαπημένα μου έργα στο ΜΕΤ είναι το Lobster Fishermen (1940-41) του Marsden Hartley, όπου μια ομάδα αστακο-αλιευτών αράζουν στην ξύλινη αποβάθρα ενός όρμου του Μέιν. Ο πίνακας με τις ψηλόλιγνες αντρικές μορφές ντυμένες στα ροζ-μπλε και τις ξύλινες παγίδες για τα οστρακόδερμα, για τα οποία φημίζεται η συγκεκριμένη αμερικανική πολιτεία, την οποία πρόσφατα επισκέφτηκα και έμεινα έκθαμβος από τη φυσική ομορφιά της, με ώθησε να ψάξω σε βάθος την ιστορία που ήξερα χονδρικά. Πώς ένα παρακατιανό θαλασσινό, το οποίο λέγεται ότι ακόμα και οι φυλακισμένοι το είχαν μπουχτίσει και έκαναν εξεγέρσεις για να τους ταΐσουν κάτι άλλο, και κελύφη του έξω από ένα σπιτικό, σήμαινε ότι οι κακόμοιροι, δεν είχαν να φάνε κάτι της προκοπής, μεταλλάχθηκε σε ένα από τα πιο εκλεκτά εδέσματα, και χωρίς υπερβολές, σε ένα σύμβολο πλούτου; Κι αυτή η μεταστροφή, που θα πρέπει να διδάσκεται σε σχολές μάρκετινγκ ως ένα από τα πιο πετυχημένα rebranding στην ιστορία, στηρίχθηκε σε ποικίλους παράγοντες. Την επέκταση των σιδηροδρόμων από την Ανατολική Ακτή στην ενδοχώρα των ΗΠΑ, την προώθηση του σε περιοχές που δεν είχαν ιδέα για την κακή φήμη των λεγόμενων "κατσαρίδων της θάλασσας" και εντυπωσιάστηκαν από το εξωγήινο καύκαλό του, αλλά και την πρόοδο της κονσερβοποιίας, τους Παγκόσμιους Πολέμους, τους αστέρες του Χόλυγουντ και άλλα πόσα που με τη πρώτη ματιά φαντάζουν άσχετα, αλλά τελικά έπαιξαν καθοριστικό ρόλο. Όλα αυτά τα στοιχεία, πάντοτε φροντίζω να τα παρουσιάζω στο τουρ με φωτογραφίες, άρθρα εφημερίδων, αλλά και βίντεο, ώστε να μένουν ανάγλυφα στη μνήμη των επισκεπτών με το λιγότερο ρίσκο να τους κάνω να βαρεθούν.
— Αν γινόσουν για έναν χρόνο υπουργός Γαστρονομίας της Ελλάδας, με ποιους τρόπους θα προωθούσες την ελληνική κουζίνα στον υπόλοιπο κόσμο;
Η Ελλάδα παράγει μερικά από τα νοστιμότερα φρούτα, λαχανικά, τυριά, κρέατα και μπαχαρικά στον κόσμο, δηλαδή την αναγκαία πρώτη ύλη για μια λαχταριστή και υγιεινή κουζίνα. Το ίδιο ακριβώς, όμως, κάνει και η Ιταλία, η Ισπανία, η Τουρκία, αλλά και η Κίνα ή η Ιαπωνία, το Περού και πολλές ακόμα χώρες. H μοναδικότητα της Ελληνικής Γαστρονομίας και της συμβολής των Ελλήνων στο διεθνές τραπέζι, ξεπερνά τα εδώδιμα καλούδια, είναι η μαγεία που συμβαίνει όταν 2, 4 ή 14 πρόσωπα καθίσουν γύρω από ένα τραπέζι, και αρχίσουν τσιμπολογήματα, γουλιές και ιστορίες. Πείτε με ρομαντικό, αλλά βλέπω τα πνεύματα να οξύνονται, τις ψυχές να ανοίγουν, άλλους να φιλοσοφούν με στόμφο κι άλλους να περιμένουν ανυπόμονα να μοιραστούν τις δικές τους μπαρούφες, μερικούς να φλερτάρουν με το στόμα γεμάτο σκορδαλιά και τους υπόλοιπους να επιτίθενται στον αδερφό τους για το εξ αδιαίρετου πατρικό. Και οι ώρες κυλούν, και τα πιάτα στοιβάζονται, και το πιατάκι με το τζατζίκι γίνεται τασάκι. Η ζωή στην Ελλάδα, τουλάχιστον έτσι συνέβαινε, δεν μπουκώνει (μόνο) βιαστικά το στόμα στο τραπέζι, αλλά αναλύεται, ανατινάζεται, ανασυντίθεται και ξαναμοιράζεται μεταξύ των συνδαιτυμόνων. Αυτό θα προσπαθούσα να εξάγω στον υπόλοιπο κόσμο: τον δραματικό Ελληνικό τρόπο να τρως, παρά τα Ελληνικά φαγητά. Δεν ξέρω πόσα λεφτά θα βγάζαμε ως κράτος από αυτό το νεραϊδοσχέδιο, αλλά προς το παρόν το έχω πουλήσει επιτυχώς στους Νεοϋορκέζους φίλους μου, που μ' ευχαριστούν για τις ώρες ψυχοθεραπείας που τους γλίτωσε.